Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Isaiæ 1


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Visio Isaiæ, filii Amos, quam vidit super Judam et Jerusalem, in diebus Oziæ, Joathan, Achaz, et Ezechiæ, regum Juda.
1 Ορασις Ησαιου υιου Αμως, την οποιαν ειδε περι του Ιουδα και της Ιερουσαλημ, εν ταις ημεραις Οζιου Ιωαθαμ, Αχαζ και Εζεκιου, βασιλεων Ιουδα.
2 Audite, cæli, et auribus percipe, terra,
quoniam Dominus locutus est.
Filios enutrivi, et exaltavi ;
ipsi autem spreverunt me.
2 Ακουσατε, ουρανοι, και ακροασθητι, γη? διοτι ο Κυριος ελαλησεν? Υιους εθρεψα και υψωσα, αλλ' αυτοι απεστατησαν απ' εμου.
3 Cognovit bos possessorem suum,
et asinus præsepe domini sui ;
Israël autem me non cognovit,
et populus meus non intellexit.
3 Ο βους γνωριζει τον κτητορα αυτου και ο ονος την φατνην του κυριου αυτου ο Ισραηλ δεν γνωριζει, ο λαος μου δεν εννοει.
4 Væ genti peccatrici,
populo gravi iniquitate,
semini nequam, filiis sceleratis !
dereliquerunt Dominum ;
blasphemaverunt Sanctum Israël ;
abalienati sunt retrorsum.
4 Ουαι, εθνος αμαρτωλον, λαε πεφορτωμενε ανομιαν, σπερμα κακοποιων υιοι διεφθαρμενοι εγκατελιπον τον Κυριον, κατεφρονησαν τον Αγιον του Ισραηλ, εστραφησαν εις τα οπισω.
5 Super quo percutiam vos ultra, addentes prævaricationem ?
omne caput languidum,
et omne cor mœrens.
5 Δια τι παιδευομενοι θελετε επιπροσθετει στασιασμον; ολη η κεφαλη ειναι αρρωστος και ολη η καρδια κεχαυνωμενη?
6 A planta pedis usque ad verticem,
non est in eo sanitas ;
vulnus, et livor, et plaga tumens,
non est circumligata, nec curata medicamine,
neque fota oleo.
6 απο ιχνους ποδος μεχρι κεφαλης δεν υπαρχει εν αυτω ακεραιοτης αλλα τραυματα και μελανισματα και ελκη σεσηποτα δεν εξεπιεσθησαν ουδε εδεθησαν ουδε εμαλακωθησαν δι' αλοιφης
7 Terra vestra deserta ;
civitates vestræ succensæ igni :
regionem vestram coram vobis alieni devorant,
et desolabitur sicut in vastitate hostili.
7 η γη σας ειναι ερημος, αι πολεις σας πυρικαυστοι την γην σας ξενοι κατατρωγουσιν εμπροσθεν σας? και ειναι ερημος, ως πεπορθημενη υπο αλλοφυλων
8 Et derelinquetur filia Sion
ut umbraculum in vinea,
et sicut tugurium in cucumerario,
et sicut civitas quæ vastatur.
8 και η θυγατηρ Σιων εγκαταλελειμμενη ως καλυβη εν αμπελωνι, ως οπωροφυλακιον εν κηπω αγγουριων ως πολις πολιορκουμενη.
9 Nisi Dominus exercituum
reliquisset nobis semen,
quasi Sodoma fuissemus,
et quasi Gomorrha similes essemus.
9 Αν ο Κυριος των δυναμεων δεν ηθελεν αφησει εις ημας μικρον υπολοιπον, ως τα Σοδομα ηθελομεν γεινει, με τα Γομορρα ηθελομεν εξομοιωθη.
10 Audite verbum Domini,
principes Sodomorum ;
percipite auribus legem Dei nostri,
populus Gomorrhæ.
10 Ακουσατε τον λογον του Κυριου, αρχοντες Σοδομων ακροασθητι τον νομον του Θεου ημων, λαε Γομορρων.
11 Quo mihi multitudinem victimarum vestrarum ?
dicit Dominus.
Plenus sum :
holocausta arietum,
et adipem pinguium,
et sanguinem vitulorum et agnorum et hircorum,
nolui.
11 Τινα χρειαν εχω του πληθους των θυσιων σας; λεγει Κυριος? κεχορτασμενος ειμαι απο ολοκαυτωματων κριων και απο παχους των σιτευτων και δεν ευαρεστουμαι εις αιμα ταυρων η αρνιων η τραγων.
12 Cum veniretis ante conspectum meum,
quis quæsivit hæc de manibus vestris,
ut ambularetis in atriis meis ?
12 Οταν ερχησθε να εμφανισθητε ενωπιον μου, τις εζητησεν εκ των χειρων σας τουτο, να πατητε τας αυλας μου;
13 Ne offeratis ultra sacrificium frustra :
incensum abominatio est mihi.
Neomeniam et sabbatum, et festivitates alias, non feram ;
iniqui sunt cœtus vestri.
13 Μη φερετε πλεον, ματαιας προσφορας το θυμιαμα ειναι βδελυγμα εις εμε τας νεομηνιας και τα σαββατα, την συγκαλεσιν των συναξεων, δεν δυναμαι να υποφερω, ανομιαν και πανηγυρικην συναξιν.
14 Calendas vestras, et solemnitates vestras odivit anima mea :
facta sunt mihi molesta ; laboravi sustinens.
14 Τας νεομηνιας σας και τας διατεταγμενας εορτας σας μισει η ψυχη μου ειναι φορτιον εις εμε εβαρυνθην να υποφερω.
15 Et cum extenderitis manus vestras, avertam oculos meos a vobis,
et cum multiplicaveritis orationem, non exaudiam :
manus enim vestræ sanguine plenæ sunt.
15 Και οταν εκτεινητε τας χειρας σας, θελω κρυπτει τους οφθαλμους μου απο σας ναι, οταν πληθυνητε δεησεις, δεν θελω εισακουει αι χειρες σας ειναι πληρεις αιματων.
16 Lavamini, mundi estote ;
auferte malum cogitationum vestrarum
ab oculis meis :
quiescite agere perverse,
16 Λουσθητε, καθαρισθητε? αποβαλετε την κακιαν των πραξεων σας απ' εμπροσθεν των οφθαλμων μου παυσατε πραττοντες το κακον,
17 discite benefacere ;
quærite judicium, subvenite oppresso,
judicate pupillo, defendite viduam.
17 μαθετε να πραττητε το καλον? εκζητησατε κρισιν, καμετε ευθυτητα εις τον δεδυναστευμενον, κρινατε τον ορφανον, προστατευσατε την δικην της χηρας
18 Et venite, et arguite me, dicit Dominus.
Si fuerint peccata vestra ut coccinum,
quasi nix dealbabuntur ;
et si fuerint rubra quasi vermiculus,
velut lana alba erunt.
18 Ελθετε τωρα, και ας διαδικασθωμεν, λεγει Κυριος εαν αι αμαρτιαι σας ηναι ως το πορφυρουν, θελουσι γεινει λευκαι ως χιων εαν ηναι ερυθραι ως κοκκινον, θελουσι γεινει ως λευκον μαλλιον.
19 Si volueritis, et audieritis me,
bona terræ comeditis.
19 Εαν θελητε και υπακουσητε, θελετε φαγει τα αγαθα της γης?
20 Quod si nolueritis, et me ad iracundiam provocaveritis,
gladius devorabit vos,
quia os Domini locutum est.
20 εαν ομως δεν θελητε και αποστατησητε, θελετε καταφαγωθη υπο μαχαιρας διοτι το στομα του Κυριου ελαλησε.
21 Quomodo facta est meretrix
civitas fidelis, plena judicii ?
justitia habitavit in ea,
nunc autem homicidæ.
21 Πως η πιστη πολις κατεσταθη πορνη, ητο πληρης κρισεων η δικαιοσυνη κατωκει εν αυτη αλλα τωρα, φονεις.
22 Argentum tuum versum est in scoriam ;
vinum tuum mistum est aqua.
22 Ο αργυρος σου κατεσταθη σκωρια, ο οινος σου συνεκερασθη μεθ' υδατος.
23 Principes tui infideles,
socii furum.
Omnes diligunt munera,
sequuntur retributiones.
Pupillo non judicant,
et causa viduæ non ingreditur ad illos.
23 Οι αρχοντες σου ειναι απειθεις και συντροφοι κλεπτων? παντες αγαπωσι δωρα και κυνηγουσιν αντιπληρωμας δεν κρινουσι τον ορφανον ουδε ερχεται η δικη της χηρας προς αυτους.
24 Propter hoc ait Dominus,
Deus exercituum, Fortis Israël :
Heu ! consolabor super hostibus meis,
et vindicabor de inimicis meis.
24 Δια τουτο λεγει ο Κυριος, ο Κυριος των δυναμεων, ο Κραταιος του Ισραηλ, Ω, θελω χορτασθη επι τους εναντιους μου και θελω εκδικηθη κατα των εχθρων μου
25 Et convertam manum meam ad te,
et excoquam ad puram scoriam tuam,
et auferam omne stannum tuum.
25 και θελω στρεψει την χειρα μου επι σε και αποκαθαρισει την σκωριαν σου και αφαιρεσει ολον σου τον κασσιτερον.
26 Et restituam judices tuos ut fuerunt prius,
et consiliarios tuos sicut antiquitus ;
post hæc vocaberis civitas justi,
urbs fidelis.
26 Και θελω αποκαταστησει τους κριτας σου ως το προτερον και τους συμβουλους σου ως το απ' αρχης μετα ταυτα θελεις ονομασθη η πολις της δικαιοσυνης, η πιστη πολις.
27 Sion in judicio redimetur,
et reducent eam in justitia.
27 Η Σιων θελει εξαγορασθη δια κρισεως, και οι επιστρεψαντες αυτης δια δικαιοσυνης.
28 Et conteret scelestos, et peccatores simul ;
et qui dereliquerunt Dominum consumentur.
28 Και οι παρανομοι και οι αμαρτωλοι ομου θελουσι καταστραφη, και οι εγκαταλιποντες τον Κυριον θελουσι καταναλωθη.
29 Confundentur enim ab idolis quibus sacrificaverunt,
et erubescetis super hortis quos elegeratis,
29 Διοτι θελετε καταισχυνθη δια τα αλση, τα οποια επεθυμησατε, και θελετε εντραπη δια τους κηπους, τους οποιους εξελεξατε.
30 cum fueritis velut quercus defluentibus foliis,
et velut hortus absque aqua.
30 Επειδη θελετε γεινει ως δρυς, της οποιας τα φυλλα μαραινονται, και ως κηπος, οστις δεν εχει υδωρ.
31 Et erit fortitudo vestra ut favilla stuppæ,
et opus vestrum quasi scintilla,
et succendetur utrumque simul,
et non erit qui extinguat.
31 Και ο ισχυρος θελει εισθαι ως καλαμιον στυπιου, και το εργον αυτου ως σπινθηρ, και θελουσι καυθη και τα δυο ομου, και δεν θελει εισθαι ο σβυνων.