Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Deuxième livre des Chroniques 10


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Roboam se rendit à Sichem, car c'est à Sichem que tout Israël était venu pour le proclamerroi.1 Και υπηγεν ο Ροβοαμ εις Συχεμ? διοτι ηρχετο πας ο Ισραηλ εις Συχεμ δια να καμη αυτον βασιλεα.
2 Dès que Jéroboam fils de Nebat en fut informé -- il était en Egypte, où il avait fui le roiSalomon -- il revint d'Egypte.2 Και ως ηκουσε τουτο Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις ητο εν Αιγυπτω, οπου ειχε φυγει απο προσωπου Σολομωντος του βασιλεως, επεστρεψεν ο Ιεροβοαμ εξ Αιγυπτου,
3 On le fit appeler et il vint avec tout Israël. Ils parlèrent ainsi à Roboam:3 διοτι απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον. Τοτε ηλθον ο Ιεροβοαμ και πας ο Ισραηλ, και ελαλησαν προς τον Ροβοαμ, λεγοντες,
4 "Ton père a rendu pénible notre joug, allège maintenant le dur servage de ton père, lalourdeur du joug qu'il nous imposa, et nous te servirons."4 Ο πατηρ σου εσκληρυνε τον ζυγον ημων? τωρα λοιπον την δουλειαν την σκληραν του πατρος σου και τον ζυγον αυτου τον βαρυν, τον οποιον επεβαλεν εφ' ημας, ελαφρωσον συ, και θελομεν σοι δουλευει.
5 Il leur répondit: "Attendez trois jours, puis revenez vers moi." Et le peuple s'en alla.5 Ο δε ειπε προς αυτους, Επανελθετε προς εμε μετα τρεις ημερας. Και ανεχωρησεν ο λαος.
6 Le roi Roboam prit conseil des anciens, qui avaient servi son père Salomon de son vivant, etdemanda: "Que conseillez-vous de répondre à ce peuple?"6 Και συνεβουλευθη ο βασιλευς Ροβοαμ τους πρεσβυτερους, οιτινες παρισταντο ενωπιον Σολομωντος του πατρος αυτου ετι ζωντος, λεγων, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθω προς τον λαον τουτον;
7 Ils lui répondirent: "Si tu te montres bon envers ces gens, si tu leur es bienveillant et leurdonnes de bonnes paroles, alors ils resteront toujours tes serviteurs."7 Και ελαλησαν προς αυτον, λεγοντες, Εαν φερθης ευμενως προς τον λαον τουτον και ευαρεστησης εις αυτους, και λαλησης προς αυτους αγαθους λογους, τοτε θελουσιν εισθαι δουλοι σου δια παντος.
8 Mais il repoussa le conseil que les anciens lui avaient donné et consulta des jeunes gens quil'assistaient, ses compagnons d'enfance.8 Απερριψεν ομως την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον, και συνεβουλευθη τους νεους τους συνανατραφεντας μετ' αυτου, τους παρισταμενους ενωπιον αυτου.
9 Il leur demanda: "Que conseillez-vous que nous répondions à ce peuple, qui m'a parlé ainsi:Allège le joug que ton père nous a imposé?"9 Και ειπε προς αυτους, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθωμεν προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς εμε, λεγων, Ελαφρωσον τον ζυγον τον οποιον ο πατηρ σου επεβαλεν εφ' ημας;
10 Les jeunes gens, ses compagnons d'enfance, lui répondirent: "Voici ce que tu diras aupeuple qui t'a dit: Ton père a rendu pesant notre joug, mais toi allège notre charge, voici ce que tu leur répondras:Mon petit doigt est plus gros que les reins de mon père!10 Και ελαλησαν προς αυτον οι νεοι οι συνανατραφεντες μετ' αυτου, λεγοντες, Ουτω θελεις λαλησει προς τον λαον, οστις ελαλησε προς σε, λεγων, Ο πατηρ σου εβαρυνε τον ζυγον ημων, αλλα συ ελαφρωσον αυτον εις ημας? ουτω θελεις λαλησει προς αυτους? Ο μικρος μου δακτυλος θελει εισθαι παχυτερος της οσφυος του πατρος μου?
11 Ainsi mon père vous a fait porter un joug pesant, moi, j'ajouterai encore à votre joug; monpère vous a châtiés avec des lanières, je le ferai, moi, avec des fouets à pointes de fer!"11 τωρα λοιπον ο μεν πατηρ μου επεφορτισεν εις εσας ζυγον βαρυν, εγω δε θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, εγω δε θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
12 Jéroboam, avec tout le peuple, vint à Roboam le troisième jour, selon cet ordre qu'il avaitdonné: "Revenez vers moi le troisième jour."12 Και ηλθεν ο Ιεροβοαμ και πας ο λαος προς τον Ροβοαμ την τριτην ημεραν, ως ειχε λαλησει ο βασιλευς, λεγων, Επανελθετε προς εμε την τριτην ημεραν.
13 Le roi leur répondit durement. Le roi Roboam rejeta le conseil des anciens13 Και απεκριθη ο βασιλευς προς αυτους σκληρως? και εγκατελιπεν ο βασιλευς Ροβοαμ την συμβουλην των πρεσβυτερων,
14 et, suivant le conseil des jeunes, il leur parla ainsi: "Mon père a rendu pesant votre joug,moi j'y ajouterai encore; mon père vous a châtiés avec des lanières, je le ferai, moi, avec des fouets à pointes defer."14 και ελαλησε προς αυτους κατα την συμβουλην των νεων, λεγων, Ο πατηρ μου εβαρυνε τον ζυγον σας, αλλ' εγω θελω καμει αυτον βαρυτερον? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
15 Le roi n'écouta donc pas le peuple: c'était une intervention de Dieu, pour accomplir laparole que Yahvé avait dite à Jéroboam, fils de Nebat, par le ministère d'Ahiyya de Silo,15 Και δεν εισηκουσεν ο βασιλευς εις τον λαον? διοτι το πραγμα εγεινε παρα του Θεου, δια να εκτελεση ο Κυριος τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε δια του Αχια του Σηλωνιτου προς Ιεροβοαμ τον υιον του Ναβατ.
16 et à tous les Israélites, à savoir: que le roi ne les écouterait pas. Ils répliquèrent alors au roi:"Quelle part avons-nous sur David? Nous n'avons pas d'héritage sur le fils de Jessé. Chacun à ses tentes, Israël!Et maintenant, pourvois à ta maison, David."16 Και ιδων πας ο Ισραηλ οτι ο βασιλευς δεν εισηκουσεν εις αυτους, απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα, λεγων, Τι μερος εχομεν ημεις εις τον Δαβιδ; ουδεμιαν κληρονομιαν εχομεν εις τον υιον του Ιεσσαι? εις τας σκηνας σου εκαστος, Ισραηλ? προβλεψον τωρα, Δαβιδ, περι του οικου σου. Και ανεχωρησε πας ο Ισραηλ εις τας σκηνας αυτου.
17 Quant aux Israélites qui habitaient les villes de Juda, Roboam régna sur eux.17 Περι δε των υιων Ισραηλ των κατοικουντων εν ταις πολεσιν Ιουδα, ο Ροβοαμ εβασιλευσεν επ' αυτους.
18 Le roi Roboam dépêcha Adoram, le chef de la corvée, mais les Israélites le lapidèrent et ilmourut; alors le roi Roboam se vit contraint de monter sur son char pour fuir à Jérusalem. Et Israël fut séparé dela maison de David, jusqu'à ce jour.18 Και απεστειλεν ο βασιλευς Ροβοαμ τον Αδωραμ, τον επι των φορων? και ελιθοβολησαν αυτον οι υιοι Ισραηλ με λιθους, και απεθανεν. Οθεν εσπευσεν ο βασιλευς Ροβοαμ να αναβη εις την αμαξαν, δια να φυγη εις Ιερουσαλημ.
19 Ουτως απεστατησεν ο Ισραηλ απο του οικου του Δαβιδ, εως της ημερας ταυτης.