ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 107
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | JERUSALEM |
---|---|
1 Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα. | 1 Alleluia Rendez grâce à Yahvé, car il est bon, car éternel est son amour! |
2 Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου? | 2 Ils le diront, les rachetés de Yahvé, qu'il racheta de la main de l'oppresseur, |
3 και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου. | 3 qu'il rassembla du milieu des pays, orient et occident, nord et midi. |
4 Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω? ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν. | 4 Ils erraient au désert, dans les solitudes, sans trouver le chemin d'une ville habitée; |
5 Ησαν πεινωντες και διψωντες? η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις. | 5 ils avaient faim, surtout ils avaient soif, leur âme en eux défaillait. |
6 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων? και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων. | 6 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés, |
7 Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας. | 7 acheminés par un droit chemin pour aller vers la ville habitée. |
8 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 8 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam! |
9 Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων. | 9 Il rassasia l'âme avide, l'âme affamée, il la combla de biens. |
10 Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω? | 10 Habitants d'ombre et de ténèbre, captifs de la misère et des fers, |
11 διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν? | 11 pour avoir bravé l'ordre de Dieu et méprisé le projet du Très-Haut, |
12 δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω? επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων. | 12 il ploya leur coeur sous la peine, ils succombaient, et pas un pour les aider. |
13 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων? | 13 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés, |
14 εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν. | 14 il les tira de l'ombre et la ténèbre et il rompit leurs entraves. |
15 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 15 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam! |
16 διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν. | 16 Car il brisa les portes d'airain, les barres de fer, il les fracassa. |
17 Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων. | 17 Insensés, sur les chemins du péché, misérables à cause de leurs fautes, |
18 Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου. | 18 tout aliment les dégoûtait, ils touchaient aux portes de la mort. |
19 Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων? | 19 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés. |
20 αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων. | 20 Il envoya sa parole, il les guérit, à la fosse il arracha leur vie. |
21 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 21 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam! |
22 και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει. | 22 Qu'ils sacrifient des sacrifices d'action de grâces, qu'ils répètent ses oeuvres en chants de joie! |
23 Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις, | 23 Descendus en mer sur des navires, ils faisaient négoce parmi les grandes eaux; |
24 αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη? | 24 ceux-là ont vu les oeuvres de Yahvé, ses merveilles parmi les abîmes. |
25 Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης. | 25 Il dit et fit lever un vent de bourrasque qui souleva les flots; |
26 Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων? η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας. | 26 montant aux cieux, descendant aux gouffres, sous le mal leur âme fondait; |
27 Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται. | 27 tournoyant, titubant comme un ivrogne, leur sagesse était toute engloutie. |
28 Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων. | 28 Et ils criaient vers Yahvé dans la détresse, de leur angoisse il les a délivrés. |
29 Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης. | 29 Il ramena la bourrasque au silence et les flots se turent. |
30 Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν? και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων. | 30 Ils se réjouirent de les voir s'apaiser, il les mena jusqu'au port de leur désir. |
31 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 31 Qu'ils rendent grâce à Yahvé de son amour, de ses merveilles pour les fils d'Adam! |
32 και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον. | 32 Qu'ils l'exaltent dans l'assemblée du peuple, au conseil des anciens qu'ils le louent! |
33 Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν? | 33 Il changeait les fleuves en désert, et les sources d'eau en soif, |
34 την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη. | 34 un pays de fruits en saline, à cause de la malice des habitants. |
35 Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων. | 35 Mais il changea le désert en nappe d'eau, une terre sèche en source d'eau; |
36 Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν? | 36 là il fit habiter les affamés, et ils fondèrent une ville habitée. |
37 και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος. | 37 Ils ensemencent des champs, plantent des vignes, et font du fruit à récolter. |
38 Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων. | 38 Il les bénit et ils croissent beaucoup, il ne laisse pas diminuer leur bétail. |
39 Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου. | 39 Ils étaient diminués, défaillants, sous l'étreinte des maux et des peines; |
40 Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω. | 40 déversant le mépris sur les princes, il les perdait en un chaos sans chemin. |
41 Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας. | 41 Mais il relève le pauvre de sa misère, il multiplie comme un troupeau les familles; |
42 Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται? πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης. | 42 les coeurs droits voient et se réjouissent, tout ce qui ment a la bouche fermée. |
43 Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα? και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου. | 43 Est-il un sage? Qu'il observe ces choses et comprenne l'amour de Yahvé! |