Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Ezechiele 9


font
BIBBIA TINTORILXX
1 Ed egli con gran voce gridò nei miei orecchi: « I castighi della città son vicini, ognuno ha in mano lo strumento per uccidere, ».1 και ανεκραγεν εις τα ωτα μου φωνη μεγαλη λεγων ηγγικεν η εκδικησις της πολεως και εκαστος ειχεν τα σκευη της εξολεθρευσεως εν χειρι αυτου
2 Ed ecco venir sei uomini per la via della porta superiore, che guarda a settentrione; ciascuno aveva in mano uno strumento di morte; in mezzo a loro vi era pure un uomo vestito di lino, che aveva appeso ai fianchi un calamaio per scrivere. Entrarono e si fermarono presso l'altare di bronzo.2 και ιδου εξ ανδρες ηρχοντο απο της οδου της πυλης της υψηλης της βλεπουσης προς βορραν και εκαστου πελυξ εν τη χειρι αυτου και εις ανηρ εν μεσω αυτων ενδεδυκως ποδηρη και ζωνη σαπφειρου επι της οσφυος αυτου και εισηλθοσαν και εστησαν εχομενοι του θυσιαστηριου του χαλκου
3 E la gloria del Signore d'Israele si alzò al di sopra dei Cherubini, sui quali stava, e andò alla soglia della casa. E, chiamato l'uomo che era vestito di lino ed aveva ai fianchi il calamaio,3 και δοξα θεου του ισραηλ ανεβη απο των χερουβιν η ουσα επ' αυτων εις το αιθριον του οικου και εκαλεσεν τον ανδρα τον ενδεδυκοτα τον ποδηρη ος ειχεν επι της οσφυος αυτου την ζωνην
4 il Signore gli disse: « Va per la città, per mezzo a Gerusalemme, e segna un Tau sulle fronti degli uomini che gemono e piangono per tutte le abominazioni che vi si commettono ».4 και ειπεν προς αυτον διελθε μεσην την ιερουσαλημ και δος το σημειον επι τα μετωπα των ανδρων των καταστεναζοντων και των κατωδυνωμενων επι πασαις ταις ανομιαις ταις γινομεναις εν μεσω αυτης
5 E agli altri, mentre io sentivo, disse: « Andate per la città dietro a lui e colpite: non s'impietosisca il vostro occhio, siate senza misericordia.5 και τουτοις ειπεν ακουοντος μου πορευεσθε οπισω αυτου εις την πολιν και κοπτετε και μη φειδεσθε τοις οφθαλμοις υμων και μη ελεησητε
6 Uccidete vecchi, giovani, vergini, bambini, donne, fino allo sterminio; tutti quelli però sopra i quali vedrete il Tau non li uccidete, e cmninciate dal mio santuario ». Cominciarono dunque da quelli anziani che eran davanti al tempio.6 πρεσβυτερον και νεανισκον και παρθενον και νηπια και γυναικας αποκτεινατε εις εξαλειψιν επι δε παντας εφ' ους εστιν το σημειον μη εγγισητε και απο των αγιων μου αρξασθε και ηρξαντο απο των ανδρων των πρεσβυτερων οι ησαν εσω εν τω οικω
7 E disse loro: « Contaminate la casa e riempite i cortili di uccisi. Uscite ». Ed essi uscirono a colpire quelli che erano nella città.7 και ειπεν προς αυτους μιανατε τον οικον και πλησατε τας οδους νεκρων εκπορευομενοι και κοπτετε
8 E finita la strage, io rimasi e mi gettai bocconi, e alzando le grida, dico: «Ahi, ahi, ahi! Signore Dio, disperderai dunque tutti gli avanzi d'Israele, versando il tuo furore sopra Gerusalemme? »8 και εγενετο εν τω κοπτειν αυτους και πιπτω επι προσωπον μου και ανεβοησα και ειπα οιμμοι κυριε εξαλειφεις συ τους καταλοιπους του ισραηλ εν τω εκχεαι σε τον θυμον σου επι ιερουσαλημ
9 E mi disse: « L'iniquità della casa d'Israele e di Giuda è grande, troppo grande, e la terra è piena di sangue, e la città è piena di ribellione, perchè van dicendo: Il Signore ha abbandonata la terra, il Signore non vede.9 και ειπεν προς με αδικια του οικου ισραηλ και ιουδα μεμεγαλυνται σφοδρα σφοδρα οτι επλησθη η γη λαων πολλων και η πολις επλησθη αδικιας και ακαθαρσιας οτι ειπαν εγκαταλελοιπεν κυριος την γην ουκ εφορα ο κυριος
10 Per questo il mio occhio non avrà pietà, sarò senza misericordia: le loro opere le farò ricadere sopra il loro capo ».10 και ου φεισεται μου ο οφθαλμος ουδε μη ελεησω τας οδους αυτων εις κεφαλας αυτων δεδωκα
11 Ed ecco che l'uomo vestito di lino e munito di calamaio ai fianchi portò la risposta dicendo: « Ho fatto come tu mi hai comandato ».11 και ιδου ο ανηρ ο ενδεδυκως τον ποδηρη και εζωσμενος τη ζωνη την οσφυν αυτου και απεκρινατο λεγων πεποιηκα καθως ενετειλω μοι