Буття 26
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
| Біблія | GREEK BIBLE |
|---|---|
| 1 А був голод у краю, крім того першого голоду, який був за часів Авраама. Тоді пішов Ісаак до Авімелеха, філістимлянського царя, в Герар. | 1 Εγεινε δε πεινα εν τη γη, εκτος της προτερας πεινης, της γενομενης επι των ημερων του Αβρααμ. Και υπηγεν ο Ισαακ προς τον Αβιμελεχ, βασιλεα των Φιλισταιων, εις Γεραρα. |
| 2 Господь же з’явився йому й сказав: Не спускайся в Єгипет, живи в краю, що його вкажу тобі. | 2 Εφανη δε εις αυτον ο Κυριος και ειπε, Μη καταβης εις Αιγυπτον? κατοικησον εν τη γη την οποιαν θελω σοι ειπει? |
| 3 Перебувай у цьому краю, а я буду з тобою і благословитиму тебе: тобі бо й твоєму потомству дам усі ці землі й додержу клятву, що нею клявсь я Авраамові, твоєму батькові. | 3 παροικει εν τη γη ταυτη, και εγω θελω εισθαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει διοτι εις σε και εις το σπερμα σου θελω δωσει παντας τους τοπους τουτους? και θελω εκπληρωσει τον ορκον, τον οποιον ωμοσα προς Αβρααμ τον πατερα σου? |
| 4 Я розмножу твоє потомство, як зорі на небі, і дам твоєму потомству всі ці землі. Твоїм потомством будуть благословити себе всі народи землі, | 4 και θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου, και θελω δωσει εις το σπερμα σου παντας τους τοπους τουτους, και θελουσιν ευλογηθη εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης? |
| 5 за те, що Авраам послухав мого голосу й зберігав мої приписи, мої заповіді, мої постанови та мої закони. | 5 επειδη ο Αβρααμ υπηκουσεν εις την φωνην μου, και εφυλαξε τα προσταγματα μου, τας εντολας μου, τα διαταγματα μου και τους νομους μου. |
| 6 І проживав Ісаак у Герарі. | 6 Και κατωκησεν ο Ισαακ εν Γεραροις. |
| 7 Спитали його раз місцеві люди про його жінку, а він сказав: Вона моя сестра; бо боявся сказати: моя жінка, щоб його не вбили місцеві люди через Ревеку, бо була гарна з виду. | 7 Ηρωτησαν δε οι ανδρες του τοπου περι της γυναικος αυτου? και ειπεν, Αδελφη μου ειναι? διοτι εφοβηθη να ειπη, Γυνη μου ειναι? λεγων, Μηπως με φονευσωσιν οι ανδρες του τοπου δια την Ρεβεκκαν? επειδη ητο ωραια την οψιν. |
| 8 Та одного разу, коли він побував там довгий час, Авімелех, філістимлянський цар, поглянув у вікно й побачив, а тут Ісаак жартує з Ревекою, своєю жінкою. | 8 Και αφου διετριψεν εκει πολλας ημερας, Αβιμελεχ ο βασιλευς των Φιλισταιων, κυψας απο της θυριδος ειδε, και ιδου, ο Ισαακ επαιζε μετα Ρεβεκκας της γυναικος αυτου. |
| 9 Тоді Авімелех прикликав Ісаака й каже: Оце вона справді твоя жінка! Як же ти міг казати: Вона моя сестра? А Ісаак відповів йому: Я бо думав собі, щоб мені не вмерти через неї. | 9 Εκαλεσε δε ο Αβιμελεχ τον Ισαακ και ειπεν, Ιδου, βεβαιως γυνη σου ειναι αυτη? δια τι λοιπον ειπας, Αδελφη μου ειναι; Και ειπε προς αυτον ο Ισαακ, διοτι ειπον, Μηπως αποθανω εξ αιτιας αυτης. |
| 10 На це каже Авімелех: Що ти нам вдіяв? Хтонебудь з моїх людей міг був легко побути з твоєю жінкою і ти був би навів на нас гріх. | 10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας; παρ' ολιγον ηθελε κοιμηθη τις εκ του λαου μετα της γυναικος σου, και ηθελες φερει εφ' ημας ανομιαν. |
| 11 І видав Авімелех до всього народу такий наказ: Хто доторкнеться до цього чоловіка або його жінки, буде покараний смертю. | 11 Και προσεταξεν ο Αβιμελεχ εις παντα τον λαον, λεγων, Οστις εγγιση τον ανθρωπον τουτον η την γυναικα αυτου, θελει εξαπαντος θανατωθη. |
| 12 Посіяв Ісаак у тому краї і зібрав цього року сторицею; Господь щастив йому. | 12 Εσπειρε δε ο Ισαακ εν τη γη εκεινη και εσυναξε κατ' εκεινον τον χρονον εκατονταπλασια? και ευλογησεν αυτον ο Κυριος. |
| 13 Він почав багатіти й розбагатів та й ставав дедалі більш і більш багатим, аж поки не зробився великим багачем. | 13 Και εμεγαλυνετο ο ανθρωπος και επροχωρει αυξανομενος, εωσου εγεινε μεγας σφοδρα? |
| 14 Були ж у нього отари овець і череди товару та й челяді багато; так що філістимляни були заздрі йому. | 14 και απεκτησε προβατα και βοας και δουλους πολλους? εφθονησαν δε αυτον οι Φιλισταιοι. |
| 15 Тим то всі криниці, що їх повикопували були слуги його батька, за життя Авраама, його батька, філістимляни позасипали й позабивали землею. | 15 Και παντα τα φρεατα, τα οποια εσκαψαν οι δουλοι του πατρος αυτου επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, ενεφραξαν ταυτα οι Φιλισταιοι και εγεμισαν αυτα χωμα. |
| 16 Тож Авімелех сказав до Ісаака: Іди від нас, бо ти став куди сильніший, ніж ми. | 16 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Ισαακ, Απελθε αφ' ημων, διοτι εγεινες δυνατωτερος ημων σφοδρα. |
| 17 Пішов Ісаак звідтіля і розташувався в Герар-долині, і там осівся. | 17 Και απηλθεν εκειθεν ο Ισαακ και εστησε την σκηνην αυτου εν τη κοιλαδι των Γεραρων και κατωκησεν εκει. |
| 18 І повідкопував Ісаак знову ті криниці, що їх вони були викопали за життя Авраама, його батька, а філістимляни після смерти Авраама позасипали, і назвав їх іменами, якими був назвав їх батько його. | 18 Και ηνοιξε παλιν ο Ισαακ τα φρεατα του υδατος, τα οποια εσκαψαν επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, οι δε Φιλισταιοι ενεφραξαν αυτα μετα τον θανατον του Αβρααμ? και ωνομασεν αυτα κατα τα ονοματα, με τα οποια ο πατηρ αυτου ειχεν ονομασει αυτα. |
| 19 Як слуги Ісаака копали в долині й знайшли там криницю живої води, | 19 Και εσκαψαν οι δουλοι του Ισαακ εν τη κοιλαδι και ευρηκαν εκει φρεαρ υδατος ζωντος. |
| 20 герарські пастухи заходилися сваритися з пастухами Ісаака, кажучи: Це наша вода! Тому прозвав він цю криницю Єсек, бо вони з ним сперечалися. | 20 Ελογομαχησαν δε οι ποιμενες των Γεραρων μετα των ποιμενων του Ισαακ, λεγοντες, Ιδικον μας ειναι το υδωρ? και ωνομασε το φρεαρ Εσεκ? διοτι εφιλονεικησαν μετ' αυτου. |
| 21 Та й викопали вони другу криницю, але й за неї посварилися; тому назвав він її Сітна. | 21 Και εσκαψαν αλλο φρεαρ και ελογομαχησαν και περι αυτου? δια τουτο ωνομασεν αυτο Σιτνα. |
| 22 Тоді переселився він звідтіль і викопав іншу криницю, то за цю вже не сварилися. Тому назвав її Реховот: тепер бо, мовляв, Господь дав нам простір, і розростемося в цьому краю. | 22 Και μετοικησας εκειθεν εσκαψεν αλλο φρεαρ, και περι τουτου δεν ελογομαχησαν? και ωνομασεν αυτο Ρεχωβωθ, λεγων, διοτι τωρα επλατυνεν ημας ο Κυριος και ηυξησεν ημας επι της γης. |
| 23 Звідтіля піднявся він до Версавії. | 23 Και εκειθεν ανεβη εις Βηρ-σαβεε. |
| 24 І з’явився йому Господь тієї ночі та й мовив: Я — Бог Авраама, батька твого. Не бійся, бо я з тобою. Благословлю тебе й розмножу твоє потомство через Авраама, слугу мого. | 24 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος την νυκτα εκεινην, και ειπεν, Εγω ειμαι ο Θεος Αβρααμ του πατρος σου? μη φοβου, διοτι εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει και θελω πληθυνει το σπερμα σου, δια Αβρααμ τον δουλον μου. |
| 25 Спорудив він там жертовник, призвав Господнє ім’я і нап’яв там свій намет, а його слуги викопали там криницю. | 25 Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου? και εστησεν εκει την σκηνην αυτου? εσκαψαν δε εκει οι δουλοι του Ισαακ φρεαρ. |
| 26 Тоді прийшли до нього з Герару Авімелех і Ахуззат, його друг, та Фіхол, начальник його війська. | 26 Τοτε ο Αβιμελεχ υπηγε προς αυτον απο Γεραρων, και Οχοζαθ ο οικειος αυτου, και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου. |
| 27 І каже до них Ісаак: Чого ви прийшли до мене? Ви ж ненавидите мене, прогнали геть від себе. | 27 Και ειπε προς αυτους ο Ισαακ, Δια τι ηλθετε προς εμε, αφου σεις με εμισησατε και με εδιωξατε απο σας; |
| 28 А вони кажуть: Ми побачили ясно, що Господь є з тобою, то й кажемо: нехай між нами буде клятва, між нами й тобою, і укладімо договір з тобою, | 28 οι δε ειπον, Ειδομεν φανερα, οτι ο Κυριος ειναι μετα σου, και ειπομεν, Ας γεινη τωρα ορκος μεταξυ ημων, μεταξυ ημων και σου, και ας καμωμεν συνθηκην μετα σου, |
| 29 що ти не будеш нам чинити лиха, як ми й тебе не торкали, а лиш добро чинили тобі та й відпустили тебе в мирі; тепер ти благословенний Господом. | 29 οτι δεν θελεις καμει κακον εις ημας, καθως ημεις δεν σε ηγγισαμεν, και καθως επραξαμεν εις σε μονον καλον, και σε εξαπεστειλαμεν εν ειρηνη? τωρα συ εισαι ευλογημενος του Κυριου. |
| 30 Тоді справив їм Ісаак бенкет і їли вони й пили. | 30 Και εκαμεν εις αυτους συμποσιον? και εφαγον και επιον. |
| 31 А рано вранці встали й поклялись один одному. І відпустив їх, і вони пішли собі від нього в мирі. | 31 Και εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, και ωμοσεν ο εις προς τον αλλον? τοτε ο Ισαακ εξαπεστειλεν αυτους, και απηλθον απ' αυτου εν ειρηνη. |
| 32 Того ж самого дня сталося, що прийшли слуги Ісаака й сповістили його про криницю, яку викопали. Вони бо сказали йому: Ми знайшли воду. | 32 Και την ημεραν εκεινην ηλθον οι δουλοι του Ισαακ και ανηγγειλαν προς αυτον περι του φρεατος το οποιον εσκαψαν, και ειπαν προς αυτον, Ευρηκαμεν υδωρ. |
| 33 І він назвав її: Шева, тому й назва того міста Беер-Шева (Версавія) аж по цей день. | 33 Και ωνομασεν αυτο Σαβεε? δια τουτο ειναι το ονομα της πολεως Βηρ-σαβεε εως της σημερον. |
| 34 Коли Ісавові було сорок років, він узяв собі за жінку Юдиту, дочку Беері, хеттита, і Басмат, дочку Елона, хеттита. | 34 Ητο δε ο Ησαυ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις γυναικα Ιουδιθ, την θυγατερα Βεηρι του Χετταιου, και Βασεμαθ, την θυγατερα Αιλων του Χετταιου? |
| 35 І гірко було Ісаакові та Ревеці через них на серці. | 35 και αυται ησαν πικρια ψυχης εις τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν. |
ITALIANO
ENGLISH
ESPANOL
FRANCAIS
LATINO
PORTUGUES
DEUTSCH
MAGYAR
Ελληνική
לשון עברית
عَرَبيْ