Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 107


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.1 Danket dem Herrn, denn er ist gütig,
denn seine Huld währt ewig.
2 Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου?2 So sollen alle sprechen, die vom Herrn erlöst sind,
die er von den Feinden befreit hat.
3 και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου.3 Denn er hat sie aus den Ländern gesammelt,
vom Aufgang und Niedergang, vom Norden und Süden.
4 Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω? ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν.4 Sie, die umherirrten in der Wüste, im Ödland,
und den Weg zur wohnlichen Stadt nicht fanden,
5 Ησαν πεινωντες και διψωντες? η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις.5 die Hunger litten und Durst,
denen das Leben dahinschwand,
6 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων? και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων.6 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss
7 Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας.7 und die er führte auf geraden Wegen,
sodass sie zur wohnlichen Stadt gelangten:
8 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?8 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen,
9 Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων.9 weil er die lechzende Seele gesättigt,
die hungernde Seele mit seinen Gaben erfüllt hat.
10 Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω?10 Sie, die saßen in Dunkel und Finsternis,
gefangen in Elend und Eisen,
11 διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν?11 die den Worten Gottes getrotzt
und verachtet hatten den Ratschluss des Höchsten,
12 δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω? επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων.12 deren Herz er durch Mühsal beugte,
die stürzten und denen niemand beistand,
13 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων?13 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss,
14 εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν.14 die er herausführte aus Dunkel und Finsternis
und deren Fesseln er zerbrach:
15 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?15 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen,
16 διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν.16 weil er die ehernen Tore zerbrochen,
die eisernen Riegel zerschlagen hat.
17 Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων.17 Sie, die dahinsiechten in ihrem sündhaften Treiben,
niedergebeugt wegen ihrer schweren Vergehen,
18 Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου.18 denen vor jeder Speise ekelte,
die nahe waren den Pforten des Todes,
19 Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων?19 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss,
20 αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων.20 denen er sein Wort sandte, die er heilte
und vom Verderben befreite:
21 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?21 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen.
22 και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει.22 Sie sollen ihm Dankopfer weihen,
mit Jubel seine Taten verkünden.
23 Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις,23 Sie, die mit Schiffen das Meer befuhren
und Handel trieben auf den großen Wassern,
24 αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη?24 die dort die Werke des Herrn bestaunten,
seine Wunder in der Tiefe des Meeres
25 Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης.25 - Gott gebot und ließ den Sturmwind aufstehn,
der hoch die Wogen türmte -,
26 Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων? η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας.26 die zum Himmel emporstiegen
und hinabfuhren in die tiefste Tiefe,
sodass ihre Seele in der Not verzagte,
27 Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται.27 die wie Trunkene wankten und schwankten,
am Ende waren mit all ihrer Weisheit,
28 Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων.28 die dann in ihrer Bedrängnis schrien zum Herrn,
die er ihren Ängsten entriss
29 Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης.29 - er machte aus dem Sturm ein Säuseln,
sodass die Wogen des Meeres schwiegen -,
30 Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν? και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων.30 die sich freuten, dass die Wogen sich legten
und er sie zum ersehnten Hafen führte:
31 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων?31 sie alle sollen dem Herrn danken für seine Huld,
für sein wunderbares Tun an den Menschen.
32 και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον.32 Sie sollen ihn in der Gemeinde des Volkes rühmen,
ihn loben im Kreis der Alten.
33 Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν?33 Er machte Ströme zur dürren Wüste,
Oasen zum dürstenden Ödland,
34 την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη.34 fruchtbares Land zur salzigen Steppe;
denn seine Bewohner waren böse.
35 Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων.35 Er machte die Wüste zum Wasserteich,
verdorrtes Land zu Oasen.
36 Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν?36 Dort siedelte er Hungernde an,
sie gründeten wohnliche Städte.
37 και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος.37 Sie bestellten Felder, pflanzten Reben
und erzielten reiche Ernten.
38 Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων.38 Er segnete sie, sodass sie sich gewaltig vermehrten,
gab ihnen große Mengen an Vieh.
39 Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου.39 Dann aber wurden sie geringer an Zahl,
gebeugt unter der Last von Leid und Kummer.
40 Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω.40 Er goss über die Edlen Verachtung aus,
ließ sie umherirren in wegloser Wüste.
41 Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας.41 Die Armen hob er aus dem Elend empor
und vermehrte ihre Sippen, einer Herde gleich.
42 Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται? πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης.42 Die Redlichen sehn es und freuen sich,
doch alle bösen Menschen verstummen.
43 Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα? και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου.43 Wer ist weise und beachtet das alles,
wer begreift die reiche Huld des Herrn?