Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 39


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Γνωριζεις τον καιρον του τοκετου των αγριων αιγων του βραχου; δυνασαι να σημειωσης ποτε γεννωσιν αι ελαφοι;1 Or conoscesti lo [tempo del] parto della cicogna partoriente nelle pietre, e le partorienti cerve osservasti?
2 Δυνασαι να αριθμησης τους μηνας τους οποιους πληρουσιν; η γνωριζεις τον καιρον του τοκετου αυτων;2 Annumerasti li mesi dello loro concepimento, e sapesti lo tempo dello loro parto?
3 Αυται συγκαμπτονται, γεννωσι τα παιδια αυτων, ελευθερονονται απο των ωδινων αυτων.3 Inchinansi [al] lo parto, e partoriscono, e mandano ruggiti.
4 Τα τεκνα αυτων ενδυναμουνται, αυξανουσιν εν τη πεδιαδι? εξερχονται και δεν επιστρεφουσι πλεον εις αυτας.4 Spartonsi li loro figliuoli, e vanno a pascere; e non tornano a loro.
5 Τις εξαπεστειλεν ελευθερον τον αγριον ονον; η τις ελυσε τους δεσμους αυτου;5 Chi lasciò l'asino libero, e li suoi legami chi discioglie?
6 του οποιου οικιαν εκαμον την ερημον, και την αλμυριδα κατοικιαν αυτου.6 A cui diedi nella solitudine la casa, e li suoi tabernacoli nella terra di salsedine.
7 Καταγελα του θορυβου της πολεως? δεν ακουει την κραυγην του εργοδιωκτου.7 Dispregia la moltitudine della cittade, lo grido dello riscotitore non ode.
8 Κατασκοπευει τα ορη δια βοσκην αυτου, και υπαγει ζητων κατοπιν παντος ειδους χλοης.8 Ragguarda li monti della sua pastura, e domanda tutte le cose virenti.
9 Θελει ευχαριστηθη ο μονοκερως να σε δουλευη, η θελει διανυκτερευσει εν τη φατνη σου;9 Or vorrà lo unicorno servire a te, ovvero starà alla tua mangiatoia?
10 Δυνασαι να δεσης τον μονοκερων με τον δεσμον αυτου προς αροτριασιν; η θελει ομαλιζει τας πεδιαδας οπισω σου;10 O ligherai lo unicorno alla tua brena per arare? ovver romperà la terra delle valli dopo a te?
11 Θελεις βαλει το θαρρος σου εις αυτον, διοτι η δυναμις αυτου ειναι μεγαλη; η θελεις αφησει την εργασιαν σου επ' αυτον;11 Or (non) avrai tu fidanza nella sua grande fortezza, e lascerai a lui le tue (grandi) fatiche?
12 Θελεις εμπιστευθη εις αυτον να σοι φερη τον σπορον σου και να συναξη αυτον εν τω αλωνιω σου;12 Or (non) crederai tu a lui, quando ti renderà la sementa, e l'aja tua ragunerà?
13 Εδωκας συ τας ωραιας πτερυγας εις τους ταωνας; η πτερυγας και πτερα εις την στρουθοκαμηλον;13 La penna dello struzzo è simile alle penne dello erodio e dello sparviero,
14 ητις αφινει τα ωα αυτης εις την γην και θαλπει αυτα επι του χωματος,14 lo quale abbandona nella terra l' uova sue; forse che tu le riscaldi nella polvere?
15 και λησμονει οτι ο πους ενδεχεται να συντριψη αυτα, η το θηριον του αγρου να καταπατηση αυτα?15 Dimènticasi che lo piede le conculca, o che le bestie del campo le schiacciano.
16 σκληρυνεται κατα των τεκνων αυτης, ως να μη ησαν αυτης? ματαιως εκοπιασε, μη φοβουμενη?16 Durerà a' suoi figliuoli, quasi come non sieno suoi; indarno s' affaticò, non lo costrignendo alcuno [timore].
17 διοτι ο Θεος εστερησεν αυτην απο σοφιας και δεν εμοιρασεν εις αυτην συνεσιν?17 E Iddio la privò della sapienza, nè non li diede intelligenza.
18 οσακις σηκονεται ορθιος, καταγελα του ιππου και του αναβατου αυτου.18 Quando lo tempo sarae, in alto l' ale dirizza; fassi beffe dello cavallo e dello suo salitore.
19 Συ εδωκας δυναμιν εις τον ιππον; περιενεδυσας τον τραχηλον αυτου με βροντην;19 Or darai tu allo cavallo la forza, ovvero intornierai allo collo suo lo (suo) innito (ovver grido)?
20 συ καμνεις αυτον να πηδα ως ακρις; το γαυριαμα των μυκτηρων αυτου ειναι τρομερον?20 Ovvero susciterai lui, quasi come grilli? la gloria delli nasi suoi è paura.
21 ανασκαπτει εν τη κοιλαδι και αγαλλεται εις την δυναμιν αυτου? εξερχεται εις απαντησιν των οπλων?21 Coll' unghia la terra cava, e rallegrasi arditamente, e va incontra agli armati.
22 καταγελα του φοβου και δεν τρομαζει? ουδε στρεφει απο προσωπου ρομφαιας?22 Spregia lo spaventamento, nè dà luogo al coltello.
23 η φαρετρα κροταλιζει κατ' αυτου, η εξαστραπτουσα λογχη και το δορυ.23 Sopra lui suonerà lo carcasso, e rilucerà l'asta e lo scudo.
24 Καταπινει την γην εν αγριοτητι και μανια? και δεν πιστευει οτι ηχει σαλπιγξ?24 Stridando e gridando inghiottirà la terra, nè non reputa lo rumore dello suonare della tromba.
25 αμα δε τη φωνη της σαλπιγγος, λεγει, Α, α και μακροθεν οσφραινεται την μαχην, την κραυγην των στρατηγων και τον αλαλαγμον.25 Ove udirà li corni dirà, rallegrandosi dalla lunga presente è la battaglia, e lo confortare delli duchi e lo urlare dell' oste.
26 Δια της σοφιας σου πετα ο ιεραξ και απλονει τας πτερυγας αυτου προς νοτον;26 Or per la tua sapienza metterai la piuma allo sparviero, spandente le sue ali all' austro?
27 Εις την προσταγην σου ανυψουται ο αετος και καμνει την φωλεαν αυτου εν τοις υψηλοις;27 Ovvero al tuo comandamento leverassi l'aquila, e nelli luoghi alti porrà lo suo nido?
28 Κατοικει επι βραχου και διατριβει, επι αποτομου βραχου και επι αβατων τοπων?28 Nelle pietre sta, e nelli luoghi pericolosi dimora, e nelli sassi alti dove non vi si puote andare.
29 εκειθεν αναζητει τροφην? οι οφθαλμοι αυτου σκοπευουσι μακροθεν?29 Quivi contempla l'esca (a lui), e dalla lunga gli occhii suoi guardano.
30 και οι νεοσσοι αυτου αιμα πινουσι? και οπου πτωματα, εκει και αυτος.30 Li suoi figliuoli leccano lo sangue; e dovunque sarà lo corpo morto, incontanente vi giugne.
31 E aggiunse Iddio, e favellò a Iob:
32 Or colui che contende con Dio, così agevolmente sta cheto? Adunque colui che riprende il nostro Signore Iddio, sì debbe risponder a lui.
33 Rispose Iob, e disse al Signore:
34 Quello che favellai lievemente, che posso io rispondere? La mia mano porrò sopra la mia bocca.
35 Una cosa favellai, che Dio il volesse ch' io non l'avessi detta; e un' altra cosa, alle quali non vi aggiugneroe.