Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Marcus 14


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Erat autem Pascha et azyma post biduum : et quærebant summi sacerdotes et scribæ quomodo eum dolo tenerent, et occiderent.1 Μετα δε δυο ημερας ητο το πασχα και τα αζυμα. Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως να συλλαβωσιν αυτον με δολον και να θανατωσωσιν.
2 Dicebant autem : Non in die festo, ne forte tumultus fieret in populo.
2 Ελεγον δε, Μη εν τη εορτη, μηποτε γεινη θορυβος του λαου.
3 Et cum esset Bethaniæ in domo Simonis leprosi, et recumberet, venit mulier habens alabastrum unguenti nardi spicati pretiosi : et fracto alabastro, effudit super caput ejus.3 Και ενω αυτος ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου, και εκαθητο εις την τραπεζαν, ηλθε γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, και συντριψασα το αλαβαστρον, εχυσε το μυρον επι της κεφαλης αυτου.
4 Erant autem quidam indigne ferentes intra semetipsos, et dicentes : Ut quid perditio ista unguenti facta est ?4 Ησαν δε τινες αγανακτουντες καθ' εαυτους και λεγοντες? Δια τι εγεινεν η απωλεια αυτη του μυρου;
5 poterat enim unguentum istud venundari plus quam trecentis denariis, et dari pauperibus. Et fremebant in eam.5 διοτι ηδυνατο τουτο να πωληθη υπερ τριακοσια δηναρια και να δοθωσιν εις τους πτωχους? και ωργιζοντο κατ' αυτης.
6 Jesus autem dixit : Sinite eam, quid illi molesti estis ? Bonum opus operata est in me :6 Αλλ' ο Ιησους ειπεν? Αφησατε αυτην? δια τι ενοχλειτε αυτην; καλον εργον επραξεν εις εμε.
7 semper enim pauperes habetis vobiscum : et cum volueritis, potestis illis benefacere : me autem non semper habetis.7 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, και οταν θελητε, δυνασθε να ευεργετησητε αυτους? εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
8 Quod habuit hæc, fecit : prævenit ungere corpus meum in sepulturam.8 Ο, τι ηδυνατο αυτη επραξε? προελαβε να αλειψη με μυρον το σωμα μου δια τον ενταφιασμον.
9 Amen dico vobis : Ubicumque prædicatum fuerit Evangelium istud in universo mundo, et quod fecit hæc, narrabitur in memoriam ejus.
9 Αληθως σας λεγω, Οπου αν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον, και εκεινο το οποιον επραξεν αυτη θελει λαληθη εις μνημοσυνον αυτης.
10 Et Judas Iscariotes, unus de duodecim, abiit ad summos sacerdotes, ut proderet eum illis.10 Τοτε ο Ιουδας ο Ισκαριωτης, εις των δωδεκα, υπηγε προς τους αρχιερεις, δια να παραδωση αυτον εις αυτους.
11 Qui audientes gavisi sunt : et promiserunt ei pecuniam se daturos. Et quærebat quomodo illum opportune traderet.
11 Εκεινοι δε ακουσαντες εχαρησαν και υπεσχεθησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυρια? και εζητει πως να παραδωση αυτον εν ευκαιρια.
12 Et primo die azymorum quando Pascha immolabant, dicunt ei discipuli : Quo vis eamus, et paremus tibi ut manduces Pascha ?12 Και τη πρωτη ημερα των αζυμων, οτε εθυσιαζον το πασχα, λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου? Που θελεις να υπαγωμεν και να ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
13 Et mittit duos ex discipulis suis, et dicit eis : Ite in civitatem, et occurret vobis homo lagenam aquæ bajulans : sequimini eum,13 Και αποστελλει δυο των μαθητων αυτου και λεγει προς αυτους? Υπαγετε εις την πολιν, και θελει σας απαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον,
14 et quocumque introierit, dicite domino domus, quia magister dicit : Ubi est refectio mea, ubi Pascha cum discipulis meis manducem ?14 και οπου εισελθη, ειπατε προς τον οικοδεσποτην οτι ο Διδασκαλος λεγει? Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;
15 Et ipse vobis demonstrabit cœnaculum grande, stratum : et illic parate nobis.15 Και αυτος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον? εκει ετοιμασατε εις ημας.
16 Et abierunt discipuli ejus, et venerunt in civitatem : et invenerunt sicut dixerat illis, et paraverunt Pascha.16 Και εξηλθον οι μαθηται αυτου και ηλθον εις την πολιν, και ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.
17 Vespere autem facto, venit cum duodecim.17 Και οτε εγεινεν εσπερα, ερχεται μετα των δωδεκα?
18 Et discumbentibus eis, et manducantibus, ait Jesus : Amen dico vobis, quia unus ex vobis tradet me, qui manducat mecum.18 και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν και ετρωγον, ειπεν ο Ιησους? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει, οστις τρωγει μετ' εμου.
19 At illi cœperunt contristari, et dicere ei singulatim : Numquid ego ?19 Οι δε ηρχισαν να λυπωνται και να λεγωσι προς αυτον εις εκαστος? Μηπως εγω; και αλλος? Μηπως εγω;
20 Qui ait illis : Unus ex duodecim, qui intingit mecum manum in catino.20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Εις εκ των δωδεκα, ο εμβαπτων μετ' εμου εις το πινακιον την χειρα.
21 Et Filius quidem hominis vadit sicut scriptum est de eo : væ autem homini illi per quem Filius hominis tradetur ! bonum erat ei, si non esset natus homo ille.
21 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
22 Et manducantibus illis, accepit Jesus panem : et benedicens fregit, et dedit eis, et ait : Sumite, hoc est corpus meum.22 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους αρτον ευλογησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους και ειπε? λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου.
23 Et accepto calice, gratias agens dedit eis : et biberunt ex illo omnes.23 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και εδωκεν εις αυτους, και επιον εξ αυτου παντες.
24 Et ait illis : Hic est sanguis meus novi testamenti, qui pro multis effundetur.24 Και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το περι πολλων εκχυνομενον.
25 Amen dico vobis, quia jam non bibam de hoc genimine vitis usque in diem illum, cum illud bibam novum in regno Dei.
25 Αληθως σας λεγω οτι δεν θελω πιει πλεον εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον εν τη βασιλεια του Θεου.
26 Et hymno dicto exierunt in montem Olivarum.26 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων,
27 Et ait eis Jesus : Omnes scandalizabimini in me in nocte ista : quia scriptum est : Percutiam pastorem, et dispergentur oves.27 Και λεγει προς αυτους ο Ιησους οτι παντες θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα?
28 Sed postquam resurrexero, præcedam vos in Galilæam.28 αφου ομως αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
29 Petrus autem ait illi : Et si omnes scandalizati fuerint in te, sed non ego.29 Ο δε Πετρος ειπε προς αυτον? Και εαν παντες σκανδαλισθωσιν, εγω ομως ουχι.
30 Et ait illi Jesus : Amen dico tibi, quia tu hodie in nocte hac, priusquam gallus vocem bis dederit, ter me es negaturus.30 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι σημερον την νυκτα ταυτην, πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, τρις θελεις με απαρνηθη.
31 At ille amplius loquebatur : Et si oportuerit me simul commori tibi, non te negabo. Similiter autem et omnes dicebant.
31 Ο δε ετι μαλλον ελεγεν? Εαν γεινη χρεια να συναποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ωσαυτως δε και παντες ελεγον.
32 Et veniunt in prædium, cui nomen Gethsemani. Et ait discipulis suis : Sedete hic donec orem.32 Και ερχονται εις χωριον ονομαζομενον Γεθσημανη, και λεγει προς τους μαθητας αυτου? Καθησατε εδω, εωσου προσευχηθω?
33 Et assumit Petrum, et Jacobum, et Joannem secum : et cœpit pavere et tædere.33 και παραλαμβανει τον Πετρον και τον Ιακωβον και Ιωαννην μεθ' εαυτου, και ηρχισε να εκθαμβηται και να αδημονη.
34 Et ait illis : Tristis est anima mea usque ad mortem : sustinete hic, et vigilate.34 Και λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε.
35 Et cum processisset paululum, procidit super terram, et orabat ut, si fieri posset, transiret ab eo hora.35 Και προχωρησας ολιγον, επεσεν επι της γης και προσηυχετο να παρελθη αν ηναι δυνατον απ' αυτου η ωρα εκεινη,
36 Et dixit : Abba pater, omnia tibi possibilia sunt : transfer calicem hunc a me : sed non quod ego volo, sed quod tu.36 και ελεγεν? Αββα ο Πατηρ, παντα ειναι δυνατα εις σε? απομακρυνον απ' εμου το ποτηριον τουτο. Ουχι ομως ο, τι θελω εγω, αλλ' ο, τι συ.
37 Et venit, et invenit eos dormientes. Et ait Petro : Simon, dormis ? non potuisti una hora vigilare ?37 Και ερχεται και ευρισκει αυτους κοιμωμενους και λεγει προς τον Πετρον? Σιμων, κοιμασαι; δεν ηδυνηθης μιαν ωραν να αγρυπνησης;
38 vigilate et orate, ut non intretis in tentationem. Spiritus quidem promptus est, caro vero infirma.38 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον? το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
39 Et iterum abiens oravit, eumdem sermonem dicens.39 Και παλιν υπηγε και προσηυχηθη, ειπων τον αυτον λογον.
40 Et reversus, denuo invenit eos dormientes (erant enim oculi eorum gravati), et ignorabant quid responderent ei.40 Και επιστρεψας ευρεν αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι και δεν ηξευρον τι να αποκριθωσι προς αυτον.
41 Et venit tertio, et ait illis : Dormite jam, et requiescite. Sufficit : venit hora : ecce Filius hominis tradetur in manus peccatorum.41 Και ερχεται την τριτην φοραν και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε. Αρκει? ηλθεν η ωρα? ιδου, παραδιδεται ο Υιος του ανθρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων.
42 Surgite, eamus : ecce qui me tradet, prope est.
42 Εγερθητε, υπαγωμεν? ιδου, ο παραδιδων με επλησιασε.
43 Et, adhuc eo loquente, venit Judas Iscariotes unus de duodecim, et cum eo turba multa cum gladiis et lignis, a summis sacerdotibus, et scribis, et senioribus.43 Και ευθυς, ενω ελαλει ετι, ερχεται ο Ιουδας, εις εκ των δωδεκα, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων, παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων.
44 Dederat autem traditor ejus signum eis, dicens : Quemcumque osculatus fuero, ipse est, tenete eum, et ducite caute.44 Ο δε παραδιδων αυτον ειχε δωσει εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον και φερετε ασφαλως.
45 Et cum venisset, statim accedens ad eum, ait : Ave Rabbi : et osculatus est eum.45 Και οτε ηλθεν, ευθυς πλησιασας εις αυτον λεγει? Ραββι, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
46 At illi manus injecerunt in eum, et tenuerunt eum.46 Και εκεινοι επεβαλον επ' αυτον τας χειρας αυτων και επιασαν αυτον.
47 Unus autem quidam de circumstantibus educens gladium, percussit servum summi sacerdotis, et amputavit illi auriculam.47 Εις δε τις των παρεστωτων συρας την μαχαιραν, εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψε το ωτιον αυτου.
48 Et respondens Jesus, ait illis : Tamquam ad latronem existis cum gladiis et lignis comprehendere me ?48 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε;
49 quotidie eram apud vos in templo docens, et non me tenuistis. Sed ut impleantur Scripturæ.49 καθ' ημεραν ημην πλησιον υμων εν τω ιερω διδασκων, και δεν με επιασατε, πλην τουτο εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι.
50 Tunc discipuli ejus relinquentes eum, omnes fugerunt.50 Και αφησαντες αυτον παντες εφυγον.
51 Adolescens autem quidam sequebatur eum amictus sindone super nudo : et tenuerunt eum.51 Και εις τις νεανισκος ηκολουθει αυτον, περιτετυλιγμενος σινδονα εις το γυμνον σωμα αυτου? και πιανουσιν αυτον οι νεανισκοι.
52 At ille rejecta sindone, nudus profugit ab eis.
52 Ο δε αφησας την σινδονα, εφυγεν απ' αυτων γυμνος.
53 Et adduxerunt Jesum ad summum sacerdotem : et convenerunt omnes sacerdotes, et scribæ, et seniores.53 Και εφεραν τον Ιησουν προς τον αρχιερεα? και συνερχονται προς αυτον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις.
54 Petrus autem a longe secutus est eum usque intro in atrium summi sacerdotis : et sedebat cum ministris ad ignem, et calefaciebat se.54 Και ο Πετρος απο μακροθεν ηκολουθησεν αυτον εως ενδον της αυλης του αρχιερεως, και συνεκαθητο μετα των υπηρετων και εθερμαινετο εις το πυρ.
55 Summi vero sacerdotes et omne concilium quærebant adversus Jesum testimonium ut eum morti traderent : nec inveniebant.55 Οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του Ιησου μαρτυριαν, δια να θανατωσωσιν αυτον, και δεν ευρισκον.
56 Multi enim testimonium falsum dicebant adversus eum : et convenientia testimonia non erant.56 Διοτι πολλοι εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, αλλ' αι μαρτυριαι δεν ησαν συμφωνοι.
57 Et quidam surgentes, falsum testimonium ferebant adversus eum, dicentes :57 Και τινες σηκωθεντες εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, λεγοντες
58 Quoniam nos audivimus eum dicentem : Ego dissolvam templum hoc manu factum, et per triduum aliud non manu factum ædificabo.58 οτι ημεις ηκουσαμεν αυτον λεγοντα, οτι Εγω θελω χαλασει τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον θελω οικοδομησει.
59 Et non erat conveniens testimonium illorum.59 Πλην ουδε ουτως ητο συμφωνος μαρτυρια αυτων.
60 Et exsurgens summus sacerdos in medium, interrogavit Jesum, dicens : Non respondes quidquam ad ea quæ tibi objiciuntur ab his ?60 Και σηκωθεις ο αρχιερευς εις το μεσον, ηρωτησε τον Ιησουν, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
61 Ille autem tacebat, et nihil respondit. Rursum summus sacerdos interrogabat eum, et dixit ei : Tu es Christus Filius Dei benedicti ?61 Ο δε εσιωπα και δεν απεκριθη ουδεν. Παλιν ο αρχιερευς ηρωτα αυτον, λεγων προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Ευλογητου;
62 Jesus autem dixit illi : Ego sum : et videbitis Filium hominis sedentem a dextris virtutis Dei, et venientem cum nubibus cæli.62 Ο δε Ιησους ειπεν? Εγω ειμαι? και θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεφελων του ουρανου.
63 Summus autem sacerdos scindens vestimenta sua, ait : Quid adhuc desideramus testes ?63 Τοτε ο αρχιερευς, διασχισας τα ιματια αυτου, λεγει? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων;
64 Audistis blasphemiam : quid vobis videtur ? Qui omnes condemnaverunt eum esse reum mortis.64 ηκουσατε την βλασφημιαν? τι σας φαινεται; Οι δε παντες κατεκριναν αυτον οτι ειναι ενοχος θανατου.
65 Et cœperunt quidam conspuere eum, et velare faciem ejus, et colaphis eum cædere, et dicere ei : Prophetiza : et ministri alapis eum cædebant.
65 Και ηρχισαν τινες να εμπτυωσιν εις αυτον και να περικαλυπτωσι το προσωπον αυτου και να γρονθιζωσιν αυτον και να λεγωσι προς αυτον? Προφητευσον? και οι υπηρεται ετυπτον αυτον με ραπισματα.
66 Et cum esset Petrus in atrio deorsum, venit una ex ancillis summi sacerdotis :66 Και ενω ητο ο Πετρος εν τη αυλη κατω, ερχεται μια των θεραπαινιδων του αρχιερεως,
67 et cum vidisset Petrum calefacientem se, aspiciens illum, ait : Et tu cum Jesu Nazareno eras.67 και οτε ειδε τον Πετρον θερμαινομενον, εμβλεψασα εις αυτον, λεγει? Και συ εσο μετα του Ναζαρηνου Ιησου.
68 At ille negavit, dicens : Neque scio, neque novi quid dicas. Et exiit foras ante atrium, et gallus cantavit.68 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Δεν εξευρω ουδε καταλαμβανω τι συ λεγεις. Και εξηλθεν εξω εις το προαυλιον, και ο αλεκτωρ εφωναξε.
69 Rursus autem cum vidisset illum ancilla, cœpit dicere circumstantibus : Quia hic ex illis est.69 Και η θεραπαινα ιδουσα αυτον παλιν, ηρχισε να λεγη προς τους παρεστωτας οτι ουτος εξ αυτων ειναι.
70 At ille iterum negavit. Et post pusillum rursus qui astabant, dicebant Petro : Vere ex illis es : nam et Galilæus es.70 Ο δε παλιν ηρνειτο. Και μετ' ολιγον παλιν οι παρεστωτες ελεγον προς τον Πετρον? Αληθως εξ αυτων εισαι? διοτι Γαλιλαιος εισαι και η λαλια σου ομοιαζει.
71 Ille autem cœpit anathematizare et jurare : Quia nescio hominem istum, quem dicitis.71 Εκεινος δε ηρχισε να αναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν εξευρω τον ανθρωπον τουτον, τον οποιον λεγετε.
72 Et statim gallus iterum cantavit. Et recordatus est Petrus verbi quod dixerat ei Jesus : Priusquam gallus cantet bis, ter me negabis. Et cœpit flere.72 Και ο αλεκτωρ εφωναξεν εκ δευτερου. Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, οτι Πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, θελεις με αρνηθη τρις. Και ηρχισε να κλαιη πικρως.