Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 34


font
LXXSAGRADA BIBLIA
1 υπολαβων δε ελιους λεγει1 Eliú retomou a palavra nestes termos:
2 ακουσατε μου σοφοι επισταμενοι ενωτιζεσθε το καλον2 Sábios, ouvi meu discurso; eruditos, prestai atenção,
3 οτι ους λογους δοκιμαζει και λαρυγξ γευεται βρωσιν3 pois o ouvido discerne o valor das palavras, como o paladar aprecia as iguarias.
4 κρισιν ελωμεθα εαυτοις γνωμεν ανα μεσον εαυτων ο τι καλον4 Procuremos discernir o que é justo, e conhecer entre nós o que é bom.
5 οτι ειρηκεν ιωβ δικαιος ειμι ο κυριος απηλλαξεν μου το κριμα5 Jó disse: Eu sou inocente; é Deus que recusa fazer-me justiça.
6 εψευσατο δε τω κριματι μου βιαιον το βελος μου ανευ αδικιας6 A despeito de meu direito, passo por mentiroso, minha ferida é incurável, sem que eu tenha pecado.
7 τις ανηρ ωσπερ ιωβ πινων μυκτηρισμον ωσπερ υδωρ7 Onde existe um homem como Jó, para beber a blasfêmia como quem bebe água,
8 ουχ αμαρτων ουδε ασεβησας η οδου κοινωνησας μετα ποιουντων τα ανομα του πορευθηναι μετα ασεβων8 para andar de par com os ímpios e caminhar com os perversos?
9 μη γαρ ειπης οτι ουκ εσται επισκοπη ανδρος και επισκοπη αυτω παρα κυριου9 Pois ele disse: O homem não ganha nada em ser agradável a Deus.
10 διο συνετοι καρδιας ακουσατε μου μη μοι ειη εναντι κυριου ασεβησαι και εναντι παντοκρατορος ταραξαι το δικαιον10 Ouvi-me, pois, homens sensatos: longe de Deus a injustiça! Longe do Todo-poderoso a iniqüidade!
11 αλλα αποδιδοι ανθρωπω καθα ποιει εκαστος αυτων και εν τριβω ανδρος ευρησει αυτον11 Ele trata o homem conforme seus atos, dá a cada um o que merece.
12 οιη δε τον κυριον ατοπα ποιησειν η ο παντοκρατωρ ταραξει κρισιν12 É claro! Deus não é injusto, e o Todo-poderoso não falseia o direito.
13 ος εποιησεν την γην τις δε εστιν ο ποιων την υπ' ουρανον και τα ενοντα παντα13 Quem lhe confiou a administração da terra? Quem lhe entregou o universo?
14 ει γαρ βουλοιτο συνεχειν και το πνευμα παρ' αυτω κατασχειν14 Se lhe retomasse o sopro, se lhe retirasse o alento,
15 τελευτησει πασα σαρξ ομοθυμαδον πας δε βροτος εις γην απελευσεται οθεν και επλασθη15 toda carne expiraria no mesmo instante, o homem voltaria ao pó.
16 ει δε μη νουθετη ακουε ταυτα ενωτιζου φωνην ρηματων16 Se tens inteligência, escuta isto, dá ouvidos ao som de minhas palavras:
17 ιδε συ τον μισουντα ανομα και τον ολλυντα τους πονηρους οντα αιωνιον δικαιον17 um inimigo do direito poderia governar? Pode o Justo, o Poderoso cometer a iniqüidade?
18 ασεβης ο λεγων βασιλει παρανομεις ασεβεστατε τοις αρχουσιν18 Ele que disse a um rei: Malvado! A príncipes: Celerados!
19 ος ουκ επησχυνθη προσωπον εντιμου ουδε οιδεν τιμην θεσθαι αδροις θαυμασθηναι προσωπα αυτων19 Ele não tem preferência pelos grandes, e não tem mais consideração pelos ricos do que pelos pobres, porque são todos obras de suas mãos.
20 κενα δε αυτοις αποβησεται το κεκραγεναι και δεισθαι ανδρος εχρησαντο γαρ παρανομως εκκλινομενων αδυνατων20 Subitamente, perecem no meio da noite; os povos vacilam e passam, o poderoso desaparece, sem o socorro de mão alguma.
21 αυτος γαρ ορατης εστιν εργων ανθρωπων λεληθεν δε αυτον ουδεν ων πρασσουσιν21 Pois Deus olha para o proceder do homem, vê todos os seus passos.
22 ουδε εσται τοπος του κρυβηναι τους ποιουντας τα ανομα22 Não há obscuridade, nem trevas onde o iníquo possa esconder-se.
23 οτι ουκ επ' ανδρα θησει ετι ο γαρ κυριος παντας εφορα23 Não precisa olhar duas vezes para um homem para citá-lo em justiça consigo.
24 ο καταλαμβανων ανεξιχνιαστα ενδοξα τε και εξαισια ων ουκ εστιν αριθμος24 Abate os poderosos sem inquérito, e põe outros em lugar deles,
25 ο γνωριζων αυτων τα εργα και στρεψει νυκτα και ταπεινωθησονται25 pois conhece suas ações; derruba-os à noite, são esmagados.
26 εσβεσεν δε ασεβεις ορατοι δε εναντιον αυτου26 Fere-os como ímpios, num lugar onde são vistos,
27 οτι εξεκλιναν εκ νομου θεου δικαιωματα δε αυτου ουκ επεγνωσαν27 porque se afastaram dele e não quiseram conhecer os seus caminhos,
28 του επαγαγειν επ' αυτον κραυγην πενητος και κραυγην πτωχων εισακουσεται28 fazendo chegar até ele o clamor do pobre e tornando-o atento ao grito do infeliz.
29 και αυτος ησυχιαν παρεξει και τις καταδικασεται και κρυψει προσωπον και τις οψεται αυτον και κατα εθνους και κατα ανθρωπου ομου29 Se ele dá a paz, quem o censurará? Se oculta sua face, quem poderá contemplá-lo?
30 βασιλευων ανθρωπον υποκριτην απο δυσκολιας λαου30 Assim trata ele o povo e o indivíduo de maneira que o ímpio não venha a reinar, e já não seja uma armadilha para o povo.
31 οτι προς τον ισχυρον ο λεγων ειληφα ουκ ενεχυρασω31 Tinha dito a Deus: Fui seduzido, não mais pecarei,
32 ανευ εμαυτου οψομαι συ δειξον μοι ει αδικιαν ηργασαμην ου μη προσθησω32 ensina-me o que ignoro; se fiz o mal, não recomeçarei mais.
33 μη παρα σου αποτεισει αυτην οτι απωση οτι συ εκλεξη και ουκ εγω και τι εγνως λαλησον33 Julgas, então, que ele deve punir, já que rejeitaste suas ordens? És tu quem deves escolher, não eu; dize, pois, o que sabes.
34 διο συνετοι καρδιας ερουσιν ταυτα ανηρ δε σοφος ακηκοεν μου το ρημα34 As pessoas sensatas me responderão, como qualquer homem sábio que me tiver ouvido:
35 ιωβ δε ουκ εν συνεσει ελαλησεν τα δε ρηματα αυτου ουκ εν επιστημη35 Jó não falou conforme a razão, falta-lhe bom senso às palavras.
36 ου μην δε αλλα μαθε ιωβ μη δως ετι ανταποκρισιν ωσπερ οι αφρονες36 Pois bem! Que Jó seja provado até o fim, já que suas respostas são as de um ímpio.
37 ινα μη προσθωμεν εφ' αμαρτιαις ημων ανομια δε εφ' ημιν λογισθησεται πολλα λαλουντων ρηματα εναντιον του κυριου37 Leva ao máximo o seu pecado {bate as mãos no meio de nós}, multiplicando seus discursos contra Deus.