Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Actus Apostolorum 22


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Viri fratres, et patres, audite quam ad vos nunc reddo rationem.1 Ανδρες αδελφοι και πατερες, ακουσατε με απολογουμενον τωρα προς εσας.
2 Cum audissent autem quia hebræa lingua loqueretur ad illos, magis præstiterunt silentium.2 Ακουσαντες δε οτι ελαλει προς αυτους εις την Εβραικην διαλεκτον, εδειξαν περισσοτεραν ησυχιαν. Και ειπεν?
3 Et dicit : Ego sum vir Judæus, natus in Tarso Ciliciæ, nutritus autem in ista civitate, secus pedes Gamaliel eruditus juxta veritatem paternæ legis, æmulator legis, sicut et vos omnes estis hodie :3 Εγω μεν ειμαι ανθρωπος Ιουδαιος, γεγεννημενος εν Ταρσω της Κιλικιας, ανατεθραμμενος δε εν τη πολει ταυτη παρα τους ποδας του Γαμαλιηλ, πεπαιδευμενος κατα την ακριβειαν του πατροπαραδοτου νομου, ζηλωτης ων του Θεου, καθως παντες σεις εισθε σημερον?
4 qui hanc viam persecutus sum usque ad mortem, alligans et tradens in custodias viros ac mulieres,4 οστις κατετρεξα μεχρι θανατου ταυτην την οδον, δεσμευων και παραδιδων εις φυλακας ανδρας τε και γυναικας,
5 sicut princeps sacerdotum mihi testimonium reddit, et omnes majores natu : a quibus et epistolas accipiens, ad fratres Damascum pergebam, ut adducerem inde vinctos in Jerusalem ut punirentur.5 καθως και ο αρχιερευς μαρτυρει εις εμε και ολον το πρεσβυτεριον? παρα των οποιων και επιστολας λαβων προς τους αδελφους, επορευομην εις Δαμασκον δια να φερω δεδεμενους εις Ιερουσαλημ και τους εκει οντας, δια να τιμωρηθωσιν.
6 Factum est autem, eunte me, et appropinquante Damasco media die, subito de cælo circumfulsit me lux copiosa :6 Ενω δε οδοιπορων επλησιαζον εις την Δαμασκον, περι την μεσημβριαν εξαιφνης εστραψε περι εμε φως πολυ εκ του ουρανου,
7 et decidens in terram, audivi vocem dicentem mihi : Saule, Saule, quid me persequeris ?7 και επεσον εις το εδαφος και ηκουσα φωνην λεγουσαν προς εμε? Σαουλ, Σαουλ, τι με διωκεις;
8 Ego autem respondi : Quis es, domine ? Dixitque ad me : Ego sum Jesus Nazarenus, quem tu persequeris.8 Εγω δε απεκριθην? Τις εισαι, Κυριε; Και ειπε προς εμε? Εγω ειμαι Ιησους ο Ναζωραιος, τον οποιον συ διωκεις.
9 Et qui mecum erant, lumen quidem viderunt, vocem autem non audierunt ejus qui loquebatur mecum.9 Οι οντες δε μετ' εμου το μεν φως ειδον και κατεφοβηθησαν, την φωνην ομως του λαλουντος προς εμε δεν ηκουσαν.
10 Et dixi : Quid faciam, domine ? Dominus autem dixit ad me : Surgens vade Damascum : et ibi tibi dicetur de omnibus quæ te oporteat facere.10 Και ειπον? Τι να καμω, Κυριε; Και ο Κυριος ειπε προς εμε? Σηκωθεις υπαγε εις Δαμασκον, και εκει θελει σοι λαληθη περι παντων οσα ειναι διωρισμενα να καμης.
11 Et cum non viderem præ claritate luminis illius, ad manum deductus a comitibus, veni Damascum.11 Και επειδη εκ της λαμπροτητος του φωτος εκεινου δεν εβλεπον, χειραγωγουμενος υπο των οντων μετ' εμου ηλθον εις Δαμασκον.
12 Ananias autem quidam vir secundum legem, testimonium habens ab omnibus cohabitantibus Judæis,12 Ανανιας δε τις, ανθρωπος ευσεβης κατα τον νομον, μαρτυρουμενος υπο παντων των εκει κατοικουντων Ιουδαιων,
13 veniens ad me et astans, dixit mihi : Saule frater, respice. Et ego eadem hora respexi in eum.13 ηλθε προς εμε και σταθεις επανω μου μοι, ειπε? Σαουλ αδελφε, αναβλεψον. Και εγω τη αυτη ωρα ανεβλεψα εις αυτον.
14 At ille dixit : Deus patrum nostrorum præordinavit te, ut cognosceres voluntatem ejus, et videres justum, et audires vocem ex ore ejus :14 Ο δε ειπεν? Ο Θεος των πατερων ημων σε διωρισε να γνωρισης το θελημα αυτου και να ιδης τον δικαιον και να ακουσης φωνην εκ του στοματος αυτου,
15 quia eris testis illius ad omnes homines eorum quæ vidisti et audisti.15 διοτι θελεις εισθαι μαρτυς περι αυτου προς παντας τους ανθρωπους των οσα ειδες και ηκουσας.
16 Et nunc quid moraris ? Exsurge, et baptizare, et ablue peccata tua, invocato nomine ipsius.16 Και τωρα τι βραδυνεις; σηκωθεις βαπτισθητι και απολουσθητι απο των αμαρτιων σου, επικαλεσθεις το ονομα του Κυριου.
17 Factum est autem revertenti mihi in Jerusalem, et oranti in templo, fieri me in stupore mentis,17 Αφου δε υπεστρεψα εις Ιερουσαλημ, ενω προσηυχομην εν τω ιερω, ηλθον εις εκστασιν
18 et videre illum dicentem mihi : Festina, et exi velociter ex Jerusalem : quoniam non recipient testimonium tuum de me.18 και ειδον αυτον λεγοντα προς εμε? Σπευσον και εξελθε ταχεως εξ Ιερουσαλημ, διοτι δεν θελουσι παραδεχθη την περι εμου μαρτυριαν σου.
19 Et ego dixi : Domine, ipsi sciunt quia ego eram concludens in carcerem, et cædens per synagogas eos qui credebant in te :19 Και εγω ειπον? Κυριε, αυτοι εξευρουσιν οτι εγω εφυλακιζον και εδερον εν ταις συναγωγαις τους πιστευοντας εις σε?
20 et cum funderetur sanguis Stephani testis tui, ego astabam, et consentiebam, et custodiebam vestimenta interficientium illum.20 και οτε εχυνετο το αιμα Στεφανου του μαρτυρος σου, και εγω ημην παρων και συνεφωνουν εις τον φονον αυτου και εφυλαττον τα ιματια των φονευοντων αυτον.
21 Et dixit ad me : Vade, quoniam ego in nationes longe mittam te.21 Και ειπε προς εμε? Υπαγε, διοτι εγω θελω σε εξαποστειλει εις εθνη μακραν.
22 Audiebant autem eum usque ad hoc verbum, et levaverunt vocem suam, dicentes : Tolle de terra hujusmodi : non enim fas est eum vivere.
22 Και μεχρι τουτου του λογου ηκουον αυτον? τοτε δε υψωσαν την φωνην αυτων, λεγοντες? Σηκωσον απο της γης τον τοιουτον? διοτι δεν πρεπει να ζη.
23 Vociferantibus autem eis, et projicientibus vestimenta sua, et pulverem jactantibus in aërem,23 Και επειδη αυτοι εκραυγαζον και ετιναζον τα ιματια και ερριπτον κονιορτον εις τον αερα,
24 jussit tribunus induci eum in castra, et flagellis cædi, et torqueri eum, ut sciret propter quam causam sic acclamarent ei.24 ο χιλιαρχος προσεταξε να φερθη εις το φρουριον, παραγγειλας να εξετασθη δια μαστιγων, δια να γνωριση δια ποιαν αιτιαν εφωναζον ουτω κατ' αυτου.
25 Et cum astrinxissent eum loris, dicit astanti sibi centurioni Paulus : Si hominem Romanum et indemnatum licet vobis flagellare ?25 Και καθως εξηπλωσεν αυτον δεδεμενον με τα λωρια, ο Παυλος ειπε προς τον παρεστωτα εκατονταρχον? Ειναι ταχα νομιμον εις εσας ανθρωπον Ρωμαιον και ακατακριτον να μαστιγονητε;
26 Quo audito, centurio accessit ad tribunum, et nuntiavit ei, dicens : Quid acturus es ? hic enim homo civis Romanus est.26 Ακουσας δε ο εκατονταρχος, υπηγε και απηγγειλε προς τον χιλιαρχον, λεγων? Βλεπε τι μελλεις να καμης? διοτι ο ανθρωπος ουτος ειναι Ρωμαιος.
27 Accedens autem tribunus, dixit illi : Dic mihi si tu Romanus es ? At ille dixit : Etiam.27 Προσελθων δε ο χιλιαρχος, ειπε προς αυτον? Λεγε μοι, συ Ρωμαιος εισαι; Ο δε ειπε? Ναι.
28 Et respondit tribunus : Ego multa summa civilitatem hanc consecutus sum. Et Paulus ait : Ego autem et natus sum.28 Και απεκριθη ο χιλιαρχος? Εγω δια πολλων χρηματων απεκτησα ταυτην την πολιτογραφησιν. Ο δε Παυλος ειπεν? Αλλ' εγω και εγεννηθην Ρωμαιος.
29 Protinus ergo discesserunt ab illo qui eum torturi erant. Tribunus quoque timuit postquam rescivit, quia civis Romanus esset, et quia alligasset eum.29 Ευθυς λοιπον απεσυρθησαν απ' αυτου οι μελλοντες να βασανισωσιν αυτον. Και ο χιλιαρχος ετι εφοβηθη γνωρισας οτι ειναι Ρωμαιος, και διοτι ειχε δεσει αυτον.
30 Postera autem die volens scire diligentius qua ex causa accusaretur a Judæis, solvit eum, et jussit sacerdotes convenire, et omne concilium : et producens Paulum, statuit inter illos.30 Τη δε επαυριον θελων να μαθη το βεβαιον, περι τινος κατηγορειται παρα των Ιουδαιων, ελυσεν αυτον απο των δεσμων, και προσεταξε να ελθωσιν οι αρχιερεις και ολον το συνεδριον αυτων και καταβιβασας τον Παυλον, εστησεν εμπροσθεν αυτων.