Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Salmi 104


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Celebrate il Signore e invocate il suo nome, proclamate fra ì popoli le sue gesta.1 Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Κυριε Θεε μου, εμεγαλυνθης σφοδρα? τιμην και μεγαλοπρεπειαν εισαι ενδεδυμενος?
2 A lui cantate, a lui salmeggiate, raccontate tutte le sue maraviglie.2 ο περιτυλιττομενος το φως ως ιματιον, ο εκτεινων τον ουρανον ως καταπετασμα?
3 Gloriatevi nel suo santo nome; gioisca il cuore di coloro che cercano il Signore.3 ο στεγαζων με υδατα τα υπερωα αυτου? ο ποιων τα νεφη αμαξαν αυτου? ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων?
4 Cercate il Signore e confortatevi, cercate sempre la sua faccia.4 ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα, τους λειτουργους αυτου πυρος φλογα?
5 Ricordatevi delle maraviglie da lui fatte, dei suoi prodigi e dei giudizi usciti dalla sua bocca.5 ο θεμελιων την γην επι την βασιν αυτης, δια να μη σαλευθη εις τον αιωνα του αιωνος.
6 O prole del suo servo Àbramo, o figli del suo eletto Giacobbe,6 Με την αβυσσον, ως με ιματιον, εκαλυψας αυτην? τα υδατα εσταθησαν επι των ορεων?
7 Egli è il Signore Dio nostro, per tutta la terra han valore i suoi giudizi.7 απο επιτιμησεως σου εφυγον? απο της φωνης της βροντης σου εσυρθησαν εν βια?
8 Si è sempre ricordato del suo patto, della sua parola da lui impegnata per mille generazioni,8 ανεβησαν εις τα ορη, κατεβησαν εις τας κοιλαδας, εις τοπον, τον οποιον διωρισας δι' αυτα?
9 Della parola data ad Abramo, del suo giuramento fatto ad Isacco,9 εθεσας οριον, το οποιον δεν θελουσιν υπερβη ουδε θελουσιν επιστρεψει δια να σκεπασωσι την γην.
10 Giuramento da lui stabilito come legge a Giacobbe, quale eterno patto a Israele,10 Ο εξαποστελλων πηγας εις τας φαραγγας, δια να ρεωσιν αναμεσον των ορεων?
11 Dicendo: « A te darò la terra di Canaan come porzione vostra ereditaria ».11 ποτιζουσι παντα τα θηρια του αγρου? οι αγριοι ονοι σβυνουσι την διψαν αυτων?
12 Sebbene fossero in piccol numero, pochissimi e stranieri nel paese,12 πλησιον αυτων τα πετεινα του ουρανου κατασκηνουσι, και αναμεσον των κλαδων κελαδουσιν.
13 E passassero di nazione in nazione, da un regno, da un popolo all'altro,13 Ο ποτιζων τα ορη εκ των υπερωων αυτου? απο του καρπου των εργων σου χορταινει η γη.
14 Non permise a nessuno di far loro del male, e in favore di essi castigò dei re.14 Ο αναδιδων χορτον δια τα κτηνη και βοτανην προς χρησιν του ανθρωπου, δια να εξαγη τροφην εκ της γης,
15 Non toccate le persone a me consacrate, non malignate sui miei profeti ».15 και οινον ευφραινοντα την καρδιαν του ανθρωπου, ελαιον δια να λαμπρυνη το προσωπον αυτου, και αρτον στηριζοντα την καρδιαν του ανθρωπου.
16 Poi chiamò sulla terra la fame, tolse tutto il sostegno del pane.16 Εχορτασθησαν τα δενδρα του Κυριου? αι κεδροι του Λιβανου, τας οποιας εφυτευσεν?
17 Mandò avanti di loro un uomo: Giuseppe fu venduto come schiavo.17 Οπου τα πετεινα καμνουσι φωλεας? αι πευκαι ειναι η κατοικια του πελαργου.
18 Strinsero nei ceppi i suoi piedi, le catene attraversarono la sua persona,18 Τα ορη τα υψηλα ειναι δια τας δορκαδας? αι πετραι καταφυγη εις τους δασυποδας.
19 Finché non si adempì la sua parola. La parola del Signore lo infiammò.19 Εκαμε την σεληνην δια τους καιρους? ο ηλιος γνωριζει την δυσιν αυτου.
20 Il re mandò a scioglierlo, il Signore dei popoli lo fece liberare.20 Φερεις σκοτος, και γινεται νυξ? εν αυτη περιφερονται παντα τα θηρια του δασους?
21 Lo costituì padrone della sua casa, a capo di tutti i suoi beni,21 οι σκυμνοι βρυχωνται δια να αρπασωσι, και να ζητησωσι παρα του Θεου την τροφην αυτων.
22 Affinchè comunicasse la sua sapienza ai suoi principi e la sua prudenza ai suoi vegliardi.22 Ο ηλιος ανατελλει? συναγονται και πλαγιαζουσιν εν τοις σπηλαιοις αυτων?
23 E Israele entrò in Egitto, Giacobbe fu pellegrino nella terra di Cam.23 εξερχεται ο ανθρωπος εις το εργον αυτου και εις την εργασιαν αυτου εως εσπερας.
24 E (Dio) moltiplicò grandemente il suo popolo e lo rese più potente dei suoi nemici,24 Ποσον μεγαλα ειναι τα εργα σου, Κυριε? τα παντα εν σοφια εποιησας? η γη ειναι πληρης των ποιηματων σου?
25 Dei quali volse il cuore ad odiare il suo popolo, a trattar perfidamente i suoi servi.25 αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος. Εκει ειναι ερπετα αναριθμητα, ζωα μικρα μετα μεγαλων?
26 Mandò il suo servo Mosè, Aronne, scelto da lui stesso.26 εκει διατρεχουσι τα πλοια? εκει ο Λευιαθαν ουτος, τον οποιον επλασας δια να παιζη εν αυτη.
27 Affidò loro la parola dei suoi miracoli, i prodigi da farsi nella terra di Cam.27 Παντα ταυτα επι σε ελπιζουσι, δια να δωσης εν καιρω την τροφην αυτων.
28 Mandò le tenebre e fece buio, e non rese vane le sue parole.28 Διδεις εις αυτα, συναγουσιν? ανοιγεις την χειρα σου, χορταινουσιν αγαθα.
29 Cangiò in sangue le loro acque e fece perire i loro pesci.29 Αποστρεφεις το προσωπον σου, ταραττονται? σηκονεις την πνοην αυτων, αποθνησκουσι και εις το χωμα αυτων επιστρεφουσιν?
30 La loro terra brulicò di rane nelle stesse camere dei loro re.30 εξαποστελλεις το πνευμα σου, κτιζονται, και ανανεονεις το προσωπον της γης.
31 Ad una sua parola apparvero i tafani e le zanzare in tutto il loro paese.31 Η δοξα του Κυριου εστω εις τον αιωνα? ας ευφραινεται ο Κυριος εις τα εργα αυτου?
32 Mandò loro, invece di pioggia, la grandine e fiamme di fuoco nella loro terra,32 ο επιβλεπων επι την γην και καμνων αυτην να τρεμη? εγγιζει τα ορη, και καπνιζουσι.
33 E colpì le loro vigne e i loro fichi, e fece in pezzi gli alberi delle loro contrade.33 Θελω ψαλλει εις τον Κυριον ενοσω ζω? θελω ψαλμωδει εις τον Θεον μου ενοσω υπαρχω.
34 Ad una sua parola vennero le locuste e bruchi senza numero,34 Η εις αυτον μελετη μου θελει εισθαι γλυκεια? εγω θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον.
35 E divorarono ogni verdura del loro paese e divorarono ogni frutto delle loro contrade.35 Ας εκλειψωσιν οι αμαρτωλοι απο της γης και οι ασεβεις ας μη υπαρχωσι πλεον. Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Αλληλουια.
36 E colpì ogni primogenito della loro terra, le primizie d'ogni loro vigore.
37 E fece partire il suo popolo carico d'oro e d'argento, e nelle sue tribù non c'era un malato.
38 Si rallegrò l'Egitto per la loro partenza, perchè lo spavento d'Israele li opprimeva.
39 Egli stese una nuvola a loro riparo e un fuoco perchè li illuminasse durante la notte.
40 A loro richiesta fece venire le quaglie e li saziò con pane del cielo.
41 Fendè la roccia e ne sgorgarono le acque, corsero come fiumi nel deserto.
42 Ben ricordando la sua santa parola data ad Abramo suo servo,
43 Condusse via il suo popolo festante, e i suoi eletti pieni di gioia,
44 E diede loro le terre delie genti, li fece padroni delle fatiche dei popoli,
45 Affinchè osservino i suoi comandameli ti e mettano in pratica la sua legge.