Лука 8
123456789101112131415161718192021222324
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Біблія | GREEK BIBLE |
---|---|
1 По тому Ісус проходив через міста та села, проповідуючи й звіщаючи Добру Новину про Царство Боже. З ним були дванадцять | 1 Και μετα ταυτα διηρχετο αυτος πασαν πολιν και κωμην, κηρυττων και ευαγγελιζομενος την βασιλειαν του Θεου, και οι δωδεκα ησαν μετ' αυτου, |
2 і деякі жінки, що були оздоровлені ним від злих духів і недуг Марія, звана Магдалина, з якої вийшло сім бісів, | 2 και γυναικες τινες, αιτινες ησαν τεθεραπευμεναι απο πνευματων πονηρων και ασθενειων, Μαρια η καλουμενη Μαγδαληνη, εκ της οποιας ειχον εκβη επτα δαιμονια, |
3 Йоанна, жінка Хузи, Іродового урядовця, Сусанна та багато інших, що їм допомагали з своїх маєтків. | 3 και Ιωαννα η γυνη του Χουζα, επιτροπου του Ηρωδου, και Σουσαννα και αλλαι πολλαι, αιτινες διηκονουν αυτον απο των υπαρχοντων αυτων. |
4 А коли зібралася сила народу, і з усіх міст приходили до нього, Ісус сказав їм у притчі | 4 Επειδη δε συνετρεχεν οχλος πολυς και ηρχοντο προς αυτον απο πασης πολεως, ειπε δια παραβολης? |
5 «Вийшов сіяч сіяти своє зерно. І як він сіяв, одне впало край дороги й було потоптане, і птиці небесні його видзьобали. | 5 Εξηλθεν ο σπειρων, δια να σπειρη τον σπορον αυτου. Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον και κατεπατηθη, και τα πετεινα του ουρανου κατεφαγον αυτο? |
6 Друге упало на камінь і, зійшовши, висхло, бо вогкости не мало. | 6 αλλο δε επεσεν επι την πετραν και αναφυεν εξηρανθη, διοτι δεν ειχεν ικμαδα? |
7 Інше впало між тернину, і тернина, вигнавшися з ним вкупі, його заглушила. | 7 και αλλο επεσεν εις το μεσον των ακανθων, και συμφυτρωσασαι αι ακανθαι απεπνιξαν αυτο? |
8 Врешті, інше впало на добру землю і, зійшовши, сторицею вродило.» Кажучи це, Ісус голосно мовив «Хто має вуха слухати, нехай слухає.» | 8 και αλλο επεσεν επι την γην την αγαθην, και αναφυεν εκαμε καρπον εκατονταπλασιονα. Ταυτα λεγων, εφωναζεν? Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη. |
9 Учні його спитали, що б вона могла значити, оця притча. | 9 Ηρωτων δε αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Τι σημαινει η παραβολη αυτη; |
10 Він сказав їм «Вам дано знати тайни Божого Царства; іншим же в притчах, щоб вони, дивлячись, не бачили, і слухаючи, не розуміли. | 10 Ο δε ειπεν? Εις εσας εδοθη να γνωρισητε τα μυστηρια της βασιλειας του Θεου, εις δε τους λοιπους δια παραβολων, δια να μη βλεπωσιν ενω βλεπουσι και να μη καταλαμβανωσιν ενω ακουουσιν. |
11 Ось що значить оця притча зерно це слово Боже. | 11 Αυτη δε ειναι η παραβολη? Ο σπορος ειναι ο λογος του Θεου? |
12 Тії, що край дороги, це ті, що слухають, та потім приходить диявол і вириває геть з їх серця слово, щоб вони не увірували та й не спаслися. | 12 οι δε σπειρομενοι παρα την οδον ειναι οι ακουοντες, επειτα ερχεται ο διαβολος και αφαιρει τον λογον απο της καρδιας αυτων, δια να μη πιστευσωσι και σωθωσιν. |
13 Ті ж, що на камені, це тії, що, почувши, з радістю приймають слово, але не маючи коріння, вірують дочасу й під час спокуси відпадають. | 13 Οι δε επι της πετρας ειναι εκεινοι οιτινες, οταν ακουσωσι, μετα χαρας δεχονται τον λογον, και ουτοι ριζαν δεν εχουσιν, οιτινες προς καιρον πιστευουσι και εν καιρω πειρασμου αποστατουσι. |
14 А те, що впало між тернину, це ті, що вислухавши, ідуть, та клопоти, багатства і життєві розкоші їх душать, і вони не дають плоду. | 14 Το δε πεσον εις τας ακανθας, ουτοι ειναι εκεινοι οιτινες ηκουσαν, και υπο μεριμνων και πλουτου και ηδονων του βιου υπαγουσι και συμπνιγονται και δεν τελεσφορουσι. |
15 Нарешті, те, що на землі добрій, це ті, що чувши слово серцем щирим, добрим, його держать і дають плід у терпінні. | 15 Το δε εις την καλην γην, ουτοι ειναι εκεινοι, οιτινες ακουσαντες τον λογον, κρατουσιν εν καρδια καλη και αγαθη και καρποφορουσιν εν υπομονη. |
16 Ніхто не засвічує світила, щоб його вкрити посудиною або поставити під ліжко, а, навпаки, його ставлять на свічнику, щоб ті, що входять, бачили світло. | 16 Ουδεις δε λυχνον αναψας, σκεπαζει αυτον με σκευος και θετει υποκατω κλινης, αλλα θετει επι του λυχνοστατου, δια να βλεπωσι το φως οι εισερχομενοι. |
17 Нічого бо нема захованого, що б не стало явним, ані нічого тайного, що б не стало знаним і на яв не вийшло. | 17 Διοτι δεν υπαρχει κρυπτον, το οποιον δεν θελει γεινει φανερον; ουδε αποκρυφον, το οποιον δεν θελει γεινει γνωστον και ελθει εις το φανερον. |
18 Вважайте, отже, як слухаєте бо хто має, тому дасться; а хто не має, заберуть і те, що йому здається, нібито має.» | 18 Προσεχετε λοιπον πως ακουετε? διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον, και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον νομιζει οτι εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου. |
19 Мати його й брати прийшли були до нього, та зачерез народ не могли до нього доступитись. | 19 Ηλθον δε προς αυτον η μητηρ και οι αδελφοι αυτου και δεν ηδυναντο δια τον οχλον να πλησιασωσιν αυτον. |
20 Його повідомили «Мати твоя і брати твої стоять надворі, хочуть побачитися з тобою.» | 20 Και απηγγελθη προς αυτον υπο τινων λεγοντων? Η μητηρ σου και οι αδελφοι σου ιστανται εξω θελοντες να σε ιδωσιν. |
21 Він же у відповідь сказав їм «Мати моя і брати мої це ті, що слухають слово Боже й його виконують.» | 21 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Μητηρ μου και αδελφοι μου ειναι ουτοι, οι ακουοντες τον λογον του Θεου και πραττοντες αυτον. |
22 Одного дня Ісус увійшов до човна з учнями своїми і сказав їм «Переплиньмо на той бік озера.» І відплили. | 22 Και εν μια των ημερων εισηλθεν εις πλοιον αυτος και οι μαθηται αυτου, και ειπε προς αυτους? Ας διελθωμεν εις το περαν της λιμνης? και εσηκωθησαν. |
23 Як же вони плили, він заснув. Тим часом буря з вітром накинулась на озеро, їх почало заливати, і вони були в небезпеці. | 23 Ενω δε επλεον, απεκοιμηθη. Και κατεβη ανεμοστροβιλος εις την λιμνην, και εγεμιζετο το πλοιον και εκινδυνευον. |
24 І, приступивши, вони збудили його й кажуть «Наставниче, наставниче, ми гинемо!» Він устав, погрозив вітрові й розбурханим хвилям, і вони ущухли, і настала тиша. | 24 Προσελθοντες δε εξυπνησαν αυτον, λεγοντες? Επιστατα, Επιστατα, χανομεθα. Ο δε σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και την ταραχην του υδατος, και επαυσαν, και εγεινε γαληνη. |
25 Тоді сказав їм «Де ваша віра» Вони ж, налякані й здивовані, один до одного казали «Хто це такий, що вітрам і воді повеліває, і вони слухають його» | 25 Ειπε δε προς αυτους, που ειναι η πιστις σας; Και φοβηθεντες εθαυμασαν, λεγοντες προς αλληλους? Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και τους ανεμους προσταζει και το υδωρ, και υπακουουσιν εις αυτον; |
26 Вони пристали в краю Геразинськім, що проти Галилеї. | 26 Και κατεπλευσαν εις την χωραν των Γαδαρηνων, ητις ειναι αντιπεραν της Γαλιλαιας. |
27 Як Ісус вийшов на берег, трапився йому назустріч один чоловік з міста, що мав бісів. Він з давнього часу вже не носив одежі й мешкав не в хаті, а по гробах. | 27 Και καθως εξηλθεν επι την γην, υπηντησεν αυτον ανθρωπος τις εκ της πολεως, οστις ειχε δαιμονια απο χρονων πολλων, και ιματιον δεν ενεδυετο και εν οικια δεν εμενεν, αλλ' εν τοις μνημασιν. |
28 Побачивши Ісуса, закричав, припав йому до ніг і сказав голосом сильним «Що мені й тобі, Ісусе, сину Бога Всевишнього Благаю тебе, не муч мене!» | 28 Ιδων δε τον Ιησουν, ανεκραξε και προσεπεσεν εις αυτον και μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του Υψιστου; δεομαι σου, μη με βασανισης. |
29 Бо він велів нечистому духові вийти з чоловіка. Дух той часто хапав чоловіка, і його тоді в’язали кайданами та ланцюгами й стерегли, та він трощив окови, і демон гонив його по пустинях. | 29 Διοτι προσεταξεν εις το πνευμα το ακαθαρτον να εξελθη απο του ανθρωπου. Επειδη προ πολλων χρονων ειχε συναρπασει αυτον, και εδεσμευετο με αλυσεις και εφυλαττετο με ποδοδεσμα και διασπων τα δεσμα, εφερετο υπο του δαιμονος εις τας ερημους. |
30 Ісус же спитав його «Як тобі на ім’я» «Легіон!» — відповів той, багато бо бісів увійшло в нього. | 30 Και ηρωτησεν αυτον ο Ιησους, λεγων? Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπε? Λεγεων? διοτι δαιμονια πολλα εισηλθον εις αυτον? |
31 І вони благали його, щоб він не велів їм іти в безодню. | 31 και παρεκαλουν αυτον να μη προσταξη αυτα να απελθωσιν εις την αβυσσον. |
32 А було там велике стадо свиней, що паслося на горі. І демони просили його, щоб він дозволив їм увійти в них. І він дозволив їм. | 32 Ητο δε εκει αγελη χοιρων πολλων βοσκομενων εν τω ορει? και παρεκαλουν αυτον να επιτρεψη εις αυτα να εισελθωσιν εις εκεινους? και επετρεψεν εις αυτα. |
33 Вийшли ті демони з чоловіка, увійшли в свиней, і кинулося стадо з кручі в озеро та й потонуло. | 33 Εξελθοντα δε τα δαιμονια απο του ανθρωπου, εισηλθον εις τους χοιρους, και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την λιμνην και απεπνιγη. |
34 Побачивши, що сталося, пастухи кинулись урозтіч і розповіли про це в місті та по селах. | 34 Ιδοντες δε οι βοσκοι το γενομενον εφυγον, και απελθοντες απηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους. |
35 І вийшли люди подивитися, що сталось. Вони прибули до Ісуса й знайшли, що чоловік, з якого вийшли біси, сидів при ногах Ісуса, зодягнений та при умі — і злякались. | 35 Και εξηλθον δια να ιδωσι το γεγονος, και ηλθον προς τον Ιησουν και ευρον τον ανθρωπον, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, καθημενον παρα τους ποδας του Ιησου, ενδεδυμενον και σωφρονουντα? και εφοβηθησαν. |
36 Наочні свідки їм розповіли, як вилікувався біснуватий. | 36 Διηγηθησαν δε προς αυτους και οι ιδοντες πως εσωθη ο δαιμονιζομενος. |
37 Тоді все населення Геразинської округи почало його просити, щоб відійшов від них, бо великий страх огорнув їх. І він увійшов до човна й повернувся. | 37 Και απαν το πληθος της περιχωρου των Γαδαρηνων παρεκαλεσαν αυτον να αναχωρηση απ' αυτων, διοτι κατειχοντο υπο μεγαλου φοβου, αυτος δε εμβας εις το πλοιον υπεστρεψεν. |
38 А чоловік, з якого вийшли біси, просив Ісуса, щоб бути з ним, але він відпустив його, кажучи | 38 Ο δε ανθρωπος, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, παρεκαλει αυτον να ηναι μετ' αυτου? ο Ιησους ομως απελυσεν αυτον, λεγων. |
39 «Вернися додому й розкажи все те, що Бог зробив тобі.» Пішов той, сповіщаючи по всьому місті, що Ісус зробив йому. | 39 Επιστρεψον εις τον οικον σου και διηγου οσα εκαμεν εις σε ο Θεος? και ανεχωρησε κηρυττων καθ' ολην την πολιν οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους. |
40 По повороті Ісус був прийнятий народом, бо всі його чекали. | 40 Οτε δε υπεστρεψεν ο Ιησους, υπεδεχθη αυτον ο οχλος? διοτι παντες ησαν περιμενοντες αυτον. |
41 Аж ось прийшов чоловік, Яір на ім’я, який був головою синагоги. Припавши до ніг Ісуса, він почав його просити зайти до нього в хату, | 41 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος ονομαζομενος Ιαειρος, οστις ητο αρχων της συναγωγης και πεσων εις τους ποδας του Ιησου, παρεκαλει αυτον να εισελθη εις τον οικον αυτου, |
42 бо була в нього дочка одиначка, яких дванадцять років, і вона вмирала. І як він ішов туди, люди тиснулися до нього. | 42 διοτι ειχε θυγατερα μονογενη ως ετων δωδεκα, και αυτη απεθνησκεν. Ενω δε επορευετο, οι οχλοι συνεθλιβον αυτον. |
43 Аж тут жінка якась, що була хвора дванадцять років на кровотечу й витратила на лікарів увесь свій прожиток, і ніхто з них не міг її оздоровити, | 43 Και γυνη τις εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη, ητις δαπανησασα εις ιατρους ολον τον βιον αυτης δεν ηδυνηθη να θεραπευθη υπ' ουδενος, |
44 підійшовши ззаду, доторкнулась краю його одежі й умить стала здоровою — спинилась її кровотеча. | 44 πλησιασασα οπισθεν ηγγισε το ακρον του ιματιου αυτου, και παρευθυς εσταθη η ρυσις του αιματος αυτης. |
45 Ісус спитав «Хто доторкнувся мене» А що всі відпекувались, Петро мовив «Наставниче, то люди коло тебе юрмляться і тиснуться.» | 45 Και ειπεν ο Ιησους? Τις μου ηγγισε; και ενω ηρνουντο παντες, ειπεν ο Πετρος και οι μετ' αυτου? Επιστατα, οι οχλοι σε συμπιεζουσι και σε συνθλιβουσι, και λεγεις? Τις μου ηγγισεν; |
46 Ісус же сказав «Хтось доторкнувся до мене, бо я чув, як сила вийшла з мене.» | 46 Ο δε Ιησους ειπε? Μου ηγγισε τις? διοτι εγω ενοησα οτι εξηλθε δυναμις απ' εμου. |
47 Побачивши жінка, що не втаїлася, тремтячи підійшла й упавши йому до ніг, призналася перед усіма людьми, чому до нього доторкнулась і як негайно одужала. | 47 Ιδουσα δε η γυνη οτι δεν εκρυφθη, ηλθε τρεμουσα και προσπεσουσα εις αυτον, απηγγειλε προς αυτον ενωπιον παντος του λαου δια ποιαν αιτιαν ηγγισεν αυτον, και οτι παρευθυς ιατρευθη. |
48 Сказав їй Ісус «Дочко, віра твоя спасла тебе, йди в мирі!» | 48 Ο δε ειπε προς αυτην? Θαρρει, θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην. |
49 Він говорив ще, як приходить хтось від голови синагоги і каже «Твоя дочка померла, не турбуй більш Учителя.» | 49 Ενω δε ελαλει ετι, ερχεται τις παρα του αρχισυναγωγου, λεγων προς αυτον οτι απεθανεν η θυγατηρ σου? μη ενοχλει τον Διδασκαλον. |
50 Ісус почувши це, озвався до нього «Не бійся, тільки віруй, і вона спасеться.» | 50 Ο δε Ιησους ακουσας απεκριθη προς αυτον, λεγων? Μη φοβου? μονον πιστευε, και θελει σωθη. |
51 Прийшовши до хати, він не пустив нікого з собою всередину, крім Петра, Йоана та Якова з батьком та матір’ю дитини. | 51 Και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, δεν αφηκεν ουδενα να εισελθη ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην και τον πατερα της κορης και την μητερα. |
52 Всі плакали за нею і голосили. Він же мовив «Не плачте, вона не вмерла, вона тільки спить.» | 52 Εκλαιον δε παντες και εθρηνουν αυτην. Ο δε ειπε? Μη κλαιετε? δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται. |
53 І ті сміялися з нього, бо знали, що вмерла. | 53 Και κατεγελων αυτον, εξευροντες οτι απεθανεν. |
54 А він узяв її за руку й голосно промовив «Дівчино, пробудися!» | 54 Αλλ' αυτος εκβαλων εξω παντας και πιασας την χειρα αυτης, εφωναξε λεγων? Κορασιον, σηκωθητι. |
55 І дух її повернувсь до неї, і вона миттю встала. Тоді він звелів дати їй їсти. | 55 Και υπεστρεψε το πνευμα αυτης, και ανεστη παρευθυς, και προσεταξε να δοθη εις αυτην να φαγη. |
56 Батьки ж її були здивовані вельми, та він наказав їм нікому не говорити, що сталося. | 56 Και εξεπλαγησαν οι γονεις αυτης. Ο δε παρηγγειλεν εις αυτους να μη ειπωσιν εις μηδενα το γεγονος. |