Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Numeri 22


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Die Israeliten brachen auf und schlugen ihr Lager in den Steppen von Moab auf, jenseits des Jordan bei Jericho.1 Και σηκωθεντες οι υιοι Ισραηλ εστρατοπεδευσαν εις τας πεδιαδας του Μωαβ, παρα τον Ιορδανην, κατεναντι της Ιεριχω.
2 Balak, der Sohn Zippors, hatte gesehen, was Israel den Amoritern alles angetan hatte.2 Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ειδε παντα οσα εκαμεν ο Ισραηλ εις τους Αμορραιους.
3 Moab erschrak sehr vor dem Volk (der Israeliten), weil es so groß war, und es packte ihn das Grauen vor den Israeliten.3 Και εφοβηθη ο Μωαβ τον λαον σφοδρα, διοτι ησαν πολλοι? και ητο ο Μωαβ εις αμηχανιαν εξ αιτιας των υιων Ισραηλ.
4 Da sagte Moab zu den Ältesten von Midian: Jetzt wird uns dieser Haufen ringsum alles abfressen, wie die Rinder das Gras auf den Weiden abgrasen. Damals war Balak, der Sohn Zippors, König von Moab.4 Και ειπεν ο Μωαβ προς τους πρεσβυτερους του Μαδιαμ, Τωρα θελει καταφαγει το πληθος τουτο παντα τα περιξ ημων, καθως ο βους κατατρωγει τον χορτον της πεδιαδος. Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ητο βασιλευς των Μωαβιτων κατ' εκεινον τον καιρον.
5 Er schickte Boten zu Bileam, dem Sohn Beors, nach Petor am Strom, ins Land seiner Stammesgenossen, um ihn rufen zu lassen. Er ließ ihm sagen: Aus Ägypten ist ein Volk herangezogen, das das ganze Land bedeckt und nun mir gegenüber sich niedergelassen hat.5 Και απεστειλε πρεσβεις προς τον Βαλααμ, υιον του Βεωρ, εις Φεθορα, κειμενην πλησιον του ποταμου της γης των υιων του λαου αυτου, δια να προσκαλεση αυτον, λεγων, Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου? ιδου, περικαλυπτει το προσωπον της γης, και καθηται εναντιον μου?
6 Darum komm her und verfluch mir dieses Volk; denn es ist zu mächtig für mich. Vielleicht kann ich es dann schlagen und aus dem Land vertreiben. Ich weiß: Wen du segnest, der ist gesegnet; wen du verfluchst, der ist verflucht.6 τωρα λοιπον ελθε, σε παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον, διοτι ειναι δυνατωτερος μου? ισως υπερισχυσω, να παταξωμεν αυτους και να εκδιωξω αυτους εκ της γης? επειδη εξευρω, οτι οντινα ευλογησης ειναι ευλογημενος, και οντινα καταρασθης ειναι κατηραμενος.
7 Die Ältesten von Moab und die Ältesten von Midian machten sich auf den Weg, mit Wahrsagerlohn in den Händen. Als sie zu Bileam kamen, wiederholten sie ihm die Worte Balaks.7 Και υπηγαν οι πρεσβυτεροι του Μωαβ και οι πρεσβυτεροι του Μαδιαμ, φεροντες τα δωρα της μαντειας εις τας χειρας αυτων? και ηλθον προς Βαλααμ και ειπον προς αυτον τους λογους του Βαλακ.
8 Bileam sagte zu ihnen: Bleibt über Nacht hier, dann werde ich euch berichten, was der Herr zu mir sagt. Da blieben die Hofleute aus Moab bei Bileam.8 Ο δε ειπε προς αυτους, Μεινατε ενταυθα ταυτην την νυκτα και θελω αποκριθη εις εσας ο, τι λαληση ο Κυριος προς εμε. Και εμειναν μετα του Βαλααμ οι αρχοντες του Μωαβ.
9 Gott kam zu Bileam und fragte ihn: Wer sind die Männer, die bei dir wohnen?9 Και ηλθεν ο Θεος εις τον Βαλααμ και ειπε, Τι θελουσιν οι ανθρωποι ουτοι μετα σου;
10 Bileam antwortete Gott: Balak, der Sohn Zippors, der König von Moab, hat Boten zu mir geschickt und lässt mir sagen:10 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Θεον, Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ, βασιλευς του Μωαβ, απεστειλε προς εμε λεγων,
11 Das Volk, das aus Ägypten herangezogen ist, bedeckt das ganze Land. Darum komm und verwünsch es für mich! Vielleicht kann ich es dann im Kampf besiegen und vertreiben.11 Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου και κατεκαλυψε το προσωπον της γης? ελθε τωρα, καταρασθητι μοι αυτον? ισως υπερισχυσω να νικησω αυτον και να εκδιωξω αυτον.
12 Gott antwortete Bileam: Geh nicht mit! Verfluch das Volk nicht; denn es ist gesegnet.12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Βαλααμ, Μη υπαγης μετ' αυτων? μη καταρασθης τον λαον, διοτι ειναι ευλογημενος.
13 Am Morgen stand Bileam auf und sagte zu den Hofleuten Balaks: Kehrt in euer Land zurück; denn der Herr erlaubt mir nicht, mit euch zu gehen.13 Και σηκωθεις την αυγην ο Βαλααμ ειπε προς τους αρχοντας του Βαλακ, Υπαγετε εις την γην σας? διοτι δεν μοι συγχωρει ο Κυριος να ελθω μεθ' υμων.
14 Da machten sich die Hofleute aus Moab auf den Weg und kehrten zu Balak zurück. Sie berichteten: Bileam hat sich geweigert, mit uns zu kommen.14 Και σηκωθεντες οι αρχοντες του Μωαβ, ηλθον προς τον Βαλακ και ειπον, Δεν θελει ο Βαλααμ να ελθη μεθ' ημων.
15 Balak schickte noch einmal Hofleute aus, mehr und vornehmere als das erste Mal.15 Και ο Βαλακ απεστειλε παλιν αρχοντας περισσοτερους και εντιμοτερους τουτων?
16 Sie kamen zu Bileam und sagten zu ihm: So sagt Balak, der Sohn Zippors: Lass dich nicht abhalten, zu mir zu kommen.16 και ηλθον προς τον Βαλααμ και ειπον προς αυτον, ουτω λεγει Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ? Μη εμποδισθης, σε παρακαλω, να ελθης προς εμε?
17 Ich will dir einen sehr hohen Lohn geben; alles, was du von mir verlangst, will ich tun. Nur komm und verwünsch mir dieses Volk!17 διοτι θελω σε τιμησει με μεγαλας τιμας, και θελω καμει παν ο, τι μοι ειπης? ελθε λοιπον, παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον.
18 Bileam antwortete den Dienern Balaks: Auch wenn mir Balak sein Haus voll Silber und Gold gäbe, könnte ich dem Befehl des Herrn, meines Gottes, nicht zuwiderhandeln, sei es in einer unwichtigen oder einer wichtigen Sache.18 Και απεκριθη ο Βαλααμ και ειπε προς τους δουλους του Βαλακ, Και εαν μοι δωση ο Βαλακ την οικιαν αυτου πληρη αργυριου και χρυσιου, δεν δυναμαι να παραβω τον λογον Κυριου του Θεου μου, δια να καμω ολιγωτερον η περισσοτερον?
19 Doch bleibt auch ihr jetzt über Nacht hier, bis ich weiß, was der Herr weiter zu mir sagt.19 δια τουτο μεινατε ενταυθα, παρακαλω, και σεις την νυκτα ταυτην, δια να ιδω τι θελει ειπει οτι ο Κυριος προς εμε.
20 In der Nacht kam Gott zu Bileam und sprach zu ihm: Wenn die Männer gekommen sind, um dich zu holen, dann mach dich auf den Weg und geh mit! Aber du darfst nur das tun, was ich dir sage.20 Και ηλθεν ο Θεος προς τον Βαλααμ την νυκτα και ειπε προς αυτον, Εαν ελθωσιν οι ανθρωποι δια να σε καλεσωσι, σηκωθεις υπαγε μετ' αυτων? πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις καμει.
21 Am Morgen stand Bileam auf, sattelte seinen Esel und ging mit den Hofleuten aus Moab.21 Και εσηκωθη ο Βαλααμ το πρωι, και εσαμαρωσε την ονον αυτου και υπηγε μετα των αρχοντων του Μωαβ.
22 Aber Gott wurde zornig, weil Bileam mitging, und der Engel des Herrn trat Bileam in feindlicher Absicht in den Weg, als Bileam, begleitet von zwei jungen Männern, auf seinem Esel dahinritt.22 Και εξηφθη η οργη του Θεου οτι υπηγε? και εσταθη αγγελος Κυριου εν τη οδω εμπροσθεν αυτου, δια να εναντιωθη εις αυτον? αυτος δε εκαθητο επι της ονου αυτου και δυο δουλοι αυτου ησαν μετ' αυτου?
23 Der Esel sah den Engel des Herrn auf dem Weg stehen, mit dem gezückten Schwert in der Hand, und er verließ den Weg und wich ins Feld aus. Da schlug ihn Bileam, um ihn auf den Weg zurückzubringen.23 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω, και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου, εξεκλινεν η ονος εκ της οδου και υπηγαινεν προς την πεδιαδα? και εκτυπησεν ο Βαλααμ την ονον, δια να επαναφερη αυτην εις την οδον.
24 Darauf stellte sich der Engel des Herrn auf den engen Weg zwischen den Weinbergen, der zu beiden Seiten Mauern hatte.24 Αλλ' ο αγγελος του Κυριου εσταθη εν μια στενη οδω των αμπελωνων, οπου ητο φραγμος εντευθεν και φραγμος εντευθεν?
25 Als der Esel den Engel des Herrn sah, drückte er sich an der Mauer entlang und drückte dabei das Bein Bileams gegen die Mauer. Da schlug ihn Bileam wieder.25 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, προσεθλιψεν εαυτην προς τον τοιχον και συνεθλιψε τον ποδα του Βαλααμ εις τον τοιχον? αυτος δε εκτυπησεν αυτην παλιν.
26 Der Engel des Herrn ging weiter und stellte sich an eine besonders enge Stelle, wo es weder rechts noch links eine Möglichkeit gab auszuweichen.26 Και ο αγγελος του Κυριου υπηγε παρεμπρος, και εσταθη εν στενω τοπω, οπου δεν ητο οδος δια να εκκλινη δεξια η αριστερα?
27 Als der Esel den Engel des Herrn sah, ging er unter Bileam in die Knie. Bileam aber wurde wütend und schlug den Esel mit dem Stock.27 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, συνεκαθησεν υποκατω του Βαλααμ? και θυμωθεις ο Βαλααμ, εκτυπησε την ονον δια της ραβδου.
28 Da öffnete der Herr dem Esel den Mund und der Esel sagte zu Bileam: Was habe ich dir getan, dass du mich jetzt schon zum dritten Mal schlägst?28 Και ηνοιξεν ο Κυριος το στομα της ονου? και ειπε προς τον Βαλααμ, Τι σοι εκαμα, και με εκτυπησας τριτην ταυτην φοραν;
29 Bileam erwiderte dem Esel: Weil du mich zum Narren hältst. Hätte ich ein Schwert dabei, dann hätte ich dich schon umgebracht.29 Και ειπεν ο Βαλααμ προς την ονον, Διοτι με ενεπαιξας? ειθε να ειχον μαχαιραν εν τη χειρι μου, διοτι τωρα ηθελον σε θανατωσει.
30 Der Esel antwortete Bileam: Bin ich nicht dein Esel, auf dem du seit eh und je bis heute geritten bist? War es etwa je meine Gewohnheit, mich so gegen dich zu benehmen? Da musste Bileam zugeben: Nein.30 Και η ονος ειπε προς τον Βαλααμ, Δεν ειμαι εγω η ονος σου, επι της οποιας εκαθιζες αφ' ου χρονου με εχεις εως της ημερας ταυτης; ημην ποτε συνειθισμενη να καμνω ουτως εις σε; Ο δε ειπεν, Ουχι.
31 Nun öffnete der Herr dem Bileam die Augen und er sah den Engel des Herrn auf dem Weg stehen, mit dem gezückten Schwert in der Hand. Da verneigte sich Bileam und warf sich auf sein Gesicht nieder.31 Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του Βαλααμ, και ειδε τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου? και κυψας προσεκυνησεν επι προσωπον αυτου.
32 Der Engel des Herrn sagte zu ihm: Warum hast du deinen Esel dreimal geschlagen? Ich bin dir feindlich in den Weg getreten, weil mir der Weg, den du gehst, zu abschüssig ist.32 Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Κυριου, Δια τι εκτυπησας την ονον σου τριτην ταυτην φοραν; ιδου, εγω εξηλθον δια να σοι εναντιωθω, διοτι ο δρομος σου ειναι διεστραμμενος ενωπιον μου?
33 Der Esel hat mich gesehen und ist mir schon dreimal ausgewichen. Wäre er mir nicht ausgewichen, dann hätte ich dich vielleicht jetzt schon umgebracht, ihn aber am Leben gelassen.33 και ιδουσα με η ονος εξεκλινεν απ' εμου τριτην ταυτην φοραν? αλλως, εαν δεν εξεκλινεν απ' εμου τωρα σε μεν ηθελον φονευσει, εκεινην δε ηθελον αφησει ζωσαν.
34 Bileam antwortete dem Engel des Herrn: Ich habe gesündigt, aber nur, weil ich nicht wusste, dass du mir im Weg standest. Jetzt aber will ich umkehren, wenn dir mein Vorhaben nicht recht ist.34 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον αγγελον του Κυριου, Ημαρτησα? διοτι δεν ηξευρον οτι συ εστεκες εν τη οδω εναντιον μου? οθεν τωρα, εαν δεν ηναι αρεστον εις σε, επιστρεφω.
35 Der Engel des Herrn antwortete Bileam: Geh mit den Männern, aber rede nichts, außer was ich dir sage. Da ging Bileam mit den Hofleuten Balaks.35 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Βαλααμ, Υπαγε μετα των ανθρωπων? πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις λαλησει. Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα των αρχοντων του Βαλακ.
36 Als Balak hörte, dass Bileam kam, ging er ihm entgegen bis zur Grenzstadt Moabs am Arnon, unmittelbar an der Grenze.36 Και ακουσας ο Βαλακ οτι ηρχετο ο Βαλααμ, εξηλθε να προυπαντηση αυτον, εως εις πολιν τινα του Μωαβ, κειμενην εν τοις οριοις του Αρνων, οστις ειναι το εσχατον οριον.
37 Balak sagte zu Bileam: Ich hatte dich rufen lassen. Warum bist du nicht zu mir gekommen? Kann ich dir nicht einen hohen Lohn geben?37 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Δεν απεστειλα προς σε μετα σπουδης να σε καλεσω; δια τι δεν ηλθες προς εμε; μηπως δεν ειμαι ικανος να σε τιμησω;
38 Bileam antwortete Balak: Jetzt bin ich zwar bei dir. Aber kann ich jetzt etwas reden? Ich kann nur sagen, was Gott mir in den Mund legt.38 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Ιδου, ηλθον προς σε? εχω τωρα την δυναμιν να λαλησω τι; οντινα λογον βαλη ο Θεος εις το στομα μου, τουτον θελω λαλησει.
39 Bileam ging mit Balak weiter nach Kirjat-Huzot.39 Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα του Βαλακ, και ηλθον εις Κιριαθ-ουζωθ.
40 Balak schlachtete Rinder und Schafe und ließ damit Bileam und die Hofleute, die dabei waren, bewirten.40 Και εθυσιασεν ο Βαλακ βοας και προβατα, και επεμψεν εξ αυτων προς τον Βαλααμ και προς τους αρχοντας τους μετ' αυτου.
41 Am nächsten Morgen nahm Balak Bileam mit sich und führte ihn zu den Baalshöhen hinauf. Von dort konnte er bis zum Volk sehen.41 Και το πρωι ελαβεν ο Βαλακ τον Βαλααμ, και ανεβιβασεν αυτον επι τους υψηλους τοπους του Βααλ, και εκειθεν ειδε την ακραν του λαου.