Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 31


font
LXXVULGATA
1 διαθηκην εθεμην τοις οφθαλμοις μου και ου συνησω επι παρθενον1 Pepigi fœdus cum oculis meis,
ut ne cogitarem quidem de virgine.
2 και τι εμερισεν ο θεος απανωθεν και κληρονομια ικανου εξ υψιστων2 Quam enim partem haberet in me Deus desuper,
et hæreditatem Omnipotens de excelsis ?
3 ουχι απωλεια τω αδικω και απαλλοτριωσις τοις ποιουσιν ανομιαν3 Numquid non perditio est iniquo,
et alienatio operantibus injustitiam ?
4 ουχι αυτος οψεται οδον μου και παντα τα διαβηματα μου εξαριθμησεται4 Nonne ipse considerat vias meas,
et cunctos gressus meos dinumerat ?
5 ει δε ημην πεπορευμενος μετα γελοιαστων ει δε και εσπουδασεν ο πους μου εις δολον5 Si ambulavi in vanitate,
et festinavit in dolo pes meus,
6 ισταιη με αρα εν ζυγω δικαιω οιδεν δε ο κυριος την ακακιαν μου6 appendat me in statera justa,
et sciat Deus simplicitatem meam.
7 ει εξεκλινεν ο πους μου εκ της οδου ει δε και τω οφθαλμω επηκολουθησεν η καρδια μου ει δε και ταις χερσιν μου ηψαμην δωρων7 Si declinavit gressus meus de via,
et si secutum est oculos meos cor meum,
et si manibus meis adhæsit macula,
8 σπειραιμι αρα και αλλοι φαγοισαν αρριζος δε γενοιμην επι γης8 seram, et alius comedat,
et progenies mea eradicetur.
9 ει εξηκολουθησεν η καρδια μου γυναικι ανδρος ετερου ει και εγκαθετος εγενομην επι θυραις αυτης9 Si deceptum est cor meum super muliere,
et si ad ostium amici mei insidiatus sum,
10 αρεσαι αρα και η γυνη μου ετερω τα δε νηπια μου ταπεινωθειη10 scortum alterius sit uxor mea,
et super illam incurventur alii.
11 θυμος γαρ οργης ακατασχετος το μιαναι ανδρος γυναικα11 Hoc enim nefas est,
et iniquitas maxima.
12 πυρ γαρ εστιν καιομενον επι παντων των μερων ου δ' αν επελθη εκ ριζων απωλεσεν12 Ignis est usque ad perditionem devorans,
et omnia eradicans genimina.
13 ει δε και εφαυλισα κριμα θεραποντος μου η θεραπαινης κρινομενων αυτων προς με13 Si contempsi subire judicium cum servo meo et ancilla mea,
cum disceptarent adversum me :
14 τι γαρ ποιησω εαν ετασιν μου ποιησηται ο κυριος εαν δε και επισκοπην τινα αποκρισιν ποιησομαι14 quid enim faciam cum surrexerit ad judicandum Deus ?
et cum quæsierit, quid respondebo illi ?
15 ποτερον ουχ ως και εγω εγενομην εν γαστρι και εκεινοι γεγονασιν γεγοναμεν δε εν τη αυτη κοιλια15 Numquid non in utero fecit me, qui et illum operatus est,
et formavit me in vulva unus ?
16 αδυνατοι δε χρειαν ην ποτ' ειχον ουκ απετυχον χηρας δε τον οφθαλμον ουκ εξετηξα16 Si negavi quod volebant pauperibus,
et oculos viduæ expectare feci ;
17 ει δε και τον ψωμον μου εφαγον μονος και ουχι ορφανω μετεδωκα17 si comedi buccellam meam solus,
et non comedit pupillus ex ea
18 οτι εκ νεοτητος μου εξετρεφον ως πατηρ και εκ γαστρος μητρος μου ωδηγησα18 (quia ab infantia mea crevit mecum miseratio,
et de utero matris meæ egressa est mecum) ;
19 ει δε και υπερειδον γυμνον απολλυμενον και ουκ ημφιασα19 si despexi pereuntem, eo quod non habuerit indumentum,
et absque operimento pauperem ;
20 αδυνατοι δε ει μη ευλογησαν με απο δε κουρας αμνων μου εθερμανθησαν οι ωμοι αυτων20 si non benedixerunt mihi latera ejus,
et de velleribus ovium mearum calefactus est ;
21 ει επηρα ορφανω χειρα πεποιθως οτι πολλη μοι βοηθεια περιεστιν21 si levavi super pupillum manum meam,
etiam cum viderem me in porta superiorem :
22 αποσταιη αρα ο ωμος μου απο της κλειδος ο δε βραχιων μου απο του αγκωνος μου συντριβειη22 humerus meus a junctura sua cadat,
et brachium meum cum suis ossibus confringatur.
23 φοβος γαρ κυριου συνεσχεν με και απο του λημματος αυτου ουχ υποισω23 Semper enim quasi tumentes super me fluctus timui Deum,
et pondus ejus ferre non potui.
24 ει εταξα χρυσιον ισχυν μου ει δε και λιθω πολυτελει επεποιθησα24 Si putavi aurum robur meum,
et obrizo dixi : Fiducia mea ;
25 ει δε και ευφρανθην πολλου πλουτου μοι γενομενου ει δε και επ' αναριθμητοις εθεμην χειρα μου25 si lætatus sum super multis divitiis meis,
et quia plurima reperit manus mea ;
26 η ουχ ορω μεν ηλιον τον επιφαυσκοντα εκλειποντα σεληνην δε φθινουσαν ου γαρ επ' αυτοις εστιν26 si vidi solem cum fulgeret,
et lunam incedentem clare,
27 και ει ηπατηθη λαθρα η καρδια μου ει δε και χειρα μου επιθεις επι στοματι μου εφιλησα27 et lætatum est in abscondito cor meum,
et osculatus sum manum meam ore meo :
28 και τουτο μοι αρα ανομια η μεγιστη λογισθειη οτι εψευσαμην εναντιον κυριου του υψιστου28 quæ est iniquitas maxima,
et negatio contra Deum altissimum.
29 ει δε και επιχαρης εγενομην πτωματι εχθρων μου και ειπεν η καρδια μου ευγε29 Si gavisus sum ad ruinam ejus qui me oderat,
et exsultavi quod invenisset eum malum :
30 ακουσαι αρα το ους μου την καταραν μου θρυληθειην δε αρα υπο λαου μου κακουμενος30 non enim dedi ad peccandum guttur meum,
ut expeterem maledicens animam ejus.
31 ει δε και πολλακις ειπον αι θεραπαιναι μου τις αν δωη ημιν των σαρκων αυτου πλησθηναι λιαν μου χρηστου οντος31 Si non dixerunt viri tabernaculi mei :
Quis det de carnibus ejus, ut saturemur ?
32 εξω δε ουκ ηυλιζετο ξενος η δε θυρα μου παντι ελθοντι ανεωκτο32 foris non mansit peregrinus :
ostium meum viatori patuit.
33 ει δε και αμαρτων ακουσιως εκρυψα την αμαρτιαν μου33 Si abscondi quasi homo peccatum meum,
et celavi in sinu meo iniquitatem meam ;
34 ου γαρ διετραπην πολυοχλιαν πληθους του μη εξαγορευσαι ενωπιον αυτων ει δε και ειασα αδυνατον εξελθειν θυραν μου κολπω κενω34 si expavi ad multitudinem nimiam,
et despectio propinquorum terruit me :
et non magis tacui, nec egressus sum ostium.
35 τις δωη ακουοντα μου χειρα δε κυριου ει μη εδεδοικειν συγγραφην δε ην ειχον κατα τινος35 Quis mihi tribuat auditorem,
ut desiderium meum audiat Omnipotens,
et librum scribat ipse qui judicat,
36 επ' ωμοις αν περιθεμενος στεφανον ανεγινωσκον36 ut in humero meo portem illum,
et circumdem illum quasi coronam mihi ?
37 και ει μη ρηξας αυτην απεδωκα ουθεν λαβων παρα χρεοφειλετου37 Per singulos gradus meos pronuntiabo illum,
et quasi principi offeram eum.
38 ει επ' εμοι ποτε η γη εστεναξεν ει δε και οι αυλακες αυτης εκλαυσαν ομοθυμαδον38 Si adversum me terra mea clamat,
et cum ipsa sulci ejus deflent :
39 ει δε και την ισχυν αυτης εφαγον μονος ανευ τιμης ει δε και ψυχην κυριου της γης εκβαλων ελυπησα39 si fructus ejus comedi absque pecunia,
et animam agricolarum ejus afflixi :
40 αντι πυρου αρα εξελθοι μοι κνιδη αντι δε κριθης βατος και επαυσατο ιωβ ρημασιν40 pro frumento oriatur mihi tribulus,
et pro hordeo spina. Finita sunt verba Job.