Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 29


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν?1 Addidit quoque Iob assumens parabolam suam et di xit:
2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν?2 “ Quis mihi tribuat, ut sim iuxta menses pristinos,
secundum dies, quibus Deus custodiebat me?
3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει?3 Quando splendebat lucerna eius super caput meum,
et ad lumen eius ambulabam in tenebris.
4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου?4 Sicut fui in diebus adulescentiae meae,
quando familiaris Deus erat in tabernaculo meo,
5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου?5 quando erat Omnipotens mecum,
et in circuitu meo pueri mei,
6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου?6 quando lavabam pedes meos lacte,
et petra fundebat mihi rivos olei.
7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια7 Quando procedebam ad portam civitatis
et in platea parabam cathedram mihi,
8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.8 videbant me iuvenes et abscondebantur,
et senes assurgentes stabant.
9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.9 Principes cessabant loqui
et digitum superponebant ori suo.
10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.10 Vocem suam cohibebant duces,
et lingua eorum palato suo adhaerebat.
11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου?11 Auris audiens beatificabat me,
et oculus videns testimonium reddebat mihi,
12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.12 eo quod liberassem pauperem vociferantem
et pupillum, cui non esset adiutor.
13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.13 Benedictio perituri super me veniebat,
et cor viduae iubilare feci.
14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.14 Iustitia indutus sum et vestivi me,
sicut vestimento et diademate, iudicio meo.
15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.15 Oculus fui caeco
et pes claudo;
16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.16 pater eram pauperum
et causam viri ignoti diligentissime investigabam.
17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.17 Conterebam molas iniqui
et de dentibus illius auferebam praedam.
18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.18 Dicebamque: In nidulo meo moriar
et sicut palma multiplicabo dies.
19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.19 Radix mea aperta est secus aquas,
et ros morabitur in ramis meis.
20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.20 Gloria mea semper innovabitur,
et arcus meus in manu mea instaurabitur.
21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.21 Qui me audiebant, blandiebantur
et intenti tacebant ad consilium meum.
22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.22 Verbis meis addere nihil audebant,
et super illos stillabat eloquium meum.
23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.23 Exspectabant me sicut pluviam
et os suum aperiebant quasi ad imbrem serotinum.
24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.24 Si quando ridebam ad eos, non credebant,
et lux vultus mei non cadebat in terram.
25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.25 Si voluissem ire ad eos, sedebam primus;
cumque sederem quasi rex, circumstante exercitu,
eram tamen maerentium consolator.