Діяння Апостолів 13
12345678910111213141516171819202122232425262728
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Біблія | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Були ж в Антіохії, у Церкві, що там була, пророки й учителі як ось: Варнава, Симон, прозваний Ніґер, Лукій Киренейський, Манаен, вихований з Іродом тетрархом, і Савло. | 1 Ησαν δε εν Αντιοχεια εν τη υπαρχουση εκκλησια προφηται τινες και διδασκαλοι, ο Βαρναβας και Συμεων ο καλουμενος Νιγερ, και Λουκιος ο Κυρηναιος, και Μαναην ο συνανατραφεις μετα του Ηρωδου του τετραρχου, και ο Σαυλος. |
2 Якось одного разу, коли вони служили Господеві й постили, Дух Святий промовив: «Відлучіть мені Варнаву і Савла на діло, до якого я їх покликав.» | 2 Και ενω υπηρετουν εις τον Κυριον και ενηστευον, ειπε το Πνευμα το Αγιον? Χωρισατε εις εμε τον Βαρναβαν και τον Σαυλον δια το εργον, εις το οποιον προσεκαλεσα αυτους. |
3 Тоді вони, попостивши й помолившися, поклали на них руки і відпустили. | 3 Τοτε αφου ενηστευσαν και προσευχηθησαν και επεθεσαν τας χειρας επ' αυτους, απεστειλαν. |
4 Ті ж, вислані Святим Духом, прибули в Селевкію, а звідти відпливли до Кіпру. | 4 Ουτοι λοιπον πεμφθεντες υπο του Πνευματος του Αγιου, κατεβησαν εις την Σελευκειαν και εκειθεν απεπλευσαν εις την Κυπρον, |
5 Прибувши в Саламіну, почали звіщати слово Боже в юдейських синагогах. Помічником же був при них Йоан. | 5 και οτε ηλθον εις την Σαλαμινα, εκηρυττον τον λογον του Θεου εν ταις συναγωγαις των Ιουδαιων? ειχον δε και τον Ιωαννην υπηρετην. |
6 Пройшовши увесь острів аж до Пафосу, знайшли одного чоловіка, ворожбита, ложного юдейського пророка, на ім’я Вар-Ісус, | 6 Και αφου διηλθον την νησον μεχρι της Παφου, ευρον τινα μαγον ψευδοπροφητην Ιουδαιον ονομαζομενον Βαριησουν, |
7 який був з проконсулом Сергієм Павлом, розумною людиною. Цей, покликавши Варнаву і Савла, хотів почути слово Боже. | 7 οστις ητο μετα του ανθυπατου Σεργιου Παυλου, ανδρος συνετου. Ουτος προσκαλεσας τον Βαρναβαν και Σαυλον, εζητησε να ακουση τον λογον του Θεου? |
8 Але Елімас, ворожбит — так бо перекладається його ім’я — виступив проти них, і намагався проконсула від віри відвернути. | 8 ανθιστατο δε εις αυτους Ελυμας ο μαγος, διοτι ουτω μεθερμηνευεται το ονομα αυτου, ζητων να αποτρεψη τον ανθυπατον απο της πιστεως. |
9 Тоді Савло, він же й Павло, повний Святого Духа, глянув на нього пильно | 9 Πλην ο Σαυλος, ο και Παυλος, πλησθεις Πνευματος Αγιου και ατενισας εις αυτον, |
10 і мовив: «О повний всякого підступу і всякого лукавства, сину диявола, вороже всякої правди! Чи ж не перестанеш перекручувати прості дороги Господні? | 10 ειπεν? Ω πληρης παντος δολου και πασης ραδιουργιας, υιε του διαβολου, εχθρε πασης δικαιοσυνης, δεν θελεις παυσει διαστρεφων τας ευθειας οδους του Κυριου; |
11 Оце тепер на тобі рука Господня: ти станеш сліпим і дочасу не бачитимеш сонця.» І зараз же впала на нього темрява й морок, і він, обертаючися на всі боки, шукав, хто б його повів за руку. | 11 Και τωρα ιδου, χειρ του Κυριου ειναι κατα σου, και θελεις εισθαι τυφλος, μη βλεπων τον ηλιον μεχρι καιρου. Και παρευθυς επεπεσεν επ' αυτον αμαυρωσις και σκοτος, και περιστρεφομενος εζητει χειραγωγους. |
12 Тоді проконсул, бачивши, що сталося, увірував, вельми здивований наукою Господньою. | 12 Τοτε ιδων ο ανθυπατος το γεγονος επιστευσεν, εκπληττομενος εις την διδαχην του Κυριου. |
13 А з Пафосу ті, що були з Павлом, пустилися на море й прибули в Пергу Памфілійську, але Йоан, відлучившися від них, повернувся в Єрусалим. | 13 Αποπλευσαντες δε απο της Παφου ο Παυλος και οι περι αυτον ηλθον εις την Περγην της Παμφυλιας? ο δε Ιωαννης, χωρισθεις απ' αυτων, υπεστρεψεν εις τα Ιεροσολυμα. |
14 Вони ж, пройшовши поза Пергію, прийшли в Антіохію Пісідійську і дня суботнього ввійшли до синагоги й посідали. | 14 Αυτοι δε περασαντες απο της Περγης, εφθασαν εις Αντιοχειαν της Πισιδιας, και εισελθοντες εις την συναγωγην τη ημερα του σαββατου εκαθησαν. |
15 А по прочитанні закону та пророків наставники синагоги послали їм сказати: «Мужі брати, як маєте якесь слово втіхи для народу, скажіте.» | 15 Και μετα την αναγνωσιν του νομου και των προφητων απεστειλαν εις αυτους οι αρχισυναγωγοι, λεγοντες? Ανδρες αδελφοι, εαν εχητε λογον τινα προτροπης εις τον λαον, λεγετε. |
16 Встав тоді Павло і, давши знак рукою, мовив: «Мужі ізраїльські й ви, що боїтеся Бога, слухайте! | 16 Σηκωθεις δε ο Παυλος και σεισας την χειρα, ειπεν? Ανδρες Ισραηλιται και οι φοβουμενοι τον Θεον, ακουσατε. |
17 Бог цього народу, Ізраїля, вибрав наших батьків і підняв угору цей народ, під час його побуту в Єгипетській землі, і потужньою рукою вивів їх із неї. | 17 Ο Θεος του λαου τουτου Ισραηλ εξελεξε τους πατερας ημων και υψωσε τον λαον παροικουντα εν γη Αιγυπτου, και μετα βραχιονος υψηλου εξηγαγεν αυτους εξ αυτης, |
18 І сорок років годував у пустині; | 18 και εως τεσσαρακοντα ετη υπεφερε τους τροπους αυτων εν τη ερημω, |
19 вигубивши ж сім народів у землі Ханаанській, дав їм у спадщину їхню землю, | 19 και αφου κατεστρεψεν επτα εθνη εν γη Χανααν, διεμερισεν εις αυτους κατα κληρον την γην αυτων. |
20 майже по чотириста п’ятдесятьох роках. А після цього дав їм суддів аж до пророка Самуїла. | 20 Και μετα ταυτα ως τετρακοσια και πεντηκοντα περιπου ετη εδωκεν εις αυτους κριτας εως Σαμουηλ του προφητου. |
21 Потім вони домагалися царя, і Бог дав їм Саула, сина Кіша, мужа з покоління Веніямина: сорок років. | 21 Και επειτα εζητησαν βασιλεα, και εδωκεν εις αυτους ο Θεος τον Σαουλ, υιον του Κις, ανδρα εκ της φυλης Βενιαμιν, τεσσαρακοντα ετη? |
22 Та (Бог), відкинувши його, настановив їм царем Давида, якому так засвідчив: Я знайшов Давида, сина Єссея, чоловіка мені до серця, що виконає всю мою волю. | 22 και μεταστησας αυτον, ανεστησεν εις αυτους βασιλεα τον Δαβιδ, περι του οποιου και ειπε μαρτυρησας? Ευρον Δαβιδ τον του Ιεσσαι, ανδρα κατα την καρδιαν μου, οστις θελει καμει παντα τα θεληματα μου. |
23 З його потомства, згідно з обітницею, Бог воздвиг Ізраїлеві Спасителя Ісуса, | 23 Απο του σπερματος τουτου ο Θεος κατα την επαγγελιαν αυτου ανεστησεν εις τον Ισραηλ σωτηρα τον Ιησουν, |
24 під час коли Йоан перед його приходом проповідував усьому ізраїльському народові хрищення покаяння. | 24 αφου ο Ιωαννης προ της ελευσεως αυτου προεκηρυξε βαπτισμα μετανοιας εις παντα τον λαον του Ισραηλ. |
25 Сповнивши шлях свій, Йоан мовив: Я не той, за кого ви мене вважаєте, та он іде за мною, якому я не гідний взуття розв’язати. | 25 Και ενω ο Ιωαννης ετελειονε τον δρομον αυτου, ελεγε? Τινα με στοχαζεσθε οτι ειμαι; δεν ειμαι εγω, αλλ' ιδου, ερχεται μετ' εμε εκεινος, του οποιου δεν ειμαι αξιος να λυσω το υποδημα των ποδων. |
26 Мужі брати, сини роду Авраама, і ті між вами, що бояться Бога! Вам послане оте слово спасіння. | 26 Ανδρες αδελφοι, υιοι του γενους του Αβρααμ και οι εν υμιν φοβουμενοι τον Θεον, προς εσας απεσταλη ο λογος της σωτηριας ταυτης. |
27 Та мешканці Єрусалиму і князі їхні не визнали його, а засудивши його, сповнили слова пророків, які читаються щосуботи. | 27 Διοτι οι κατοικουντες εν Ιερουσαλημ και οι αρχοντες αυτων, μη γνωρισαντες τουτον μηδε τας ρησεις των προφητων, τας αναγινωσκομενας κατα παν σαββατον, επληρωσαν αυτας κριναντες τουτον, |
28 І хоча й не знайшли ніякої смертельної вини на ньому, вимагали у Пилата вбити його. | 28 και μη ευροντες μηδεμιαν αιτιαν θανατου, εζητησαν παρα του Πιλατου να θανατωθη. |
29 А коли виконали все, що було про нього написане, знявши його з хреста, поклали до гробу. | 29 Αφου δε ετελειωσαν παντα τα περι αυτου γεγραμμενα, καταβιβασαντες αυτον απο του ξυλου εθεσαν εις μνημειον. |
30 Та Бог воскресив його з мертвих, | 30 Ο Θεος ομως ανεστησεν αυτον εκ νεκρων? |
31 і він багато днів являвся тим, що прийшли з ним з Галилеї в Єрусалим, які й тепер свідками його перед народом. | 31 οστις εφανη επι πολλας ημερας εις τους μετ' αυτου αναβαντας απο της Γαλιλαιας εις Ιερουσαλημ, οιτινες ειναι μαρτυρες αυτου προς τον λαον. |
32 І ми звіщаємо вам ту обітницю, що була зроблена батькам нашим. | 32 Και ημεις ευαγγελιζομεθα προς εσας την γενομενην εις τους πατερας επαγγελιαν, |
33 Бог її здійснив нам, їхнім дітям, воскресивши Ісуса, як написано у другому псалмі: Ти — мій син; я сьогодні зродив тебе. — | 33 οτι ταυτην ο Θεος εξεπληρωσεν εις ημας τα τεκνα αυτων, αναστησας τον Ιησουν, ως ειναι γεγραμμενον και εν τω ψαλμω τω δευτερω? Υιος μου εισαι συ, εγω σημερον σε εγεννησα. |
34 А що він воскресив його з мертвих, так що він більш не повернеться у зітління, то (Бог) так промовив: Я дам вам святощі Давида, речі певні. — | 34 Οτι δε ανεστησεν αυτον εκ νεκρων, μη μελλοντα πλεον να υποστρεψη εις την διαφθοραν, λεγει ουτως, οτι θελω σας δωσει τα ελεη του Δαβιδ τα πιστα. |
35 Ось чому то в іншому місці він каже: Ти не даси твоєму Святому побачити зітління. — | 35 Δια τουτο και εν αλλω ψαλμω λεγει? Δεν θελεις αφησει τον οσιον σου να ιδη διαφθοραν. |
36 Давид же, служивши свого часу волі Божій, помер і був прилучений до своїх предків, і зітління бачив. | 36 Διοτι ο μεν Δαβιδ, αφου υπηρετησε την βουλην του Θεου εν τη γενεα αυτου, εκοιμηθη και προσετεθη εις τους πατερας αυτου και ειδε διαφθοραν? |
37 Той же, що його Бог воскресив, не бачив зітління. | 37 εκεινος ομως, τον οποιον ο Θεος ανεστησε, δεν ειδε διαφθοραν. |
38 Нехай, отже, вам, мужі брати, буде відомо, що ним звіщається вам прощення гріхів, і від усього, в чому ви не могли виправдатися законом Мойсея, | 38 Εστω λοιπον γνωστον εις εσας, ανδρες αδελφοι, οτι δια τουτου κηρυττεται προς εσας αφεσις αμαρτιων. |
39 ним кожний віруючий виправдується. | 39 Και απο παντων, αφ' οσων δεν ηδυνηθητε δια του νομου του Μωυσεως να δικαιωθητε, δια τουτου πας ο πιστευων δικαιουται. |
40 Уважайте ж, щоб з вами не сталося те, що сказано в пророків: | 40 Βλεπετε λοιπον μη επελθη εφ' υμας το λαληθεν υπο των προφητων? |
41 Глядіть, презирливі, дивуйтеся і щезніть, бо діло я зроблю за ваших днів, якому не повірите, коли хтось розповість вам.» | 41 Ιδετε, οι καταφρονηται, και θαυμασατε και αφανισθητε, διοτι εργον εγω εργαζομαι εν ταις ημεραις υμων, εργον, εις το οποιον δεν θελετε πιστευσει, εαν τις διηγηθη εις εσας. |
42 Якже вони виходили, їх запросили, щоб вони й наступної суботи говорили їм про те саме. | 42 Ενω δε εξηρχοντο εκ της συναγωγης των Ιουδαιων, παρεκαλουν τα εθνη να κηρυχθωσιν εις αυτους οι λογοι ουτοι το ακολουθον σαββατον. |
43 А коли збори розійшлися, чимало юдеїв і побожних прозелітів пішли слідом за Павлом та за Варнавою, які в розмові з ними їх умовляли, щоб перебували в благодаті Божій. | 43 Και αφου ελυθη η συναγωγη, πολλοι εκ των Ιουδαιων και των ευσεβων προσηλυτων ηκολουθησαν τον Παυλον και τον Βαρναβαν, οιτινες λαλουντες προς αυτους, επειθον αυτους να εμμενωσιν εις την χαριν του Θεου. |
44 Наступної суботи зібралося майже все місто слухати слово Боже. | 44 το δε ερχομενον σαββατον σχεδον ολη η πολις συνηχθη δια να ακουσωσι τον λογον του Θεου. |
45 Побачивши той натовп, юдеї сповнилися заздрощів і перечили словам Павла, і хулили. | 45 Ιδοντες δε οι Ιουδαιοι τα πλη0η, επλησθηααν φθονου και ηναντιουντο εις τα υπο του Παυλου λεγομενα, αντιλεγοντες και βλασφημουντες. |
46 Тоді Павло й Варнава, набравшися сміливости, сказали: «Для вас треба було наперед промовляти слово Боже; та коли ви його відкидаєте від себе й уважаєте себе негідними вічного життя, ось ми звернемося до поган. | 46 Ο Παυλος δε και ο Βαρναβας, λαλουντες μετα παρρησιας, ειπον? Εις εσας πρωτον ητο αναγκαιον να λαληθη ο λογος του Θεου? αλλ' επειδη απορριπτετε αυτον και δεν κρινετε εαυτους αξιους της αιωνιου ζωης, ιδου, στρεφομεθα εις τα εθνη? |
47 Так бо звелів Господь нам: Я тебе поставив світлом поганам, щоб ти був спасінням аж до кінців землі.» | 47 διοτι ουτω προσεταξεν ημας ο Κυριος, λεγων? Σε εθεσα φως των εθνων, δια να ησαι προς σωτηριαν εως εσχατου της γης. |
48 Чуючи це погани, зраділи і прославляли слово Господнє, та й увірували усі ті, що були призначені до вічного життя. | 48 Και οι εθνικοι ακουσαντες εχαιρον και εδοξαζον τον λογον του Κυριου, και επιστευσαν οσοι ησαν ωρισμενοι δια την αιωνιον ζωην? |
49 І ширилося слово Господнє по всій країні. | 49 και ο λογος του Κυριου διεδιδετο δι' ολου του τοπου. |
50 Але юдеї підбурили побожних і визначних жінок і перших у місті, і ці вчинили гоніння на Павла і на Варнаву та й прогнали їх із землі своєї. | 50 Οι δε Ιουδαιοι παρεκινησαν τας ευλαβεις και επισημους γυναικας και τους πρωτους της πολεως και διηγειραν διωγμον κατα του Παυλου και του Βαρναβα, και εξεβαλον αυτους απο των οριων αυτων. |
51 Вони ж, обтрясши на них порох з ніг у себе, пішли в Іконію; | 51 Εκεινοι δε εκτιναξαντες τον κονιορτον των ποδων αυτων επ' αυτους, ηλθον εις το Ικονιον. |
52 учні ж сповнювалися радощами і Святим Духом. | 52 Και οι μαθηται επληρουντο χαρας και Πνευματος Αγιου. |