Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Exodus 15


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Tunc cecinit Moyses et filii Israël carmen hoc Domino, et dixerunt : Cantemus Domino : gloriose enim magnificatus est,
equum et ascensorem dejecit in mare.
1 Τοτε εψαλεν ο Μωυσης και οι υιοι Ισραηλ την ωδην ταυτην προς τον Κυριον, και ειπον λεγοντες, Ας ψαλλω προς τον Κυριον? διοτι εδοξασθη ενδοξως? τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν.
2 Fortitudo mea, et laus mea Dominus,
et factus est mihi in salutem :
iste Deus meus, et glorificabo eum :
Deus patris mei, et exaltabo eum.
2 Ο Κυριος ειναι η δυναμις μου και το ασμα μου, και εσταθη η σωτηρια μου? αυτος ειναι Θεος μου και θελω δοξασει αυτον? Θεος του πατρος μου, και θελω υψωσει αυτον.
3 Dominus quasi vir pugnator,
Omnipotens nomen ejus,
3 Ο Κυριος ειναι δυνατος πολεμιστης? Κυριος το ονομα αυτου.
4 currus Pharaonis et exercitum ejus projecit in mare :
electi principes ejus submersi sunt in mari Rubro.
4 Του Φαραω τας αμαξας και το στρατευμα αυτου ερριψεν εις την θαλασσαν? και εκλεκτοι πολεμαρχοι αυτου κατεποντισθησαν εν τη Ερυθρα θαλασση.
5 Abyssi operuerunt eos ;
descenderunt in profundum quasi lapis.
5 Αι αβυσσοι εσκεπασαν αυτους? ως πετρα κατεβυθισθησαν εις τα βαθη.
6 Dextera tua, Domine, magnificata est in fortitudine :
dextera tua, Domine, percussit inimicum.
6 Η δεξια σου, Κυριε, εδοξασθη εις δυναμιν? η δεξια σου, Κυριε, συνετριψε τον εχθρον.
7 Et in multitudine gloriæ tuæ deposuisti adversarios tuos :
misisti iram tuam, quæ devoravit eos sicut stipulam.
7 Και με το μεγεθος της υπεροχης σου εξωλοθρευσας τους υπεναντιους σου? εξαπεστειλας την οργην σου και κατεφαγεν αυτους ως καλαμην.
8 Et in spiritu furoris tui congregatæ sunt aquæ :
stetit unda fluens, congregata sunt abyssi in medio mari.
8 Και με την πνοην του θυμου σου τα υδατα επεσωρευθησαν ομου? τα κυματα εσταθησαν ως σωρος, αι αβυσσοι επηξαν εν τω μεσω της θαλασσης.
9 Dixit inimicus : Persequar et comprehendam,
dividam spolia, implebitur anima mea :
evaginabo gladium meum, interficiet eos manus mea.
9 Ο εχθρος ειπε, Θελω καταδιωξει, θελω καταφθασει, θελω διαμοιρασθη τα λαφυρα? η ψυχη μου θελει χορτασθη επ' αυτους? θελω συρει την μαχαιραν μου, η χειρ μου θελει αφανισει αυτους.
10 Flavit spiritus tuus, et operuit eos mare :
submersi sunt quasi plumbum in aquis vehementibus.
10 Εφυσησας με τον ανεμον σου και η θαλασσα εσκεπασεν αυτους? κατεβυθισθησαν ως μολυβδος εις τα φοβερα υδατα.
11 Quis similis tui in fortibus, Domine ?
quis similis tui, magnificus in sanctitate,
terribilis atque laudabilis, faciens mirabilia ?
11 Τις ομοιος σου Κυριε, μεταξυ των θεων; Τις ομοιος σου, ενδοξος εις αγιοτητα, θαυμαστος εις υμνους, ενεργων τεραστια;
12 Extendisti manum tuam, et devoravit eos terra.
12 Εξετεινας την δεξιαν σου, και η γη κατεπιεν αυτους.
13 Dux fuisti in misericordia tua populo quem redemisti :
et portasti eum in fortitudine tua, ad habitaculum sanctum tuum.
13 Με το ελεος σου ωδηγησας τον λαον τουτον, τον οποιον ελυτρωσας? ωδηγησας αυτον με την δυναμιν σου προς την κατοικιαν της αγιοτητος σου.
14 Ascenderunt populi, et irati sunt :
dolores obtinuerunt habitatores Philisthiim.
14 Οι λαοι θελουσιν ακουσει και φριξει? πονοι θελουσι κατακυριευσει τους κατοικους της Παλαιστινης.
15 Tunc conturbati sunt principes Edom,
robustos Moab obtinuit tremor :
obriguerunt omnes habitatores Chanaan.
15 Τοτε θελουσιν εκπλαγη οι ηγεμονες Εδωμ? τρομος θελει καταλαβει τους αρχοντας του Μωαβ? παντες οι κατοικοι της Χανααν θελουσιν αναλυθη.
16 Irruat super eos formido et pavor, in magnitudine brachii tui :
fiant immobiles quasi lapis,
donec pertranseat populus tuus, Domine,
donec pertranseat populus tuus iste, quem possedisti.
16 Φοβος και τρομος θελει επιπεσει επ' αυτους? απο του μεγεθους του βραχιονος σου θελουσιν απολιθωθη, εωσου περαση ο λαος σου, Κυριε, εωσου περαση ο λαος ουτος, τον οποιον απεκτησας.
17 Introduces eos, et plantabis in monte hæreditatis tuæ,
firmissimo habitaculo tuo quod operatus es, Domine :
sanctuarium tuum, Domine, quod firmaverunt manus tuæ.
17 Θελεις εισαγαγει αυτους και φυτευσει αυτους εις το ορος της κληρονομιας σου, τον τοπον, Κυριε, τον οποιον ητοιμασας δια κατοικιαν σου, το αγιαστηριον, Κυριε, το οποιον αι χειρες σου εστησαν.
18 Dominus regnabit in æternum et ultra.
18 Ο Κυριος θελει βασιλευει εις τους αιωνας των αιωνων.
19 Ingressus est enim eques Pharao
cum curribus et equitibus ejus in mare :
et reduxit super eos Dominus
aquas maris :
filii autem Israël ambulaverunt per siccum in medio ejus.
19 Διοτι εισηλθον οι ιπποι του Φαραω εις την θαλασσαν μετα των αμαξων αυτου και μετα των ιππεων αυτου, και ο Κυριος εστρεψεν επ' αυτους τα υδατα της θαλασσης? οι δε υιοι Ισραηλ επερασαν δια ξηρας εν τω μεσω της θαλασσης.
20 Sumpsit ergo Maria prophetissa, soror Aaron, tympanum in manu sua : egressæque sunt omnes mulieres post eam cum tympanis et choris,20 Μαριαμ δε η προφητις, η αδελφη του Ααρων ελαβε το τυμπανον εν τη χειρι αυτης και πασαι αι γυναικες εξηλθον κατοπιν αυτης μετα τυμπανων και χορων.
21 quibus præcinebat, dicens : Cantemus Domino, gloriose enim magnificatus est :
equum et ascensorem ejus dejecit in mare.

21 Και η Μαριαμ ανταπεκρινετο προς αυτους, λεγουσα, Ψαλλετε εις τον Κυριον? διοτι εδοξασθη ενδοξως? τον ιππον και τον αναβατην αυτου ερριψεν εις θαλασσαν.
22 Tulit autem Moyses Israël de mari Rubro, et egressi sunt in desertum Sur : ambulaveruntque tribus diebus per solitudinem, et non inveniebant aquam.22 Τοτε εσηκωσεν ο Μωυσης τους Ισραηλιτας απο της Ερυθρας θαλασσης, και εξηλθον εις την ερημον Σουρ? και περιεπατουν τρεις ημερας εν τη ερημω και δεν ευρισκον υδωρ.
23 Et venerunt in Mara, nec poterant bibere aquas de Mara, eo quod essent amaræ : unde et congruum loco nomen imposuit, vocans illum Mara, id est, amaritudinem.23 Και εκειθεν ηλθον εις Μερραν? δεν ηδυναντο ομως να πιωσιν εκ των υδατων της Μερρας, διοτι ησαν πικρα? δια τουτο και επωνομασθη Μερρα.
24 Et murmuravit populus contra Moysen, dicens : Quid bibemus ?24 Και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγων, Τι θελομεν πιει;
25 At ille clamavit ad Dominum, qui ostendit ei lignum : quod cum misisset in aquas, in dulcedinem versæ sunt : ibi constituit ei præcepta, atque judicia, et ibi tentavit eum,25 Ο δε Μωυσης εβοησε προς τον Κυριον? και εδειξεν εις αυτον ο Κυριος ξυλον, το οποιον οτε ερριψεν εις τα υδατα, τα υδατα εγλυκανθησαν. Εκει εδωκεν εις αυτους παραγγελιαν και διαταγμα, και εκει εδοκιμασεν αυτους?
26 dicens : Si audieris vocem Domini Dei tui, et quod rectum est coram eo feceris, et obedieris mandatis ejus, custodierisque omnia præcepta illius, cunctum languorem, quem posui in Ægypto, non inducam super te : ego enim Dominus sanator tuus.26 και ειπεν, Εαν ακουσης επιμελως την φωνην Κυριου του Θεου σου και πραττης το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου και δωσης ακροασιν εις τας εντολας αυτου και φυλαξης παντα τα προσταγματα αυτου, δεν θελω φερει επι σε ουδεμιαν εκ των νοσων, τας οποιας εφερα κατα των Αιγυπτιων? διοτι εγω ειμαι ο Κυριος ο θεραπευων σε.
27 Venerunt autem in Elim filii Israël, ubi erant duodecim fontes aquarum, et septuaginta palmæ : et castrametati sunt juxta aquas.27 Επειτα ηλθον εις Αιλειμ, οπου ησαν δωδεκα πηγαι υδατων και εβδομηκοντα δενδρα φοινικων? και εκει εστρατοπεδευσαν πλησιον των υδατων.