Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 17


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 E (Gesù) disse a' suoi discepoli: E' impossibile, che non vengano scandali: ma guai a colui, per colpa del quale vengono.1 Ειπε δε προς τους μαθητας? Αδυνατον ειναι να μη ελθωσι τα σκανδαλα? πλην ουαι εις εκεινον, δια του οποιου ερχονται.
2 Meglio per lui sarebbe, che gli fosse messa al collo una macina da mulino, e fosse gettato nel mare, che essere di scandalo a uno di questi piccoli.2 Συμφερει εις αυτον να κρεμασθη περι τον τραχηλον αυτου μυλου πετρα και να ριφθη εις την θαλασσαν, παρα να σκανδαλιση ενα των μικρων τουτων.
3 State attenti a voi stessi: Se il tuo fratello ha peccato contro di te, riprendilo: e se è pentito, perdonagli.3 Προσεχετε εις εαυτους. Εαν δε ο αδελφος σου αμαρτηση εις σε, επιπληξον αυτον? και εαν μετανοηση, συγχωρησον αυτον.
4 E se sette volte al giorno avrà peccato contro di te, e sotte volte al giornoa te ritorna, dicendo: Me ne pento, perdonagli.4 και εαν επτακις της ημερας αμαρτηση εις σε, και επτακις της ημερας επιστρεψη προς σε λεγων? Μετανοω, θελεις συγχωρησει αυτον.
5 E gli Apostoli dissero al Signore: Accresci a noi la fede.5 Και ειπον οι αποστολοι προς τον Κυριον? Αυξησον εις ημας την πιστιν.
6 E il Signore disse loro: Se aveste fede, quanto un granello di senapa, direste a questa pianta di moro: Sbarbati, trapiantati nel mare, e vi obbedirebbe.6 Ο δε Κυριος ειπεν? Εαν εχετε πιστιν ως κοκκον σιναπεως, ηθελετε ειπει εις την συκαμινον ταυτην, Εκριζωθητι και φυτευθητι εις την θαλασσαν? και ηθελε σας υπακουσει.
7 Chi è poi tra voi, che avendo un servo, il quale ara, o fa il pastore, nel tornare, che egli fa di campagna, gli dica subito: Vieni, mettiti a tavola:7 Τις δε απο σας εχων δουλον αροτριωντα η ποιμαινοντα, θελει ειπει προς αυτον, ευθυς αφου ελθη εκ του αγρου? Υπαγε, καθησον να φαγης,
8 E non anzi gli dica: Fammi da cena, e cingiti, e servimi, mentre io mangio, e beo, e poi mangerai, e berai anche tu.8 και δεν θελει ειπει προς αυτον? Ετοιμασον τι να δειπνησω, και περιζωσθεις υπηρετει με, εωσου φαγω και πιω, και μετα ταυτα θελεις φαγει και πιει συ;
9 Resterà egli forse obbligato a quel servo, perché ha l'atto quello, che gli aveva comandato?9 Μηπως γνωριζει χαριν εις τον δουλον εκεινον, διοτι εκαμε τα διαταχθεντα εις αυτον; δεν μοι φαινεται.
10 Penso, che nò. Cosi anche voi, quando avrete fatto tutto quello, che vi è stato comandato, dite: Siamo servi inutili: abbiamo fatto il debito nostro.10 Ουτω και σεις, οταν καμητε παντα τα διαταχθεντα εις εσας, λεγετε οτι δουλοι αχρειοι ειμεθα, επειδη εκαμαμεν ο, τι εχρεωστουμεν να καμωμεν.
11 E avvenne, che nell'andare a Gerusalemme passava per mezzo alla Samaria, e alla Galilea.11 Και οτε αυτος επορευετο εις την Ιερουσαλημ, διεβαινε δια μεσου της Σαμαρειας και Γαλιλαιας.
12 E stando per entrare in un certo villaggio, gli andarono incontro dieci uomini lebbrosi, i quali si fermarono in lontananza:12 Και ενω εισηρχετο εις τινα κωμην, απηντησαν αυτον δεκα ανθρωποι λεπροι, οιτινες εσταθησαν μακροθεν,
13 E alzaron la voce, dicendo: Maestro Gesù, abbi pietà di noi.13 και αυτοι υψωσαν φωνην, λεγοντες? Ιησου, Επιστατα, ελεησον ημας.
14 E miratili, disse: Andate, a farvi vedere da' Sacerdoti. E nel mentre, che andavano, restarono sani.14 Και ιδων ειπε προς αυτους? Υπαγετε και δειξατε εαυτους εις τους ιερεις. Και ενω, επορευοντο, εκαθαρισθησαν.
15 E uno di essi accortosi di essere restato mondo, tornò indietro, glorificando Dio ad alta voce:15 Εις δε εξ αυτων, ιδων οτι ιατρευθη, υπεστρεψε μετα φωνης μεγαλης δοξαζων τον Θεον,
16 E si prostrò per terra a' suoi piedi, rendendogli grazie: ed era costui un Samaritano.16 και επεσε κατα προσωπον εις τους ποδας αυτου, ευχαριστων αυτον? και αυτος ητο Σαμαρειτης.
17 E Gesù disse: Non son eglino dieci que', che son mondati? E i nove dove sono?17 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε? Δεν εκαθαρισθησαν οι δεκα; οι δε εννεα που ειναι;
18 Non si è trovato, chi tornasse, e gloria rendesse a Dio, salvo questo straniero.18 Δεν ευρεθησαν αλλοι να υποστρεψωσι δια να δοξασωσι τον Θεον ειμη ο αλλογενης ουτος;
19 E a lui disse: Alzati, vattene: la tua fede ti ha salvato.19 Και ειπε προς αυτον? Σηκωθεις υπαγε? η πιστις σου σε εσωσεν.
20 Interrogato dipoi da' Farisei, quando fosse per venire il regno di Dio, rispose loro, dicendo: Il regno di Dio non viene con apparato.20 Ερωτηθεις δε υπο των Φαρισαιων, ποτε ερχεται η βασιλεια του Θεου, απεκριθη προς αυτους και ειπε? Δεν ερχεται η βασιλεια του Θεου ουτως ωστε να παρατηρηται?
21 Né dirassi: Eccolo qui, ovvero eccolo là. Imperocché ecco che il regno di Dio è già in mezzo a voi.21 ουδε θελουσιν ειπει? Ιδου, εδω ειναι, η Ιδου εκει? διοτι ιδου, η βασιλεια του Θεου ειναι εντος υμων.
22 E disse a' suoi discepoli: Tempo verrà, che bramerete di vedere uno de' giorni del Figliuolo dell'uomo, e nol vedrete.22 Ειπε δε προς τους μαθητας? θελουσιν ελθει ημεραι, οτε θελετε επιθυμησει να ιδητε μιαν των ημερων του Υιου του ανθρωπου, και δεν θελετε ιδει.
23 E vi diranno: Eccolo qua, ovvero eccolo là. Non vi movete, e non tenete lor dietro.23 και θελουσι σας ειπει? Ιδου, εδω ειναι, η Ιδου εκει? μη υπαγητε μηδ' ακολουθησητε.
24 Imperocché siccome il lampo sfolgoreggiando da un lato del cielo all'altro sfavilla: così sarà del Figliuolo dell'uomo nella sua giornata.24 Διοτι ως η αστραπη η αστραπτουσα εκ της υπ' ουρανον λαμπει εις την υπ' ουρανον, ουτω θελει εισθαι και ο Υιος του ανθρωπου εν τη ημερα αυτου.
25 Ma prima bisogna, che egli patisca molto, e sia rigettato da questa generazione.25 Πρωτον ομως πρεπει αυτος να παθη πολλα και να καταφρονηθη απο της γενεας ταυτης.
26 E quel, che avvenne ne' giorni di Noè, avverrà ancora ne' giorni del Figliuolo dell'uomo.26 Και καθως εγεινεν εν ταις ημεραις του Νωε, ουτω θελει εισθαι και εν ταις ημεραις του Υιου του ανθρωπου?
27 Mangiavano, e bevevano, e facevano sposalizj sino al giorno, in cui Noè entrò nell'arca: e venne il diluvio, e mandò tutti in perdizione.27 ετρωγον, επινον, ενυμφευον, ενυμφευοντο, μεχρι της ημερας καθ' ην ο Νωε εισηλθεν εις την κιβωτον, και ηλθεν ο κατακλυσμος και απωλεσεν απαντας.
28 Come pur successe a' tempi di Lot: mangiavano, e bevevano: comperavano, e vendevano: piantavano, e fabbricavano.28 Ομοιως και καθως εγεινεν εν ταις ημεραις του Λωτ? ετρωγον, επινον, ηγοραζον, επωλουν, εφυτευον, ωκοδομουν?
29 Ma nel giorno, che Lot uscì da Sodoma, piovve fuoco, e zolfo dal cielo, e tutti mandò in perdizone:29 καθ' ην δε ημεραν εξηλθεν ο Λωτ απο Σοδομων, εβρεξε πυρ και θειον απ' ουρανου και απωλεσεν απαντας.
30 Così appunto sarà nel giorno, in cui verrà manifestato il Figliuolo dell'uomo.30 Ωσαυτως θελει εισθαι καθ' ην ημεραν ο Υιος του ανθρωπου θελει φανερωθη.
31 Allora chi si troverà sul terrazzo, e avrà in casa i suoi arnesi, non iscenda per prenderli; e chi sarà in campagna, parimente non torni addietro.31 Κατ' εκεινην την ημεραν οστις ευρεθη επι του δωματος και τα σκευη αυτου εν τη οικια, ας μη καταβη δια να λαβη αυτα, και οστις εν τω αγρω ομοιως ας μη επιστρεψη εις τα οπισω.
32 Ricordatevi della moglie di Lot.32 Ενθυμεισθε την γυναικα του Λωτ.
33 Chiunque cercherà di salvare l'anima sua, la perderà: e chiunque ne farà getto, daralle vita.33 Οστις ζητηση να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην, και οστις απολεση αυτην, θελει διαφυλαξει αυτην.
34 Vi dico, che in quella notte due saranno in un letto; uno sarà assunto, e l'altro sarà abbandonato.34 Σας λεγω, Εν τη νυκτι εκεινη θελουσιν εισθαι δυο επι μιας κλινης, ο εις παραλαμβανεται και ο αλλος αφινεται?
35 Due donne saranno a macinare insieme; una sarà assunta e l'altra sarà abbandonata: due (saranno) in un campo; uno sarà tratto a salvamento, l'altro abbandonato.35 δυο γυναικες θελουσιν αλεθει ομου, η μια παραλαμβανεται και η αλλη αφινεται?
36 Gli risposero, e dissero: Dove, o Signore?36 δυο θελουσιν εισθαι εν τω αγρω, ο εις παραλαμβανεται και ο αλλος αφινεται.
37 Ed ei disse loro: Dovunque sarà il corpo, ivi si raduneranno le aquile.37 Και αποκριθεντες λεγουσι προς αυτον? Που, Κυριε; Ο δε ειπε προς αυτους? Οπου ειναι το σωμα, εκει θελουσι συναχθη οι αετοι.