Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Actus Apostolorum 10


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Vir autem quidam erat in Cæsarea, nomine Cornelius, centurio cohortis quæ dicitur Italica,1 Ητο δε τις ανθρωπος εν Καισαρεια ονοματι Κορνηλιος, εκατονταρχος εκ του ταγματος του λεγομενου Ιταλικου,
2 religiosus, ac timens Deum cum omni domo sua, faciens eleemosynas multas plebi, et deprecans Deum semper.2 ευσεβης και φοβουμενος τον Θεον μετα παντος του οικου αυτου, οστις και εκαμνεν ελεημοσυνας εις τον λαον πολλας και εδεετο του Θεου διαπαντος?
3 Is vidit in visu manifeste, quasi hora diei nona, angelum Dei introëuntem ad se, et dicentem sibi : Corneli.3 ουτος ειδε φανερα δι' οραματος περι την εννατην ωραν της ημερας αγγελον του Θεου, οτι εισηλθε προς αυτον και ειπε προς αυτον? Κορνηλιε.
4 At ille intuens eum, timore correptus, dixit : Quid est, domine ? Dixit autem illi : Orationes tuæ et eleemosynæ tuæ ascenderunt in memoriam in conspectu Dei.4 Ο δε ατενισας εις αυτον και εμφοβος γενομενος, ειπε? Τι ειναι, Κυριε; Και ειπε προς αυτον? Αι προσευχαι σου και αι ελεημοσυναι σου ανεβησαν εις μνημοσυνον σου ενωπιον του Θεου.
5 Et nunc mitte viros in Joppen, et accersi Simonem quemdam, qui cognominatur Petrus :5 Και τωρα πεμψον εις Ιοππην ανθρωπους και προσκαλεσον τον Σιμωνα, οστις επονομαζεται Πετρος?
6 hic hospitatur apud Simonem quemdam coriarium, cujus est domus juxta mare : hic dicet tibi quid te oporteat facere.6 ουτος ξενιζεται παρα τινι Σιμωνι βυρσοδεψη, εχοντι οικιαν πλησιον της θαλασσης. Ουτος θελει σοι λαλησει τι πρεπει να καμνης.
7 Et cum discessisset angelus qui loquebatur illi, vocavit duos domesticos suos, et militem metuentem Dominum ex his qui illi parebant.7 Καθως δε ανεχωρησεν ο αγγελος ο λαλων προς τον Κορνηλιον, εφωναξε δυο εκ των υπηρετων αυτου και ενα στρατιωτην ευσεβη εκ των διαμενοντων παντοτε πλησιον αυτου,
8 Quibus cum narrasset omnia, misit illos in Joppen.
8 και διηγηθεις προς αυτους τα παντα, απεστειλεν αυτους εις την Ιοππην.
9 Postera autem die, iter illis facientibus, et appropinquantibus civitati, ascendit Petrus in superiora ut oraret circa horam sextam.9 Τη δε επαυριον, ενω εκεινοι ωδοιπορουν και επλησιαζον εις την πολιν, ανεβη ο Πετρος εις το δωμα δια να προσευχηθη περι την εκτην ωραν.
10 Et cum esuriret, voluit gustare. Parantibus autem illis, cecidit super eum mentis excessus :10 Και πεινασας ηθελε να φαγη? ενω δε ητοιμαζον, επηλθεν επ' αυτον εκστασις,
11 et vidit cælum apertum, et descendens vas quoddam, velut linteum magnum, quatuor initiis submitti de cælo in terram,11 και θεωρει τον ουρανον ανεωγμενον και καταβαινον επ' αυτον σκευος τι ως σινδονα μεγαλην, το οποιον ητο δεδεμενον απο των τεσσαρων ακρων και κατεβιβαζετο επι την γην,
12 in quo erant omnia quadrupedia, et serpentia terræ, et volatilia cæli.12 εντος του οποιου υπηρχον παντα τα τετραποδα της γης και τα θηρια και τα ερπετα και τα πετεινα του ουρανου.
13 Et facta est vox ad eum : Surge, Petre : occide, et manduca.13 Και εγεινε φωνη προς αυτον? Σηκωθεις, Πετρε, σφαξον και φαγε?
14 Ait autem Petrus : Absit Domine, quia numquam manducavi omne commune et immundum.14 Ο δε Πετρος ειπε? Μη γενοιτο, Κυριε? διοτι ουδεποτε εφαγον ουδεν βεβηλον η ακαθαρτον.
15 Et vox iterum secundo ad eum : Quod Deus purificavit, tu commune ne dixeris.15 Και παλιν εκ δευτερου εγεινε φωνη προς αυτον? Οσα ο Θεος εκαθαρισε, συ μη λεγε βεβηλα.
16 Hoc autem factum est per ter : et statim receptum est vas in cælum.16 Εγεινε δε τουτο τρις, και παλιν ανεληφθη το σκευος εις τον ουρανον.
17 Et dum intra se hæsitaret Petrus quidnam esset visio quam vidisset, ecce viri qui missi erant a Cornelio, inquirentes domum Simonis astiterunt ad januam.17 Ενω δε ο Πετρος ητο εν απορια καθ' εαυτον τι εσημαινε το οραμα, το οποιον ειδεν, ιδου, οι ανθρωποι οι απεσταλμενοι παρα του Κορνηλιου ερωτησαντες και μαθοντες την οικιαν του Σιμωνος εφθασαν εις την πυλην,
18 Et cum vocassent, interrogabant, si Simon qui cognominatur Petrus illic haberet hospitium.18 και φωναξαντες ηρωτων αν ο Σιμων ο επονομαζομενος Πετρος ξενιζεται ενταυθα.
19 Petro autem cogitante de visione, dixit Spiritus ei : Ecce viri tres quærunt te.19 Και ενω ο Πετρος διελογιζετο περι του οραματος, ειπε προς αυτον το Πνευμα? Ιδου, τρεις ανθρωποι σε ζητουσι?
20 Surge itaque, descende, et vade cum eis nihil dubitans : quia ego misi illos.20 σηκωθεις λοιπον καταβηθι και υπαγε μετ' αυτων, μηδολως δισταζων, διοτι εγω απεστειλα αυτους.
21 Descendens autem Petrus ad viros, dixit : Ecce ego sum, quem quæritis : quæ causa est, propter quam venistis ?21 Καταβας δε ο Πετρος προς τους ανθρωπους τους απεσταλμενους προς αυτον απο του Κορνηλιου, ειπεν? Ιδου, εγω ειμαι εκεινος τον οποιον ζητειτε? τις η αιτια δια την οποιαν ηλθετε;
22 Qui dixerunt : Cornelius centurio, vir justus et timens Deum, et testimonium habens ab universa gente Judæorum, responsum accepit ab angelo sancto accersire te in domum suam, et audire verba abs te.22 Οι δε ειπον? Κορνηλιος ο εκατονταρχος, ανηρ δικαιος και φοβουμενος τον Θεον και μαρτυρουμενος υπο ολου του εθνους των Ιουδαιων, διεταχθη θεοθεν υπο αγιου αγγελου να σε προσκαλεση εις τον οικον αυτου και να ακουση λογους παρα σου.
23 Introducens ergo eos, recepit hospitio. Sequenti autem die, surgens profectus est cum illis, et quidam ex fratribus ab Joppe comitati sunt eum.
23 Προσκαλεσας λοιπον αυτους εσω, εφιλοξενησε. Τη δε επαυριον εξηλθεν ο Πετρος μετ' αυτων, και τινες των αδελφων των απο της Ιοππης υπηγον μετ' αυτον,
24 Altera autem die introivit Cæsaream. Cornelius vero exspectabat illos, convocatis cognatis suis et necessariis amicis.24 και τη επαυριον εισηλθον εις την Καισαρειαν. Ο δε Κορνηλιος περιεμενεν αυτους, συγκαλεσας τους συγγενεις αυτου και τους οικειους φιλους.
25 Et factum est cum introisset Petrus, obvius venit ei Cornelius, et procidens ad pedes ejus adoravit.25 Ως δε εισηλθεν ο Πετρος, ελθων ο Κορνηλιος εις συναντησιν αυτου, επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν.
26 Petrus vero elevavit eum, dicens : Surge : et ego ipse homo sum.26 Αλλ' ο Πετρος εσηκωσεν αυτον, λεγων? Σηκωθητι? και εγω αυτος ανθρωπος ειμαι.
27 Et loquens cum illo intravit, et invenit multos qui convenerant :27 Και συνομιλων μετ' αυτου εισηλθε και ευρισκει συνηγμενους πολλους,
28 dixitque ad illos : Vos scitis quomodo abominatum sit viro Judæo conjungi aut accedere ad alienigenam : sed mihi ostendit Deus neminem communem aut immundum dicere hominem.28 και ειπε προς αυτους? Σεις εξευρετε οτι ειναι ασυγχωρητον εις ανθρωπον Ιουδαιον να συναναστρεφηται η να πλησιαζη εις αλλοφυλον? ο Θεος ομως εδειξεν εις εμε να μη λεγω μηδενα ανθρωπον βεβηλον η ακαθαρτον?
29 Propter quod sine dubitatione veni accersitus. Interrogo ergo, quam ob causam accersistis me ?29 οθεν και προσκληθεις ηλθον χωρις αντιλογιας. Ερωτω λοιπον δια τινα λογον με προσεκαλεσατε;
30 Et Cornelius ait : A nudiusquarta die usque ad hanc horam, orans eram hora nona in domo mea, et ecce vir stetit ante me in veste candida, et ait :30 Και ο Κορνηλιος ειπε? Απο τεσσαρων ημερων ημην νηστευων μεχρι της ωρας ταυτης, και την εννατην ωραν προσηυχομην εν τω οικω μου? και ιδου, εσταθη ενωπιον μου ανηρ με ενδυματα λαμπρα,
31 Corneli, exaudita est oratio tua, et eleemosynæ tuæ commemoratæ sunt in conspectu Dei.31 και λεγει? Κορνηλιε, εισηκουσθη η προσευχη σου και αι ελεημοσυναι σου εμνημονευθησαν ενωπιον του Θεου.
32 Mitte ergo in Joppen, et accersi Simonem qui cognominatur Petrus : hic hospitatur in domo Simonis coriarii juxta mare.32 Πεμψον λοιπον εις Ιοππην και προσκαλεσον τον Σιμωνα, οστις επονομαζεται Πετρος? ουτος ξενιζεται εν τη οικια Σιμωνος του βυρσοδεψου πλησιον της θαλασσης? οστις ελθων θελει σοι λαλησει.
33 Confestim ergo misi ad te : et tu benefecisti veniendo. Nunc ergo omnes nos in conspectu tuo adsumus audire omnia quæcumque tibi præcepta sunt a Domino.
33 Ευθυς λοιπον επεμψα προς σε, και συ εκαμες καλα οτι ηλθες. Τωρα λοιπον ημεις παντες παρισταμεθα ενωπιον του Θεου, δια να ακουσωμεν παντα οσα προσεταχθησαν εις σε υπο του Θεου.
34 Aperiens autem Petrus os suum, dixit : In veritate comperi quia non est personarum acceptor Deus ;34 Τοτε ο Πετρος ανοιξας το στομα ειπεν? Επ' αληθειας γνωριζω οτι δεν ειναι προσωποληπτης ο Θεος,
35 sed in omni gente qui timet eum, et operatur justitiam, acceptus est illi.35 αλλ' εν παντι εθνει, οστις φοβειται αυτον και εργαζεται δικαιοσυνην, ειναι δεκτος εις αυτον.
36 Verbum misit Deus filiis Israël, annuntians pacem per Jesum Christum (hic est omnium Dominus).36 Τον λογον, τον οποιον απεστειλε προς τους υιους Ισραηλ ευαγγελιζομενος ειρηνην δια Ιησου Χριστου? ουτος ειναι ο Κυριος παντων?
37 Vos scitis quod factum est verbum per universam Judæam : incipiens enim a Galilæa post baptismum quod prædicavit Joannes,37 τον λογον τουτον σεις εξευρετε, οστις εκηρυχθη καθ' ολην την Ιουδαιαν, αρχισας απο της Γαλιλαιας, μετα το βαπτισμα, το οποιον εκηρυξεν ο Ιωαννης,
38 Jesum a Nazareth : quomodo unxit eum Deus Spiritu Sancto, et virtute, qui pertransiit benefaciendo, et sanando omnes oppressos a diabolo, quoniam Deus erat cum illo.38 πως ο Θεος εχρισε τον Ιησουν τον απο Ναζαρετ με Πνευμα Αγιον και με δυναμιν, οστις διηλθεν ευεργετων και θεραπευων παντας τους καταδυναστευομενους υπο του διαβολου, διοτι ο Θεος ητο μετ' αυτου?
39 Et nos testes sumus omnium quæ fecit in regione Judæorum, et Jerusalem, quem occiderunt suspendentes in ligno.39 και ημεις ειμεθα μαρτυρες παντων οσα εκαμε και εν τη γη των Ιουδαιων και εν Ιερουσαλημ? τον οποιον εφονευσαν κρεμασαντες επι ξυλου.
40 Hunc Deus suscitavit tertia die, et dedit eum manifestum fieri,40 Τουτον ο Θεος ανεστησε την τριτην ημεραν και εκαμεν αυτον να εμφανισθη
41 non omni populo, sed testibus præordinatis a Deo : nobis, qui manducavimus et bibimus cum illo postquam resurrexit a mortuis.41 ουχι εις παντα τον λαον, αλλ' εις μαρτυρας τους προδιωρισμενους υπο του Θεου, εις ημας, οιτινες συνεφαγομεν και συνεπιομεν μετ' αυτου, αφου ανεστη εκ νεκρων?
42 Et præcepit nobis prædicare populo, et testificari, quia ipse est qui constitutus est a Deo judex vivorum et mortuorum.42 και παρηγγειλεν εις ημας να κηρυξωμεν προς τον λαον και να μαρτυρησωμεν οτι αυτος ειναι ο ωρισμενος υπο του Θεου κριτης ζωντων και νεκρων.
43 Huic omnes prophetæ testimonium perhibent remissionem peccatorum accipere per nomen ejus omnes qui credunt in eum.
43 Εις τουτον παντες οι προφηται μαρτυρουσιν, οτι δια του ονοματος αυτου θελει λαβει αφεσιν αμαρτιων πας ο πιστευων εις αυτον.
44 Adhuc loquente Petro verba hæc, cecidit Spiritus Sanctus super omnes qui audiebant verbum.44 Ενω ετι ελαλει ο Πετρος τους λογους τουτους, επηλθε το Πνευμα το Αγιον επι παντας τους ακουοντας τον λογον.
45 Et obstupuerunt ex circumcisione fideles qui venerant cum Petro, quia et in nationes gratia Spiritus Sancti effusa est.45 Και εξεπλαγησαν οι εκ περιτομης πιστοι, οσοι ηλθον μετα του Πετρου, οτι η δωρεα του Αγιου Πνευματος εξεχυθη και επι τα εθνη?
46 Audiebant enim illos loquentes linguis, et magnificantes Deum.46 διοτι ηκουον αυτους λαλουντας γλωσσας και μεγαλυνοντας τον Θεον. Τοτε απεκριθη ο Πετρος?
47 Tunc respondit Petrus : Numquid aquam quis prohibere potest ut non baptizentur hi qui Spiritum Sanctum acceperunt sicut et nos ?47 Μηπως δυναται τις να εμποδιση το υδωρ, ωστε να μη βαπτισθωσιν ουτοι, οιτινες ελαβον το Πνευμα το Αγιον καθως και ημεις;
48 Et jussit eos baptizari in nomine Domini Jesu Christi. Tunc rogaverunt eum ut maneret apud eos aliquot diebus.48 Και προσεταξεν αυτους να βαπτισθωσιν εις το ονομα του Κυριου. Τοτε παρεκαλεσαν αυτον να διαμεινη ημερας τινας.