ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 101
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 προσευχη τω πτωχω οταν ακηδιαση και εναντιον κυριου εκχεη την δεησιν αυτου | 1 Oratio pauperis, cum anxius fuerit, et in conspectu Domini effuderit precem suam. |
2 εισακουσον κυριε της προσευχης μου και η κραυγη μου προς σε ελθατω | 2 Domine, exaudi orationem meam, et clamor meus ad te veniat. |
3 μη αποστρεψης το προσωπον σου απ' εμου εν η αν ημερα θλιβωμαι κλινον το ους σου προς με εν η αν ημερα επικαλεσωμαι σε ταχυ εισακουσον μου | 3 Non avertas faciem tuam a me : in quacumque die tribulor, inclina ad me aurem tuam ; in quacumque die invocavero te, velociter exaudi me. |
4 οτι εξελιπον ωσει καπνος αι ημεραι μου και τα οστα μου ωσει φρυγιον συνεφρυγησαν | 4 Quia defecerunt sicut fumus dies mei, et ossa mea sicut cremium aruerunt. |
5 επληγη ωσει χορτος και εξηρανθη η καρδια μου οτι επελαθομην του φαγειν τον αρτον μου | 5 Percussus sum ut f?num, et aruit cor meum, quia oblitus sum comedere panem meum. |
6 απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθη το οστουν μου τη σαρκι μου | 6 A voce gemitus mei adhæsit os meum carni meæ. |
7 ωμοιωθην πελεκανι ερημικω εγενηθην ωσει νυκτικοραξ εν οικοπεδω | 7 Similis factus sum pellicano solitudinis ; factus sum sicut nycticorax in domicilio. |
8 ηγρυπνησα και εγενηθην ωσει στρουθιον μοναζον επι δωματι | 8 Vigilavi, et factus sum sicut passer solitarius in tecto. |
9 ολην την ημεραν ωνειδιζον με οι εχθροι μου και οι επαινουντες με κατ' εμου ωμνυον | 9 Tota die exprobrabant mihi inimici mei, et qui laudabant me adversum me jurabant : |
10 οτι σποδον ωσει αρτον εφαγον και το πομα μου μετα κλαυθμου εκιρνων | 10 quia cinerem tamquam panem manducabam, et potum meum cum fletu miscebam, |
11 απο προσωπου της οργης σου και του θυμου σου οτι επαρας κατερραξας με | 11 a facie iræ et indignationis tuæ : quia elevans allisisti me. |
12 αι ημεραι μου ωσει σκια εκλιθησαν και εγω ωσει χορτος εξηρανθην | 12 Dies mei sicut umbra declinaverunt, et ego sicut f?num arui. |
13 συ δε κυριε εις τον αιωνα μενεις και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν | 13 Tu autem, Domine, in æternum permanes, et memoriale tuum in generationem et generationem. |
14 συ αναστας οικτιρησεις την σιων οτι καιρος του οικτιρησαι αυτην οτι ηκει καιρος | 14 Tu exsurgens misereberis Sion, quia tempus miserendi ejus, quia venit tempus : |
15 οτι ευδοκησαν οι δουλοι σου τους λιθους αυτης και τον χουν αυτης οικτιρησουσιν | 15 quoniam placuerunt servis tuis lapides ejus, et terræ ejus miserebuntur. |
16 και φοβηθησονται τα εθνη το ονομα κυριου και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου | 16 Et timebunt gentes nomen tuum, Domine, et omnes reges terræ gloriam tuam : |
17 οτι οικοδομησει κυριος την σιων και οφθησεται εν τη δοξη αυτου | 17 quia ædificavit Dominus Sion, et videbitur in gloria sua. |
18 επεβλεψεν επι την προσευχην των ταπεινων και ουκ εξουδενωσεν την δεησιν αυτων | 18 Respexit in orationem humilium et non sprevit precem eorum. |
19 γραφητω αυτη εις γενεαν ετεραν και λαος ο κτιζομενος αινεσει τον κυριον | 19 Scribantur hæc in generatione altera, et populus qui creabitur laudabit Dominum. |
20 οτι εξεκυψεν εξ υψους αγιου αυτου κυριος εξ ουρανου επι την γην επεβλεψεν | 20 Quia prospexit de excelso sancto suo ; Dominus de cælo in terram aspexit : |
21 του ακουσαι τον στεναγμον των πεπεδημενων του λυσαι τους υιους των τεθανατωμενων | 21 ut audiret gemitus compeditorum ; ut solveret filios interemptorum : |
22 του αναγγειλαι εν σιων το ονομα κυριου και την αινεσιν αυτου εν ιερουσαλημ | 22 ut annuntient in Sion nomen Domini, et laudem ejus in Jerusalem : |
23 εν τω συναχθηναι λαους επι το αυτο και βασιλειας του δουλευειν τω κυριω | 23 in conveniendo populos in unum, et reges, ut serviant Domino. |
24 απεκριθη αυτω εν οδω ισχυος αυτου την ολιγοτητα των ημερων μου αναγγειλον μοι | 24 Respondit ei in via virtutis suæ : Paucitatem dierum meorum nuntia mihi : |
25 μη αναγαγης με εν ημισει ημερων μου εν γενεα γενεων τα ετη σου | 25 ne revoces me in dimidio dierum meorum, in generationem et generationem anni tui. |
26 κατ' αρχας συ κυριε την γην εθεμελιωσας και εργα των χειρων σου εισιν οι ουρανοι | 26 Initio tu, Domine, terram fundasti, et opera manuum tuarum sunt cæli. |
27 αυτοι απολουνται συ δε διαμενεις και παντες ως ιματιον παλαιωθησονται και ωσει περιβολαιον αλλαξεις αυτους και αλλαγησονται | 27 Ipsi peribunt, tu autem permanes ; et omnes sicut vestimentum veterascent. Et sicut opertorium mutabis eos, et mutabuntur ; |
28 συ δε ο αυτος ει και τα ετη σου ουκ εκλειψουσιν | 28 tu autem idem ipse es, et anni tui non deficient. |
29 οι υιοι των δουλων σου κατασκηνωσουσιν και το σπερμα αυτων εις τον αιωνα κατευθυνθησεται | 29 Filii servorum tuorum habitabunt, et semen eorum in sæculum dirigetur. |