Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 44


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Alors Joseph donna cet ordre à son intendant: “Remplis de nourriture les sacs de ces hommes, autant qu’ils peuvent en emporter, et remets l’argent de chacun à l’entrée de son sac.1 Προσεταξε δε τον επιστατην της οικιας αυτου λεγων, Γεμισον τα σακκια των ανθρωπων τροφας, οσας δυνανται να φερωσι, και βαλε το αργυριον εκαστου εν τω στοματι του σακκιου αυτου?
2 Puis tu mettras ma coupe, la coupe d’argent, à l’entrée du sac du plus jeune, avec l’argent de son blé.” L’intendant fit donc ce que Joseph avait commandé.2 και βαλε το ποτηριον μου, το ποτηριον το αργυρουν, εν τω στοματι του σακκιου του νεωτερου και το αργυριον του σιτου αυτου. Και εκαμε κατα τον λογον τον οποιον ειπεν ο Ιωσηφ.
3 Au lever du jour, on renvoya ces hommes avec leurs ânes.3 Το πρωι καθως εφεγξεν, απεσταλησαν οι ανθρωποι, αυτοι και οι ονοι αυτων.
4 Ils venaient tout juste de sortir de la ville, ils n’étaient donc pas très loin, lorsque Joseph dit à son intendant: “Lance-toi à la poursuite de ces hommes et, lorsque tu les auras rejoints, tu leur diras: Pourquoi avez-vous rendu le mal pour le bien?4 Αφου δε εξηλθον εκ της πολεως, πριν απομακρυνθωσι πολυ, ειπεν ο Ιωσηφ προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Σηκωθεις, δραμε κατοπιν των ανθρωπων? και προφθασας ειπε προς αυτους, δια τι ανταπεδωκατε κακον αντι καλου;
5 Pourquoi avez-vous volé la coupe en argent de mon maître? N’est-ce pas celle dans laquelle il boit et avec laquelle il pratique la divination? Ce que vous avez fait là va vous porter malheur.”5 δεν ειναι τουτο το ποτηριον, εις το οποιον πινει ο κυριος μου, και δια του οποιου αληθως μαντευει; κακως εκαμετε πραξαντες τουτο.
6 L’intendant courut donc les rejoindre et leur répéta les paroles de Joseph.6 Και καθως επροφθασεν αυτους, ειπε προς αυτους τους λογους τουτους.
7 Ils lui répondirent: “Pourquoi mon seigneur nous parle-t-il de cette façon? Nous n’avons pas l’habitude d’agir ainsi!7 Οι δε ειπον προς αυτον, Δια τι ο κυριος ημων λαλει κατα τους λογους τουτους; μη γενοιτο οι δουλοι σου να πραξωσι τοιουτον πραγμα?
8 L’argent que nous avions trouvé sur le dessus de nos sacs, nous l’avons rapporté du pays de Canaan. Comment donc aurions-nous volé de l’argent ou de l’or dans la maison de ton maître?8 ιδου, το αργυριον, το οποιον ευρηκαμεν εν τω στοματι των σακκιων ημων, επεστρεψαμεν προς σε εκ της γης Χανααν, και πως ηθελομεν κλεψει εκ της οικιας του κυριου σου αργυριον η χρυσιον;
9 Si tu trouves cette coupe sur l’un de tes serviteurs, qu’il soit mis à mort, et que nous devenions les esclaves de mon seigneur.”9 εις οντινα εκ των δουλων σου ευρεθη, ας αποθανη, και ημεις ετι θελομεν γεινει δουλοι του κυριου ημων.
10 Il leur dit: “Soit! je vais vous juger sur vos paroles. Celui chez qui l’on trouvera la coupe sera mon esclave, et vous, vous serez libres.”10 Ο δε ειπε, Και τωρα ας γεινη καθως λεγετε? εις οντινα ευρεθη, θελει γεινει δουλος μου, σεις δε θελετε εισθαι αθωοι.
11 Sans perdre de temps, chacun déposa à terre son sac de blé et l’ouvrit.11 Και σπευσαντες, κατεβιβασαν εκαστος το σακκιον αυτου εις την γην και ηνοιξεν εκαστος το σακκιον αυτου.
12 La fouille commença par l’aîné, et finit par le plus jeune: on trouva la coupe dans le sac de Benjamin.12 Και ηρευνησεν, αρχισας απο του πρεσβυτερου και τελειωσας εις τον νεωτερον? και ευρεθη το ποτηριον εν τω σακκιω του Βενιαμιν.
13 Tous alors déchirèrent leurs vêtements et, après avoir chargé leurs sacs sur leurs ânes, ils retournèrent vers la ville.13 Τοτε εσχισαν τα ιματια αυτων και φορτωσαντες εκαστος τον ονον αυτου, επεστρεψαν εις την πολιν.
14 Juda et ses frères rentrèrent dans la maison de Joseph; il était là et ils se prosternèrent à terre devant lui.14 Εισηλθε δε ο Ιουδας και οι αδελφοι αυτου εις την οικιαν του Ιωσηφ, ετι αυτου οντος εκει? και επεσαν εμπροσθεν αυτου επι την γην.
15 Joseph leur dit: “Qu’avez-vous fait? Ne savez-vous pas qu’un homme comme moi est capable de tout deviner?”15 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον επραξατε; δεν εξευρετε οτι ανθρωπος οποιος εγω αληθως μαντευει;
16 Alors Juda lui dit: “Nous n’avons rien à répondre à mon seigneur. Comment pourrions-nous nous justifier? Dieu a dévoilé la faute de tes serviteurs; nous serons donc les esclaves de mon seigneur, nous et celui dans la main duquel on a trouvé la coupe.”16 Και ειπεν ο Ιουδας, Τι να ειπωμεν προς τον κυριον μου; τι να λαλησωμεν; η πως να δικαιωθωμεν; ο Θεος ευρηκε την αδικιαν των δουλων σου? ιδου, ειμεθα δουλοι του κυριου μου και εμεις και εκεινος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον.
17 Mais il leur dit: “Dieu me garde de faire cela! Celui sur qui on a trouvé ma coupe sera mon esclave, mais vous, retournez en paix vers votre père!”17 Ο δε ειπε, Μη γενοιτο εις εμε να πραξω τουτο? ο ανθρωπος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον, ουτος θελει εισθαι εις εμε δουλος? σεις δε αναβητε εν ειρηνη προς τον πατερα σας.
18 Juda s’avança alors vers lui, et dit: “Je t’en supplie mon seigneur, permets-moi seulement de te dire un mot. Ne te mets pas en colère contre ton serviteur, bien que tu sois comme le Pharaon.18 Τοτε επλησιασεν εις αυτον ο Ιουδας και ειπε, Δεομαι, κυριε μου? ας λαληση, παρακαλω, ο δουλος σου λογον εις τα ωτα του κυριου μου και ας μη εξαφθη ο θυμος σου κατα του δουλου σου? διοτι συ εισαι ως Φαραω.
19 Mon seigneur, tu nous as interrogés; tu nous as demandé: ‘Avez-vous un père ou un frère?’19 Ο κυριος μου ηρωτησε τους δουλους αυτου λεγων, Εχετε πατερα, η αδελφον;
20 Nous te l’avons dit, à toi mon seigneur: Nous avons un père qui est vieux. Dans sa vieillesse, il a eu un garçon qui reste seul de sa mère, car son frère est mort. Et cet enfant, son père l’aime.20 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, Εχομεν πατερα γεροντα και παιδιον του γηρατος αυτου μικρον, ο δε αδελφος αυτου απεθανε? και αυτος μονος εμεινεν εκ της μητρος αυτου και ο πατηρ αυτου αγαπα αυτον.
21 Tu as ajouté en nous parlant: ‘Amenez-le moi pour que je le voie!’21 Και ειπας προς τους δουλους σου, Φερετε αυτον προς εμε δια να ιδω αυτον ιδιοις οφθαλμοις.
22 Nous t’avons répondu, à toi mon seigneur: ‘Le garçon ne peut pas quitter son père, s’il manquait à son père, celui-ci en mourrait.’22 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, το παιδιον δεν δυναται να αφηση τον πατερα αυτου διοτι εαν αφηση τον πατερα αυτου, ουτος θελει αποθανει.
23 “Alors tu nous as dit: ‘Si votre plus jeune frère ne vient pas avec vous, inutile de chercher à me voir.’23 Συ δε ειπας προς τους δουλους σου, Εαν δεν καταβη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων, δεν θελετε ιδει πλεον το προσωπον μου.
24 Aussi, lorsque nous sommes remontés vers notre père, nous lui avons rapporté tes paroles, mon seigneur.24 Και οτε ανεβημεν προς τον δουλον σου τον πατερα μου, απηγγειλαμεν προς αυτον τους λογους του κυριου μου.
25 Et plus tard, quand notre père nous a dit de retourner pour acheter un peu de nourriture,25 Ο δε πατηρ ημων ειπεν, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
26 nous lui avons répété: ‘Nous ne pouvons pas y aller si notre plus jeune frère ne vient pas avec nous. Nous ne partirons pas, car nous ne pourrons revoir cet homme que si notre plus jeune frère est avec nous.’26 Και ειπομεν, Δεν δυναμε0α να καταβωμεν? εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος ηναι μεθ' ημων, τοτε θελομεν καταβη? διοτι δεν δυναμεθα να ιδωμεν το προσωπον του ανθρωπου, εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος δεν ηναι μεθ' ημων.
27 Alors mon père nous a dit: ‘Vous savez que ma femme Rachel m’a donné deux garçons.27 Και ο δουλος σου ο πατηρ μου ειπε προς ημας, Σεις εξευρετε οτι δυο υιους εγεννησεν εις εμε η γυνη μου?
28 Le premier a disparu et j’ai dit: Il a sûrement été dévoré. Je ne l’ai jamais revu jusqu’à ce jour.28 και ο εις εξηλθεν απο πλησιον μου και ειπα, Βεβαιως κατεσπαραχθη υπο θηριου? και δεν ειδον αυτον εως του νυν?
29 Si vous m’enlevez encore celui-là et qu’il lui arrive malheur, vous aurez fait descendre mes cheveux blancs dans la tristesse au séjour des morts.’29 εαν δε λαβητε και τουτον απ' εμπροσθεν μου και συμβη εις αυτον συμφορα, θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.
30 “Ainsi, de la vie du garçon dépend celle de mon père. Et si je rentre chez mon père sans le garçon,30 Τωρα λοιπον οταν υπαγω προς τον δουλον σου τον πατερα μου, και το παιδιον δεν ηναι μεθ' ημων επειδη η ψυχη αυτου κρεμαται εκ της ψυχης εκεινου,
31 dès qu’il verra que le garçon n’est pas là, il en mourra, et tes serviteurs auront fait descendre les cheveux blancs de notre père, dans la tristesse, au séjour des morts.31 καθως ιδη οτι το παιδιον δεν ειναι, θελει αποθανει και οι δουλοι σου θελουσι καταβιβασει την πολιαν του δουλου σου του πατρος ημων μετα λυπης εις τον ταφον.
32 “Je me suis porté garant du garçon auprès de mon père et je lui ai dit: ‘Si je ne le ramène pas, je serai coupable envers mon père pour toujours.’32 Διοτι ο δουλος σου εγγυηθη περι του παιδιου προς τον πατερα μου λεγων, Εαν δεν φερω αυτον προς σε, τοτε θελω εισθαι υπευθυνος προς τον πατερα μου διαπαντος.
33 Maintenant donc, permets que moi, ton serviteur, je reste à la place du garçon comme ton esclave, et que le garçon s’en retourne avec ses frères. Je ne pourrais pas supporter le malheur qui frapperait mon père!”33 Τωρα λοιπον, δεομαι σου, ας μεινη ο δουλος σου αντι του παιδιου δουλος εις τον κυριον μου, το δε παιδιον ας αναβη μετα των αδελφων αυτου?
34 διοτι πως να αναβω προς τον πατερα μου, εαν το παιδιον δεν ηναι μετ' εμου; ουχι, δια να μη ιδω το κακον, το οποιον θελει ευρει τον πατερα μου.