ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 106
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω οτι χρηστος οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου | 1 Alleluja. Confitemini Domino, quoniam bonus, quoniam in sæculum misericordia ejus. |
2 ειπατωσαν οι λελυτρωμενοι υπο κυριου ους ελυτρωσατο εκ χειρος εχθρου | 2 Dicant qui redempti sunt a Domino, quos redemit de manu inimici, et de regionibus congregavit eos, |
3 εκ των χωρων συνηγαγεν αυτους απο ανατολων και δυσμων και βορρα και θαλασσης | 3 a solis ortu, et occasu, ab aquilone, et mari. |
4 επλανηθησαν εν τη ερημω εν ανυδρω οδον πολεως κατοικητηριου ουχ ευρον | 4 Erraverunt in solitudine, in inaquoso ; viam civitatis habitaculi non invenerunt. |
5 πεινωντες και διψωντες η ψυχη αυτων εν αυτοις εξελιπεν | 5 Esurientes et sitientes, anima eorum in ipsis defecit. |
6 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων ερρυσατο αυτους | 6 Et clamaverunt ad Dominum cum tribularentur, et de necessitatibus eorum eripuit eos ; |
7 και ωδηγησεν αυτους εις οδον ευθειαν του πορευθηναι εις πολιν κατοικητηριου | 7 et deduxit eos in viam rectam, ut irent in civitatem habitationis. |
8 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων | 8 Confiteantur Domino misericordiæ ejus, et mirabilia ejus filiis hominum. |
9 οτι εχορτασεν ψυχην κενην και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν αγαθων | 9 Quia satiavit animam inanem, et animam esurientem satiavit bonis. |
10 καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου πεπεδημενους εν πτωχεια και σιδηρω | 10 Sedentes in tenebris et umbra mortis ; vinctos in mendicitate et ferro. |
11 οτι παρεπικραναν τα λογια του θεου και την βουλην του υψιστου παρωξυναν | 11 Quia exacerbaverunt eloquia Dei, et consilium Altissimi irritaverunt. |
12 και εταπεινωθη εν κοποις η καρδια αυτων ησθενησαν και ουκ ην ο βοηθων | 12 Et humiliatum est in laboribus cor eorum ; infirmati sunt, nec fuit qui adjuvaret. |
13 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων εσωσεν αυτους | 13 Et clamaverunt ad Dominum cum tribularentur ; et de necessitatibus eorum liberavit eos. |
14 και εξηγαγεν αυτους εκ σκοτους και σκιας θανατου και τους δεσμους αυτων διερρηξεν | 14 Et eduxit eos de tenebris et umbra mortis, et vincula eorum dirupit. |
15 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων | 15 Confiteantur Domino misericordiæ ejus, et mirabilia ejus filiis hominum. |
16 οτι συνετριψεν πυλας χαλκας και μοχλους σιδηρους συνεκλασεν | 16 Quia contrivit portas æreas, et vectes ferreos confregit. |
17 αντελαβετο αυτων εξ οδου ανομιας αυτων δια γαρ τας ανομιας αυτων εταπεινωθησαν | 17 Suscepit eos de via iniquitatis eorum ; propter injustitias enim suas humiliati sunt. |
18 παν βρωμα εβδελυξατο η ψυχη αυτων και ηγγισαν εως των πυλων του θανατου | 18 Omnem escam abominata est anima eorum, et appropinquaverunt usque ad portas mortis. |
19 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων εσωσεν αυτους | 19 Et clamaverunt ad Dominum cum tribularentur, et de necessitatibus eorum liberavit eos. |
20 απεστειλεν τον λογον αυτου και ιασατο αυτους και ερρυσατο αυτους εκ των διαφθορων αυτων | 20 Misit verbum suum, et sanavit eos, et eripuit eos de interitionibus eorum. |
21 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων | 21 Confiteantur Domino misericordiæ ejus, et mirabilia ejus filiis hominum. |
22 και θυσατωσαν θυσιαν αινεσεως και εξαγγειλατωσαν τα εργα αυτου εν αγαλλιασει | 22 Et sacrificent sacrificium laudis, et annuntient opera ejus in exsultatione. |
23 οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν εν πλοιοις ποιουντες εργασιαν εν υδασι πολλοις | 23 Qui descendunt mare in navibus, facientes operationem in aquis multis : |
24 αυτοι ειδοσαν τα εργα κυριου και τα θαυμασια αυτου εν τω βυθω | 24 ipsi viderunt opera Domini, et mirabilia ejus in profundo. |
25 ειπεν και εστη πνευμα καταιγιδος και υψωθη τα κυματα αυτης | 25 Dixit, et stetit spiritus procellæ, et exaltati sunt fluctus ejus. |
26 αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων η ψυχη αυτων εν κακοις ετηκετο | 26 Ascendunt usque ad cælos, et descendunt usque ad abyssos ; anima eorum in malis tabescebat. |
27 εταραχθησαν εσαλευθησαν ως ο μεθυων και πασα η σοφια αυτων κατεποθη | 27 Turbati sunt, et moti sunt sicut ebrius, et omnis sapientia eorum devorata est. |
28 και εκεκραξαν προς κυριον εν τω θλιβεσθαι αυτους και εκ των αναγκων αυτων εξηγαγεν αυτους | 28 Et clamaverunt ad Dominum cum tribularentur ; et de necessitatibus eorum eduxit eos. |
29 και επεταξεν τη καταιγιδι και εστη εις αυραν και εσιγησαν τα κυματα αυτης | 29 Et statuit procellam ejus in auram, et siluerunt fluctus ejus. |
30 και ευφρανθησαν οτι ησυχασαν και ωδηγησεν αυτους επι λιμενα θεληματος αυτων | 30 Et lætati sunt quia siluerunt ; et deduxit eos in portum voluntatis eorum. |
31 εξομολογησασθωσαν τω κυριω τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τοις υιοις των ανθρωπων | 31 Confiteantur Domino misericordiæ ejus, et mirabilia ejus filiis hominum. |
32 υψωσατωσαν αυτον εν εκκλησια λαου και εν καθεδρα πρεσβυτερων αινεσατωσαν αυτον | 32 Et exaltent eum in ecclesia plebis, et in cathedra seniorum laudent eum. |
33 εθετο ποταμους εις ερημον και διεξοδους υδατων εις διψαν | 33 Posuit flumina in desertum, et exitus aquarum in sitim ; |
34 γην καρποφορον εις αλμην απο κακιας των κατοικουντων εν αυτη | 34 terram fructiferam in salsuginem, a malitia inhabitantium in ea. |
35 εθετο ερημον εις λιμνας υδατων και γην ανυδρον εις διεξοδους υδατων | 35 Posuit desertum in stagna aquarum, et terram sine aqua in exitus aquarum. |
36 και κατωκισεν εκει πεινωντας και συνεστησαντο πολιν κατοικεσιας | 36 Et collocavit illic esurientes, et constituerunt civitatem habitationis : |
37 και εσπειραν αγρους και εφυτευσαν αμπελωνας και εποιησαν καρπον γενηματος | 37 et seminaverunt agros et plantaverunt vineas, et fecerunt fructum nativitatis. |
38 και ευλογησεν αυτους και επληθυνθησαν σφοδρα και τα κτηνη αυτων ουκ εσμικρυνεν | 38 Et benedixit eis, et multiplicati sunt nimis ; et jumenta eorum non minoravit. |
39 και ωλιγωθησαν και εκακωθησαν απο θλιψεως κακων και οδυνης | 39 Et pauci facti sunt et vexati sunt, a tribulatione malorum et dolore. |
40 εξεχυθη εξουδενωσις επ' αρχοντας και επλανησεν αυτους εν αβατω και ουχ οδω | 40 Effusa est contemptio super principes : et errare fecit eos in invio, et non in via. |
41 και εβοηθησεν πενητι εκ πτωχειας και εθετο ως προβατα πατριας | 41 Et adjuvit pauperem de inopia, et posuit sicut oves familias. |
42 οψονται ευθεις και ευφρανθησονται και πασα ανομια εμφραξει το στομα αυτης | 42 Videbunt recti, et lætabuntur ; et omnis iniquitas oppilabit os suum. |
43 τις σοφος και φυλαξει ταυτα και συνησουσιν τα ελεη του κυριου | 43 Quis sapiens, et custodiet hæc, et intelliget misericordias Domini ? |