SCRUTATIO

Mercoledi, 15 ottobre 2025 - Santa Teresa d´Avila ( Letture di oggi)

Діяння Апостолів 26


font
БібліяGREEK BIBLE
1 Агриппа ж сказав до Павла: «Дозволяється тобі про себе говорити.» Тоді Павло, простягши руку, розпочав свою оборону.1 Ο δε Αγριππας ειπε προς τον Παυλον. Εχεις την αδειαν να ομιλησης υπερ σεαυτου. Τοτε ο Παυλος εκτεινας την χειρα, απελογειτο?
2 «Царю Аґриппо! Вважаю себе щасливим, що сьогодні маю виправдатись перед тобою від усього того, в чому юдеї мене винуватять,2 Μακαριον νομιζω εμαυτον, βασιλευ Αγριππα, μελλων να απολογηθω ενωπιον σου σημερον περι παντων εις οσα εγκαλουμαι υπο των Ιουδαιων,
3 — особливо ж тому, що знаєш усі звичаї юдейські та їхні спірні питання. Тому я прошу вислухати мене терпляче.3 μαλιστα επειδη γνωριζεις παντα τα παρα τοις Ιουδαιοις εθιμα και ζητηματα? οθεν δεομαι σου να με ακουσης μετα μακροθυμιας.
4 Моє життя змалку, як воно пройшло між моїм народом і в Єрусалимі, знають усі юдеї.4 Την εκ νεοτητος λοιπον ζωην μου, την οποιαν απ' αρχης εζησα μεταξυ του εθνους μου εν Ιεροσολυμοις, εξευρουσι παντες οι Ιουδαιοι,
5 Вони здавна мене знають, коли б хотіли свідчити, що я жив за найсуворішою сектою нашої віри — фарисеєм.5 επειδη με γνωριζουσιν εξ αρχης, εαν θελωσι να μαρτυρησωσιν, οτι κατα την ακριβεστατην αιρεσιν της θρησκειας ημων εζησα Φαρισαιος.
6 Та й нині мене судять за надію на обітницю, що була батькам нашим дана Богом;6 Και τωρα παρισταμαι κρινομενος δια την ελπιδα της επαγγελιας της γενομενης υπο του Θεου προς τους πατερας ημων,
7 (обітницю), якої дванадцять поколінь наших, уночі і вдень з витривалістю Богові служивши, надіються осягти. За цю надію, царю, мене юдеї винуватять.7 εις την οποιαν το δωδεκαφυλον ημων γενος, λατρευον εκτενως τον Θεον νυκτα και ημεραν, ελπιζει να καταντηση? περι ταυτης της ελπιδος εγκαλουμαι, βασιλευ Αγριππα, υπο των Ιουδαιων.
8 Чому вважається у вас за неймовірне, що Бог воскрешає мертвих?8 Τι απιστευτον κρινεται εις εσας, οτι ο Θεος ανιστα νεκρους;
9 Справді, і я гадав, що треба мені було багато діяти проти імени Ісуса Назарянина,9 Εγω μεν εστοχασθην κατ' εμαυτον οτι επρεπε να πραξω πολλα εναντια εις το ονομα του Ιησου του Ναζωραιου?
10 — що я і робив у Єрусалимі. Сам я багато святих позамикав був у в’язницях, одержавши від первосвящеників на те владу; а коли їх убивали, я давав проти них свій голос.10 το οποιον και επραξα εν Ιεροσολυμοις, και πολλους των αγιων εγω κατεκλεισα εις φυλακας, λαβων την εξουσιαν παρα των αρχιερεων, και οτε εφονευοντο εδωκα ψηφον κατ' αυτων.
11 І часто, по всіх синагогах караючи їх, я примушував їх хулити й у несамовитій люті переслідував їх ген по далеких містах.11 Και εν πασαις ταις συναγωγαις πολλακις τιμωρων αυτους ηναγκαζον να βλασφημωσι, και καθ' υπερβολην μαινομενος εναντιον αυτων κατεδιωκον εως και εις τας εξω πολεις.
12 Отак, ідучи в Дамаск з уповноваженням та відпорученням первосвящеників,12 Εν τουτοις δε, οτε ηρχομην εις την Δαμασκον μετ' εξουσιας και επιτροπης της παρα των αρχιερεων,
13 у дорозі опівдні, царю, я побачив з неба світло понад сяйво сонця, що опромінило навкруги мене й тих, що йшли зо мною.13 εν τω μεσω της ημερας ειδον καθ' οδον, βασιλευ, φως ουρανοθεν υπερβαινον την λαμπροτητα του ηλιου, το οποιον ελαμψε περι εμε και τους οδοιπορουντας μετ' εμου?
14 Усі ми попадали на землю, я ж почув голос, що говорив до мене єврейською мовою: «Савле, Савле! Чого ти мене переслідуєш? Трудно тобі проти рожна бити ногою.»14 και ενω κατεπεσομεν παντες εις την γην, ηκουσα φωνην λαλουσαν προς με και λεγουσαν εις την Εβραικην διαλεκτον? Σαουλ Σαουλ, τι με διωκεις; σκληρον σοι ειναι να λακτιζης προς κεντρα.
15 А я озвався: «Господи, хто ти?» Господь же сказав: «Я — Ісус, якого ти переслідуєш.15 Εγω δε ειπον? Τις εισαι, Κυριε; Και εκεινος ειπεν? Εγω ειμαι ο Ιησους, τον οποιον συ διωκεις.
16 Але встань і підведись на ноги: на це бо я тобі з’явився, щоб вибрати тебе слугою й свідком видіння, в якому ти мене бачив, і тих, в яких тобі ще з’явлюся.16 Αλλα σηκωθητι και στηθι επι τους ποδας σου? επειδη δια τουτο εφανην εις σε, δια να σε καταστησω υπηρετην και μαρτυρα και οσων ειδες και περι οσων θελω φανερωθη εις σε,
17 Я визволю тебе від народу та від поган, до яких я тебе посилаю,17 εκλεγων σε εκ του λαου και των εθνων, εις τα οποια τωρα σε αποστελλω
18 щоб їм відкрити очі, щоб вони повернулися від темряви до світла і від влади сатани до Бога, та щоб вірою в мене одержали відпущення гріхів і спадщину між освяченими.18 δια να ανοιξης τους οφθαλμους αυτων, ωστε να επιστρεψωσιν απο του σκοτους εις το φως και απο της εξουσιας του Σατανα προς τον Θεον, δια να λαβωσιν αφεσιν αμαρτιων και κληρονομιαν μεταξυ των ηγιασμενων δια της εις εμε πιστεως.
19 Тому, царю Аґриппо, я не був неслухняний небесному видінню,19 Οθεν, βασιλευ Αγριππα, δεν εγεινα απειθης εις την ουρανιον οπτασιαν,
20 а, навпаки, я почав проповідувати спочатку тим, що в Дамаску, а потім тим, що в Єрусалимі і по всім краю Юдейськім, а також поганам, щоб покаялись і навернулися до Бога та й чинили діла, достойні покаяння.20 αλλ' εκηρυττον πρωτον εις τους εν Δαμασκω και Ιεροσολυμοις και εις πασαν την γην της Ιουδαιας, και επειτα εις τα εθνη, να μετανοωσι και να επιστρεφωσιν εις τον Θεον, πραττοντες εργα αξια της μετανοιας.
21 За це юдеї, схопивши мене в храмі, хотіли роздерти.21 Δια ταυτα οι Ιουδαιοι συλλαβοντες με εν τω ιερω, επεχειρουν να με φονευσωσιν.
22 Але, одержавши від Бога допомогу, я по цей день стою і свідчу малим і великим, нічого не кажучи, крім того, що Мойсей і пророки говорили, що має наступити:22 Αξιωθεις ομως της βοηθειας της παρα του Θεου, ισταμαι εως της ημερας ταυτης μαρτυρων προς μικρον τε και μεγαλον, μη λεγων μηδεν εκτος των οσα ελαλησαν οι προφηται και ο Μωυσης οτι εμελλον να γεινωσιν,
23 що Христос має страждати, і що він перший, воскресши з мертвих, має проповідувати світло народові й поганам.»23 οτι ο Χριστος εμελλε να παθη, οτι πρωτος αναστας εκ νεκρων μελλει να κηρυξη φως εις τον λαον και εις τα εθνη.
24 Коли ж він так боронився, Фест мовив голосом сильним: «Сходиш з глузду, Павле! Велика наука приводить тебе до божевілля.»24 Ενω δε αυτος απελογειτο ταυτα, ο Φηστος ειπε με μεγαλην φωνην? Μαινεσαι, Παυλε, τα πολλα γραμματα σε καταφερουσιν εις μανιαν.
25 А Павло озвався: «Я не зійшов з глузду, велебний Фесте, а слова правди й розуму говорю.25 Ο δε, Δεν μαινομαι, ειπε, κρατιστε Φηστε, αλλα προφερω λογους αληθειας και νοος υγιαινοντος.
26 Знає бо про те цар, до якого я з відвагою говорю, певний, що нічого з цього від нього не втаїлося, бо це не в закутку діялося.26 Διοτι εχει γνωσιν περι τουτων ο βασιλευς, προς τον οποιον και λαλω μετα παρρησιας? επειδη ειμαι πεπεισμενος οτι δεν λανθανει αυτον ουδεν τουτων, διοτι τουτο δεν ειναι πεπραγμενον εν γωνια.
27 Чи віруєш, царю Аґриппо, у пророків? Знаю, що віруєш.»27 Πιστευεις, βασιλευ Αγριππα, εις τους προφητας; εξευρω οτι πιστευεις.
28 Агриппа ж до Павла: «Ще трохи, і ти мене переконаєш стати християнином!»28 Και ο Αγριππας ειπε προς τον Παυλον? Παρ' ολιγον με πειθεις να γεινω Χριστιανος.
29 А Павло: «Чи трохи, чи багато, я молив би Бога, щоб не лише ти, а всі, що нині це чують, стали такими, як і я, — без оцих кайданів.»29 Και ο Παυλος ειπεν? Ηθελον ευχεσθαι προς τον Θεον, ουχι μονον συ, αλλα και παντες οι σημερον ακουοντες με, να γεινωσι και παρ' ολιγον και παρα πολυ τοιουτοι οποιος και εγω ειμαι, παρεκτος των δεσμων τουτων.
30 Встав же цар і правитель, Верніка й ті, що сиділи з ними,30 Και αφου αυτος ειπε ταυτα, εσηκωθη ο βασιλευς και ο ηγεμων και η Βερνικη και οι συγκαθημενοι μετ' αυτων,
31 і відійшли набік та розмовляли між собою: «Цей чоловік — казали — не зробив нічого, гідного смерти чи кайданів.»31 και αναχωρησαντες ελαλουν προς αλληλους, λεγοντες οτι ουδεν αξιον θανατου η δεσμων πραττει ο ανθρωπος ουτος.
32 Аґриппа ж сказав до Феста: «Цього чоловіка можна було б відпустити, якби він не покликався на кесаря.»32 Ο δε Αγριππας ειπε προς τον Φηστον? Ο ανθρωπος ουτος ηδυνατο να απολυθη, εαν δεν ειχεν επικαλεσθη τον Καισαρα.