SCRUTATIO

Mercoledi, 15 ottobre 2025 - San Callisto I papa ( Letture di oggi)

Плач Єремії 1


font
БібліяGREEK BIBLE
1 Яким же самотнім зосталося місто, що було повне люду! Стало немов би вдовою! Воно, що між народами було велике, що князювало над краями, — ось данину платить!1 Πως εκαθησε μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων. Κατεστη ως χηρα η πεπληθυμμενη εν εθνεσιν, η αρχουσα εν ταις επαρχιαις? εγεινεν υποτελης.
2 Плаче ночами гірко, і сльози його на щоках у нього. З усіх, які його любили, нема нікого, хто б його розважив. Усі його друзі зрадили його, стали для нього ворогами.2 Ακαταπαυστως κλαιει την νυκτα και τα δακρυα αυτης καταρρεουσιν επι τας σιαγονας αυτης? εκ παντων των αγαπωντων αυτην δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? παντες οι φιλοι αυτης εφερθησαν προς αυτην απιστως? εχθροι εγειναν εις αυτην.
3 Юда пішов у неволю по утиску та тяжкім рабстві. Він оселився серед народів, не знайшов спочинку… Усі його гонителі його наздогнали у тіснинах.3 Ηχμαλωτισθη ο Ιουδας υπο θλιψεως και υπο βαρειας δουλειας? καθηται εν τοις εθνεσι? δεν ευρισκει αναπαυσιν? παντες οι διωκται αυτου κατελαβον αυτον εν μεσω των στενων.
4 Дороги на Сіон сумують, ніхто не йде на свята. Всі брами його опустіли, священики його зідхають, дівчата його тужать, і самому йому гірко.4 Αι οδοι της Σιων πενθουσι, διοτι ουδεις ερχεται εις τας εορτας? πασαι αι πυλαι αυτης ειναι ερημοι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν? αι παρθενοι αυτης ειναι περιλυποι και αυτη πληρης πικριας.
5 Противники його взяли гору, а вороги його щасливі, Господь бо засмутив його за його переступів безліч. Діти його пішли в неволю перед противником.5 Οι εναντιοι αυτης εγειναν κεφαλη, οι εχθροι αυτης ευημερουσι? διοτι ο Κυριος κατεθλιψεν αυτην δια το πληθος των ανομιων αυτης? τα νηπια αυτης επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν εμπροσθεν του εχθρου.
6 І відійшла від дочки Сіону вся її слава. Князі його немов олені стали, що не знаходять собі паші, і пленталися без сили перед тими, що гнали їх.6 Και εφυγεν απο της θυγατρος Σιων πασα η δοξα αυτης? οι αρχοντες αυτης εγειναν ως ελαφοι μη ευρισκουσαι βοσκην, και εβαδιζον χωρις δυναμεως εμπροσθεν του διωκοντος.
7 Єрусалим пригадує собі у дні злиднів та тривоги всі свої скарби, що мав із давніх-давен, — тепер, коли народ його падає в ворожі руки, а допомоги йому немає; його гнобителі дивилися на нього, сміялися з його руїн.7 Ενεθυμηθη η Ιερουσαλημ εν ταις ημεραις της θλιψεως αυτης και της εξωσεως αυτης παντα τα επιθυμητα αυτης, τα οποια ειχεν απο χρονων αρχαιων, οτε επεσεν ο λαος αυτης εις την χειρα του εχθρου και δεν υπηρχεν ο βοηθων αυτην? ειδον αυτην οι εχθροι, εγελασαν επι τη καταπαυσει αυτης.
8 Згрішив, згрішив Єрусалим, тим і зробивсь осоружний! Усі, що його поважали, ним гордують, бо бачили його наготу. Та й сам він теж зідхає і обертається назад.8 Αμαρτιαν ημαρτησεν η Ιερουσαλημ? δια τουτο εγεινεν ως ακαθαρτος? παντες οι δοξαζοντες αυτην κατεφρονησαν αυτην, διοτι ειδον την ασχημοσυνην αυτης? αυτη δε ανεστεναζε και απεστραφη εις τα οπισω.
9 Нечистота його на полах у нього, та він про свій кінець не думав; тому й упав так низько, і втішника не має. Споглянь, о Господи, на мої злидні, бо ворог зростає!9 Η ακαθαρσια αυτης ητο εις τα κρασπεδα αυτης? δεν ενεθυμηθη τα τελη αυτης? οθεν εταπεινωθη εξαισιως? δεν υπηρχεν ο παρηγορων αυτην. Ιδε, Κυριε, την θλιψιν μου, διοτι εμεγαλυνθη ο εχθρος.
10 Противник простяг свою руку на усі його скарби. Він бачив, як погани ввійшли в його святиню, яким ти заборонив вступати в твою громаду.10 Ο εχθρος εξηπλωσε την χειρα αυτου επι παντα τα επιθυμητα αυτης? διοτι αυτη ειδε τα εθνη εισερχομενα εις το αγιαστηριον αυτης, τα οποια προσεταξας να μη εισελθωσιν εις την συναγωγην σου.
11 Увесь його народ зідхає, хліба шукає. Скарби свої вони за харч віддали, щоб відживити душу. О, зглянься, Господи, й подивися, як я упідлився!11 Πας ο λαος αυτης καταστεναζει, ζητων αρτον? εδωκαν τα επιθυμητα αυτων αντι τροφης, δια να επανελθη η ψυχη αυτων. Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον? διοτι εγεινα εξουθενημενη.
12 Нехай, вас ніколи таке не спіткає, о, всі ви, що дорогою проходите повз! О, гляньте, подивіться, чи є біль, як мій біль, що мені заподіяно, що ним побив мене Господь у день палаючого гніву свого!12 Ω, προς υμας, παντες οι διαβαινοντες την οδον? επιβλεψατε και ιδετε, αν ηναι πονος κατα τον πονον μου, οστις εγεινεν εις εμε, με τον οποιον με εθλιψεν ο Κυριος εν τη ημερα της οργης του θυμου αυτου.
13 З висоти він зіслав вогонь у мої кості, і той пожирає. Він сітку розстелив мені під ноги і завернув мене назад. Він завдав мені смутку, — я повсякденно недужий.13 Εξαπεστειλεν εξ υψους πυρ επι τα οστα μου και κατεκρατησεν αυτα? ηπλωσε δικτυον εις τους ποδας μου? με εστρεψεν εις τα οπισω? με κατεστησεν ηφανισμενην, ολην την ημεραν οδυνωμενην.
14 Ярмо моїх переступів накладено його рукою; і вони, сплетені докупи, тяжать на моїй шиї. Він підбив мою силу. Видав мене Господь їм у руки, я проти них не можу протистати.14 Ο ζυγος των ασεβηματων μου συνεσφιγχθη δια της χειρος αυτου? περιεπλεχθησαν, ανεβησαν επι τον τραχηλον μου, κατελυσε την δυναμιν μου? ο Κυριος με παρεδωκεν εις χειρας, εξ ων δεν δυναμαι να εγερθω.
15 Усіх моїх хоробрих повалив Господь посеред мене. Він скликав проти мене збори, щоб знищити моїх юнаків. Господь топтав, немов у винотоці, дівицю — дочку Юди.15 Ο Κυριος κατεστρωσε παντας τους δυνατους μου εν τω μεσω μου? εκαλεσεν επ' εμε ωρισμενον καιρον δια να συντριψη τους εκλεκτους μου? ο Κυριος επατησεν εν ληνω την παρθενον, την θυγατερα Ιουδα.
16 Тому я плачу, і око моє, око проливає сльози, далеко бо від мене мій утішитель, що відживив би мені душу. Діти мої в смутку, бо ворог узяв гору.16 Δια ταυτα εγω θρηνω? οι οφθαλμοι μου, οι οφθαλμοι μου καταρρεουσιν υδατα? διοτι απεμακρυνθη απ' εμου ο παρηγορητης ο αναζωοποιων την ψυχην μου? οι υιοι μου ηφανισθησαν, διοτι υπερισχυσεν ο εχθρος.
17 Сіон простягнув руки, але немає, хто б його розважив. Господь дав наказ проти Якова, щоб вороги його навкруги нього стали. Єрусалим посеред них занечистився.17 Η Σιων εκτεινει τας χειρας αυτης, δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? ο Κυριος προσεταξε περι του Ιακωβ? οι εχθροι αυτου περιεκυκλωσαν αυτον? η Ιερουσαλημ εγεινε μεταξυ αυτων ως ακαθαρτος.
18 Господь — справедливий, бо я не слухав його слова. О, вчуйте, благаю, всі народи, гляньте на мою муку! Мої дівчата й мої хлопці поволоклися в неволю.18 Δικαιος ειναι ο Κυριος διοτι απεστατησα απο του λογου αυτου. Ακουσατε, παρακαλω, παντες οι λαοι, και ιδετε τον πονον μου? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν.
19 Кличу моїх коханців: але вони мене зрадили. Священики мої й мої старші загинуть у місті, шукаючи собі поживи, щоб відживити душу,19 Εκαλεσα τους αγαπωντας με, αλλ' αυτοι με ηπατησαν? οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εξεπνευσαν εν τη πολει, διοτι εζητησαν τροφην υπερ εαυτων δια να επανελθη η ψυχη αυτων.
20 Зглянься, о Господи, бо мені сумно! Горить у нутрі в мене, серце моє в мені перевернулось, бо я впертий завжди був проти тебе. У полі меч забрав моїх дітей, а вдома — смерть.20 Ιδε, Κυριε, διοτι θλιβομαι? τα εντοσθια μου ταραττονται, η καρδια μου αναστρεφεται εντος μου, διοτι μεγαλως απεστατησα? εξωθεν ητεκνωσεν η μαχαιρα? εν τω οικω ο θανατος.
21 Почули, що я стогну, — немає, хто б мене розважив. Усі вороги мої почули про моє нещастя та й зраділи, бо ти вчинив це. Коли б ти вже послав той день, що його заповідав, і вони стали такими, як я!21 Ηκουσαν, διοτι στεναζω? δεν υπαρχει ο παρηγορων με? παντες οι εχθροι μου ηκουσαν την συμφοραν μου? εχαρησαν οτι συ εκαμες τουτο ? οταν φερης την ημεραν, την οποιαν εκαλεσας, αυτοι θελουσι γεινει ως εγω.
22 Нехай прийде вся їхня злоба перед тебе; обходься з ними так, як обійшовсь ти зо мною за всі мої переступи, бо я стогну без перестання, і серце моє мліє.22 Ας ελθη ενωπιον σου πασα η κακια αυτων? και καμε εις αυτους ως εκαμες εις εμε δια παντα τα αμαρτηματα μου? διοτι πολλοι ειναι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου εξελιπε.