ΙΩΒ - Giobbe - Job 19
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν? | 1 Da antwortete Ijob und sprach: |
2 Εως ποτε θελετε θλιβει την ψυχην μου, και θελετε με κατασυντριβει με λογους; | 2 Wie lange noch wollt ihr mich quälen und mich mit Worten niedertreten? |
3 Δεκακις ηδη με ωνειδισατε? δεν αισχυνεσθε να σκληρυνησθε εναντιον μου; | 3 Zum zehnten Mal schon schmäht ihr mich und schämt euch nicht, mich zu beleidigen. |
4 Και εαν τωοντι εσφαλα, το σφαλμα μου μενει εν εμοι. | 4 Ging ich wirklich unwissend fehl, mein Fehltritt weilt doch allein bei mir. |
5 Αλλ' εαν θελητε εξαπαντος να μεγαλυνθητε εναντιον μου, και να ριπτητε κατ' εμου το ονειδος μου, | 5 Wollt ihr wirklich großtun gegen mich und mir meine Schmach beweisen? |
6 μαθετε τωρα οτι ο Θεος με κατεστρεψε, και με περιεκυκλωσε με το δικτυον αυτου. | 6 Erkennt doch, dass Gott mich niederdrückt, da er sein Netz rings um mich warf. |
7 Ιδου, φωναζω, Αδικια? αλλα δεν εισακουομαι? επικαλουμαι, αλλ' ουδεμια κρισις. | 7 Schrei ich: Gewalt!, wird mir keine Antwort, rufe ich um Hilfe, gibt es kein Recht. |
8 Εφραξε την οδον μου, και δεν δυναμαι να περασω, και εθεσε σκοτος εις τας τριβους μου. | 8 Meinen Pfad hat er versperrt; ich kann nicht weiter, Finsternis legt er auf meine Wege. |
9 Με εξεδυσε την δοξαν μου, και αφηρεσε τον στεφανον της κεφαλης μου. | 9 Meiner Ehre hat er mich entkleidet, die Krone mir vom Haupt genommen. |
10 Με ηφανισε πανταχοθεν, και χανομαι? και εξερριζωσε την ελπιδα μου ως δενδρον. | 10 Er brach mich ringsum nieder, ich muss dahin; er riss mein Hoffen aus wie einen Baum. |
11 Και εξηψε κατ' εμου τον θυμον αυτου, και με στοχαζεται ως εχθρον αυτου. | 11 Sein Zorn ist gegen mich entbrannt, gleich seinen Gegnern gelte ich ihm. |
12 Τα ταγματα αυτου ηλθον ομου και ητοιμασαν την οδον αυτων εναντιον μου, και εστρατοπεδευσαν περιξ της σκηνης μου. | 12 Vereint rückten seine Scharen an, bahnten gegen mich den Weg, lagerten sich rings um mein Zelt. |
13 Απεμακρυνεν απ' εμου τους αδελφους μου, και ηλλοτριωθησαν ολως απ' εμου οι γνωριμοι μου. | 13 Meine Brüder hat er von mir entfernt, meine Bekannten sind mir entfremdet. |
14 Οι πλησιον μου με αφηκαν, και οι γνωστοι μου με ελησμονησαν. | 14 Meine Verwandten, Bekannten blieben aus, die Gäste meines Hauses haben mich vergessen. |
15 Οι κατοικουντες εν τω οικω μου και αι θεραπαιναι μου με στοχαζονται ως ξενον? ξενος κατεσταθην εις τους οφθαλμους αυτων. | 15 Als Fremder gelte ich meinen Mägden, von anderem Stamm bin ich in ihren Augen. |
16 Καλω τον υπηρετην μου, και δεν αποκρινεται? με το στομα μου ικετευσα αυτον. | 16 Rufe ich meinen Knecht, so antwortet er nicht; mit eigenem Mund muss ich ihn anflehen. |
17 Η πνοη μου εγεινε ξενη εις την γυναικα μου, και αι παρακλησεις μου εις τα τεκνα της κοιλιας μου. | 17 Mein Atem ist meiner Frau zuwider; die Söhne meiner Mutter ekelt es vor mir. |
18 Και αυτα τα παιδαρια με κατεφρονησαν? εσηκωθην, και ελαλησαν εναντιον μου. | 18 Buben selbst verachten mich, stehe ich auf, verhöhnen sie mich. |
19 Παντες οι μυστικοι φιλοι μου με εβδελυχθησαν? και εκεινοι, τους οποιους ηγαπησα, εστραφησαν εναντιον μου. | 19 Alle meine Gefährten verabscheuen mich, die ich liebe, lehnen sich gegen mich auf. |
20 Τα οστα μου εκολληθησαν εις το δερμα μου και εις την σαρκα μου και διεσωθην με το δερμα των οδοντων μου. | 20 An Haut und Fleisch klebt mein Gebein, nur das Fleisch an meinen Zähnen blieb. |
21 Ελεησατε με, ελεησατε με, σεις φιλοι μου? διοτι χειρ Θεου με επληγωσε. | 21 Erbarmt, erbarmt euch meiner, ihr, meine Freunde! Denn Gottes Hand hat mich getroffen. |
22 Δια τι με κατατρεχετε ως ο Θεος, και δεν εχορτασθητε απο των σαρκων μου; | 22 Warum verfolgt ihr mich wie Gott, warum werdet ihr an meinem Fleisch nicht satt? |
23 Ω και να εγραφοντο οι λογοι μου? να ενετυπουντο εν βιβλιω? | 23 Dass doch meine Worte geschrieben würden, in einer Inschrift eingegraben |
24 να ενεχαραττοντο επι βραχον δια σιδηρας γραφιδος και μολυβδου διαπαντος | 24 mit eisernem Griffel und mit Blei, für immer gehauen in den Fels. |
25 Διοτι εξευρω οτι ζη ο Λυτρωτης μου, και θελει εγερθη εν τοις εσχατοις καιροις επι της γης? | 25 Doch ich, ich weiß: mein Erlöser lebt, als Letzter erhebt er sich über dem Staub. |
26 και αφου μετα το δερμα μου το σωμα τουτο φθαρη, παλιν με την σαρκα μου θελω ιδη τον Θεον? | 26 Ohne meine Haut, die so zerfetzte, und ohne mein Fleisch werde ich Gott schauen. |
27 τον οποιον αυτος εγω θελω ιδει, και θελουσι θεωρησει οι οφθαλμοι μου, και ουχι αλλος? οι νεφροι μου κατατηκονται εν τω κολπω μου. | 27 Ihn selber werde ich dann für mich schauen; meine Augen werden ihn sehen, nicht mehr fremd. Danach sehnt sich mein Herz in meiner Brust. |
28 Αλλα σεις επρεπε να ειπητε, Δια τι κατατρεχομεν αυτον; επειδη η ριζα του πραγματος ευρισκεται εν εμοι. | 28 Wenn ihr sagt: Wie wollen wir ihn verfolgen und den Grund der Sache an ihm finden!, |
29 Φοβηθητε την ρομφαιαν? διοτι η ρομφαια ειναι ο εκδικητης των ανομιων, δια να γνωρισητε οτι υπαρχει κρισις. | 29 dann bangt für euch selber vor dem Schwert; denn heftiger Zorn verdient das Schwert, damit ihr wißt: Es gibt ein Gericht. |