ΙΩΒ - Giobbe - Job 39
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | VULGATA |
---|---|
1 Γνωριζεις τον καιρον του τοκετου των αγριων αιγων του βραχου; δυνασαι να σημειωσης ποτε γεννωσιν αι ελαφοι; | 1 Numquid nosti tempus partus ibicum in petris, vel parturientes cervas observasti ? |
2 Δυνασαι να αριθμησης τους μηνας τους οποιους πληρουσιν; η γνωριζεις τον καιρον του τοκετου αυτων; | 2 Dinumerasti menses conceptus earum, et scisti tempus partus earum ? |
3 Αυται συγκαμπτονται, γεννωσι τα παιδια αυτων, ελευθερονονται απο των ωδινων αυτων. | 3 Incurvantur ad fœtum, et pariunt, et rugitus emittunt. |
4 Τα τεκνα αυτων ενδυναμουνται, αυξανουσιν εν τη πεδιαδι? εξερχονται και δεν επιστρεφουσι πλεον εις αυτας. | 4 Separantur filii earum, et pergunt ad pastum : egrediuntur, et non revertuntur ad eas. |
5 Τις εξαπεστειλεν ελευθερον τον αγριον ονον; η τις ελυσε τους δεσμους αυτου; | 5 Quis dimisit onagrum liberum, et vincula ejus quis solvit ? |
6 του οποιου οικιαν εκαμον την ερημον, και την αλμυριδα κατοικιαν αυτου. | 6 cui dedi in solitudine domum, et tabernacula ejus in terra salsuginis. |
7 Καταγελα του θορυβου της πολεως? δεν ακουει την κραυγην του εργοδιωκτου. | 7 Contemnit multitudinem civitatis : clamorem exactoris non audit. |
8 Κατασκοπευει τα ορη δια βοσκην αυτου, και υπαγει ζητων κατοπιν παντος ειδους χλοης. | 8 Circumspicit montes pascuæ suæ, et virentia quæque perquirit. |
9 Θελει ευχαριστηθη ο μονοκερως να σε δουλευη, η θελει διανυκτερευσει εν τη φατνη σου; | 9 Numquid volet rhinoceros servire tibi, aut morabitur ad præsepe tuum ? |
10 Δυνασαι να δεσης τον μονοκερων με τον δεσμον αυτου προς αροτριασιν; η θελει ομαλιζει τας πεδιαδας οπισω σου; | 10 Numquid alligabis rhinocerota ad arandum loro tuo, aut confringet glebas vallium post te ? |
11 Θελεις βαλει το θαρρος σου εις αυτον, διοτι η δυναμις αυτου ειναι μεγαλη; η θελεις αφησει την εργασιαν σου επ' αυτον; | 11 Numquid fiduciam habebis in magna fortitudine ejus, et derelinques ei labores tuos ? |
12 Θελεις εμπιστευθη εις αυτον να σοι φερη τον σπορον σου και να συναξη αυτον εν τω αλωνιω σου; | 12 Numquid credes illi quod sementem reddat tibi, et aream tuam congreget ? |
13 Εδωκας συ τας ωραιας πτερυγας εις τους ταωνας; η πτερυγας και πτερα εις την στρουθοκαμηλον; | 13 Penna struthionis similis est pennis herodii et accipitris. |
14 ητις αφινει τα ωα αυτης εις την γην και θαλπει αυτα επι του χωματος, | 14 Quando derelinquit ova sua in terra, tu forsitan in pulvere calefacies ea ? |
15 και λησμονει οτι ο πους ενδεχεται να συντριψη αυτα, η το θηριον του αγρου να καταπατηση αυτα? | 15 Obliviscitur quod pes conculcet ea, aut bestia agri conterat. |
16 σκληρυνεται κατα των τεκνων αυτης, ως να μη ησαν αυτης? ματαιως εκοπιασε, μη φοβουμενη? | 16 Duratur ad filios suos, quasi non sint sui : frustra laboravit, nullo timore cogente. |
17 διοτι ο Θεος εστερησεν αυτην απο σοφιας και δεν εμοιρασεν εις αυτην συνεσιν? | 17 Privavit enim eam Deus sapientia, nec dedit illi intelligentiam. |
18 οσακις σηκονεται ορθιος, καταγελα του ιππου και του αναβατου αυτου. | 18 Cum tempus fuerit, in altum alas erigit : deridet equum et ascensorem ejus. |
19 Συ εδωκας δυναμιν εις τον ιππον; περιενεδυσας τον τραχηλον αυτου με βροντην; | 19 Numquid præbebis equo fortitudinem, aut circumdabis collo ejus hinnitum ? |
20 συ καμνεις αυτον να πηδα ως ακρις; το γαυριαμα των μυκτηρων αυτου ειναι τρομερον? | 20 Numquid suscitabis eum quasi locustas ? gloria narium ejus terror. |
21 ανασκαπτει εν τη κοιλαδι και αγαλλεται εις την δυναμιν αυτου? εξερχεται εις απαντησιν των οπλων? | 21 Terram ungula fodit ; exultat audacter : in occursum pergit armatis. |
22 καταγελα του φοβου και δεν τρομαζει? ουδε στρεφει απο προσωπου ρομφαιας? | 22 Contemnit pavorem, nec cedit gladio. |
23 η φαρετρα κροταλιζει κατ' αυτου, η εξαστραπτουσα λογχη και το δορυ. | 23 Super ipsum sonabit pharetra ; vibrabit hasta et clypeus : |
24 Καταπινει την γην εν αγριοτητι και μανια? και δεν πιστευει οτι ηχει σαλπιγξ? | 24 fervens et fremens sorbet terram, nec reputat tubæ sonare clangorem. |
25 αμα δε τη φωνη της σαλπιγγος, λεγει, Α, α και μακροθεν οσφραινεται την μαχην, την κραυγην των στρατηγων και τον αλαλαγμον. | 25 Ubi audierit buccinam, dicit : Vah ! procul odoratur bellum : exhortationem ducum, et ululatum exercitus. |
26 Δια της σοφιας σου πετα ο ιεραξ και απλονει τας πτερυγας αυτου προς νοτον; | 26 Numquid per sapientiam tuam plumescit accipiter, expandens alas suas ad austrum ? |
27 Εις την προσταγην σου ανυψουται ο αετος και καμνει την φωλεαν αυτου εν τοις υψηλοις; | 27 Numquid ad præceptum tuum elevabitur aquila, et in arduis ponet nidum suum ? |
28 Κατοικει επι βραχου και διατριβει, επι αποτομου βραχου και επι αβατων τοπων? | 28 In petris manet, et in præruptis silicibus commoratur, atque inaccessis rupibus. |
29 εκειθεν αναζητει τροφην? οι οφθαλμοι αυτου σκοπευουσι μακροθεν? | 29 Inde contemplatur escam, et de longe oculi ejus prospiciunt. |
30 και οι νεοσσοι αυτου αιμα πινουσι? και οπου πτωματα, εκει και αυτος. | 30 Pulli ejus lambent sanguinem : et ubicumque cadaver fuerit, statim adest. |
31 Et adjecit Dominus, et locutus est ad Job : | |
32 Numquid qui contendit cum Deo, tam facile conquiescit ? utique qui arguit Deum, debet respondere ei. | |
33 Respondens autem Job Domino, dixit : | |
34 Qui leviter locutus sum, respondere quid possum ? manum meam ponam super os meum. | |
35 Unum locutus sum, quod utinam non dixissem : et alterum, quibus ultra non addam. |