Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Richter 6


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Die Israeliten taten, was dem Herrn missfiel. Da gab sie der Herr in die Gewalt Midians, sieben Jahre lang.1 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου? και παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Μαδιαμ επτα ετη.
2 Als Midian die Oberhand gewann, machten sich die Israeliten die Schluchten in den Bergen und die Höhlen und die Bergnester (als Unterschlupf) vor den Midianitern zurecht.2 Και κατισχυσεν χειρ του Μαδιαμ επι τον Ισραηλ? εξ αιτιας των Μαδιανιτων εκαμον εις εαυτους οι υιοι Ισραηλ τας φωλεας εκεινας, τας επι των ορεων, και τα σπηλαια και τα οχυρωματα.
3 Doch immer, wenn die Israeliten gesät hatten, kamen Midian, die Amalekiter und die Leute aus dem Osten und zogen gegen sie heran.3 Και οτε εσπερνεν ο Ισραηλ, ανεβαινον οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και ηρχοντο εναντιον αυτου?
4 Sie belagerten die Israeliten und vernichteten die Ernte des Landes bis hin in die Gegend von Gaza. Sie ließen in Israel keine Lebensmittel übrig, auch kein Schaf, kein Rind und keinen Esel.4 και στρατοπεδευοντες εναντιον αυτων διεφθειρον τα γεννηματα της γης, εως της εισοδου Γαζης, και δεν αφινον ζωοτροφιαν εις τον Ισραηλ, ουτε προβατον ουτε βουν ουτε ονον.
5 Denn sie zogen mit ihren Herden und Zelten heran und kamen so zahlreich wie die Heuschrecken herbei. Zahllos waren sie selbst und auch ihre Kamele. Sie kamen und verheerten das Land.5 Διοτι ανεβαινον αυτοι και τα ποιμνια αυτων και ηρχοντο μετα των σκηνων αυτων, πολυαριθμοι ως ακριδες? αναριθμητοι ησαν και αυτοι και αι καμηλοι αυτων? και εισηρχοντο εις την γην δια να φθειρωσιν αυτην.
6 So verarmte Israel sehr wegen Midian und die Israeliten schrien zum Herrn.6 Και επτωχευσε σφοδρα ο Ισραηλ εξ αιτιας των Μαδιανιτων? δια τουτο οι υιοι Ισραηλ εβοησαν προς τον Κυριον.
7 Als nun die Israeliten wegen Midian zum Herrn schrien,7 Και οτε εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ δια τους Μαδιανιτας,
8 schickte der Herr einen Propheten zu den Israeliten. Dieser sagte zu ihnen: So spricht der Herr, der Gott Israels: Ich selbst habe euch aus Ägypten heraufgeführt. Ich habe euch aus dem Sklavenhaus herausgeführt.8 τοτε απεστειλεν ο Κυριος ανδρα προφητην προς τους υιους Ισραηλ, και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Εγω ανεβιβασα υμας εξ Αιγυπτου και εξηγαγον υμας εξ οικου δουλειας,
9 Ich habe euch aus der Gewalt Ägyptens und aus der Gewalt all eurer Unterdrücker befreit. Ich habe sie vor euren Augen vertrieben und euch ihr Land gegeben.9 και ελυτρωσα υμας εκ χειρος των Αιγυπτιων και εκ χειρος παντων των καταθλιβοντων υμας, και εξεδιωξα αυτους απ' εμπροσθεν υμων και εδωκα εις εσας την γην αυτων?
10 Und ich habe euch gesagt: Ich bin der Herr, euer Gott. Fürchtet nicht die Götter der Amoriter, in deren Land ihr wohnt. Aber ihr habt nicht auf meine Stimme gehört.10 και ειπα προς εσας, Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας? δεν θελετε σεβασθη τους θεους των Αμορραιων, εν τη γη των οποιων κατοικειτε? και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου.
11 Der Engel des Herrn kam und setzte sich unter die Eiche bei Ofra, die dem Abiësriter Joasch gehörte. Sein Sohn Gideon war gerade dabei, in der Kelter Weizen zu dreschen, um ihn vor Midian in Sicherheit zu bringen.11 Και ηλθεν αγγελος Κυριου και εκαθισεν υπο την δρυν την εν Οφρα, την του Ιωας του Αβι-εζεριτου? και Γεδεων ο υιος αυτου εκοπανιζε σιτον εν τω ληνω, δια να κρυψη αυτον απο των Μαδιανιτων.
12 Da erschien ihm der Engel des Herrn und sagte zu ihm: Der Herr sei mit dir, starker Held.12 Και εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου και ειπε προς αυτον, Ο Κυριος μετα σου, δυνατε εν ισχυι.
13 Doch Gideon sagte zu ihm: Ach, mein Herr, ist der Herr wirklich mit uns? Warum hat uns dann all das getroffen? Wo sind alle seine wunderbaren Taten, von denen uns unsere Väter erzählt haben? Sie sagten doch: Wirklich, der Herr hat uns aus Ägypten heraufgeführt. Jetzt aber hat uns der Herr verstoßen und uns der Faust Midians preisgegeben.13 Και ειπε προς αυτον ο Γεδεων, Ω κυριε μου, αν ο Κυριος ηναι μεθ' ημων, δια τι λοιπον ευρηκαν ημας παντα ταυτα; και που ειναι παντα τα θαυμασια αυτου, τα οποια διηγηθησαν εις ημας οι πατερες ημων, λεγοντες, Δεν ανεβιβασεν ημας ο Κυριος εξ Αιγυπτου; αλλα τωρα εγκατελιπεν ημας ο Κυριος και παρεδωκεν ημας εις τας χειρας των Μαδιανιτων.
14 Da wandte sich der Herr ihm zu und sagte: Geh und befrei mit der Kraft, die du hast, Israel aus der Faust Midians! Ja, ich sende dich.14 Και εμβλεψας προς αυτον ο Κυριος ειπεν, Υπαγε εν τη δυναμει σου ταυτη, και θελεις σωσει τον Ισραηλ εκ της χειρος του Μαδιαμ? δεν σε απεστειλα εγω;
15 Er entgegnete ihm: Ach, mein Herr, womit soll ich Israel befreien? Sieh doch, meine Sippe ist die schwächste in Manasse und ich bin der Jüngste im Haus meines Vaters.15 Ο δε ειπε προς αυτον, Ω κυριε μου, με τι θελω σωσει τον Ισραηλ; ιδου, η οικογενεια μου ειναι η ταπεινοτερα μεταξυ του Μανασση, και εγω ο μικροτερος εν τω οικω του πατρος μου.
16 Doch der Herr sagte zu ihm: Weil ich mit dir bin, wirst du Midian schlagen, als wäre es nur ein Mann.16 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Αλλ' εγω θελω εισθαι μετα σου και θελεις παταξει τους Μαδιανιτας ως ανδρα ενα.
17 Gideon erwiderte ihm: Wenn ich dein Wohlwollen gefunden habe, dann gib mir ein Zeichen dafür, dass du selbst es bist, der mit mir redet.17 Ο δε ειπε προς αυτον, Εαν λοιπον ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, δειξον μοι σημειον οτι συ εισαι ο λαλων μετ' εμου.
18 Entfern dich doch nicht von hier, bis ich zu dir zurückkomme; ich will eine Gabe für dich holen und sie vor dich hinlegen. Er sagte: Ich werde bleiben, bis du zurückkommst.18 Μη αναχωρησης εντευθεν, δεομαι, εωσου ελθω προς σε και εκφερω την προσφοραν μου και θεσω ενωπιον σου. Ο δε ειπε, Θελω περιμεινει εωσου επιστρεψης.
19 Gideon ging (ins Haus) hinein und bereitete ein Ziegenböckchen zu sowie ungesäuerte Brote von einem Efa Mehl. Er legte das Fleisch in einen Korb, tat die Brühe in einen Topf, brachte beides zu ihm hinaus unter die Eiche und setzte es ihm vor.19 Και εισηλθεν ο Γεδεων και ητοιμασεν εριφιον εξ αιγων και αζυμα ενος εφα αλευρου? το μεν κρεας εθεσεν εις κανιστρον, τον δε ζωμον εβαλεν εις χυτραν, και εφερεν εξω προς αυτον υπο την δρυν και προσεφερε.
20 Da sagte der Engel Gottes zu ihm: Nimm das Fleisch und die Brote, und leg sie hier auf den Felsen, die Brühe aber gieß weg! Gideon tat es.20 Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Θεου, Λαβε το κρεας και τα αζυμα και θες επι ταυτην την πετραν, και τον ζωμον επιχεε. Και εκαμεν ουτω.
21 Der Engel des Herrn streckte den Stab aus, den er in der Hand hatte, und berührte mit seiner Spitze das Fleisch und die Brote. Da stieg Feuer von dem Felsblock auf und verzehrte das Fleisch und die Brote. Der Engel des Herrn aber war Gideons Augen entschwunden.21 Και εξετεινεν ο αγγελος του Κυριου το ακρον της ραβδου, την οποιαν ειχεν εν τη χειρι αυτου, και ηγγισε το κρεας και τα αζυμα? και ανεβη πυρ εκ της πετρας και κατεφαγε το κρεας και τα αζυμα. Τοτε απηλθεν ο αγγελος του Κυριου απο των οφθαλμων αυτου.
22 Als nun Gideon sah, dass es der Engel des Herrn gewesen war, sagte er: Weh mir, Herr und Gott, ich habe den Engel des Herrn von Angesicht zu Angesicht gesehen.22 Και ιδων ο Γεδεων οτι ητο αγγελος Κυριου, ειπεν ο Γεδεων, Οιμοι, Κυριε Θεε? διοτι ειδον τον αγγελον του Κυριου προσωπον προς προσωπον.
23 Der Herr erwiderte ihm: Friede sei mit dir! Fürchte dich nicht, du wirst nicht sterben.23 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ειρηνη σοι? μη φοβου? δεν θελεις αποθανει.
24 Gideon errichtete an jener Stelle einen Altar für den Herrn und nannte ihn: Der Herr ist Friede. Der Altar steht bis zum heutigen Tag in Ofra, (der Stadt) der Abiësriter.24 Και ωκοδομησεν εκει ο Γεδεων θυσιαστηριον εις τον Κυριον και ωνομασεν αυτο Ιεοβα-σαλωμ? εως της ημερας ταυτης ειναι εν Οφρα των Αβι-εζεριτων.
25 In jener Nacht sagte der Herr zu Gideon: Nimm das Rind deines Vaters, den siebenjährigen fetten Farren, reiß den Altar des Baal nieder, der deinem Vater gehört, und den Kultpfahl daneben hau um!25 Και την αυτην νυκτα ειπεν ο Κυριος προς αυτον, Λαβε τον βουν του πατρος σου και τον δευτερον βουν τον επταετη, και κατεδαφισον τον βωμον του Βααλ, τον οποιον εχει ο πατηρ σου, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακοψον?
26 Bau einen Altar für den Herrn, deinen Gott, auf der Höhe der Burg hier, entsprechend der vorgeschriebenen Ordnung, nimm den fetten Farren und bring ihn mit dem Holz des Kultpfahls, den du umhaust, als Brandopfer dar.26 και οικοδομησον θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον σου επι της κορυφης της πετρας ταυτης, κατα το διατεταγμενον? και λαβε τον δευτερον βουν και προσφερε ολοκαυτωμα με τα ξυλα του αλσους, το οποιον θελεις κατακοψει.
27 Da nahm Gideon zehn seiner Knechte und tat, was der Herr zu ihm gesagt hatte. Weil er sich aber vor seiner Familie und den Leuten der Stadt fürchtete, es bei Tag zu tun, tat er es bei Nacht.27 Και ελαβεν ο Γεδεων δεκα ανδρας εκ των δουλων αυτου και εκαμε καθως ειπε προς αυτον ο Κυριος? και επειδη εφοβηθη τον οικον του πατρος αυτου και τους ανθρωπους της πολεως, να καμη τουτο την ημεραν, εκαμεν αυτο την νυκτα.
28 Als die Einwohner der Stadt am Morgen aufstanden, sahen sie, dass der Altar des Baal zerstört, der Kultpfahl daneben umgehauen und der fette Farren auf dem neu erbauten Altar geopfert war.28 Και οτε οι ανθρωποι της πολεως εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ητο κρημνισμενος ο βωμος του Βααλ, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακεκομμενον, και ο δευτερος βους ωλοκαυτωμενος επι το θυσιαστηριον το ωκοδομημενον.
29 Da sagten sie zueinander: Wer hat das getan? Sie suchten und forschten nach und stellten fest: Gideon, der Sohn des Joasch, hat es getan.29 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Τις εκαμε το πραγμα τουτο; Και εξετασαντες και ανερευνησαντες ειπον, Ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εκαμε το πραγμα τουτο.
30 Die Einwohner der Stadt sagten deshalb zu Joasch: Gib deinen Sohn heraus! Er muss sterben, denn er hat den Altar des Baal niedergerissen und den Kultpfahl daneben umgehauen.30 Τοτε οι ανθρωποι της πολεως ειπον προς τον Ιωας, Εκβαλε τον υιον σου δια να θανατωθη, επειδη εκρημνισε τον βωμον του Βααλ και επειδη κατεκοψε το αλσος το πλησιον αυτου.
31 Joasch erwiderte allen, die um ihn herumstanden: Wollt ihr etwa für Baal streiten? Wollt ihr ihn retten? Wer für ihn streitet, soll noch vor dem Morgen sterben. Wenn Baal Gott ist, soll er für sich selbst streiten, weil man seinen Altar niedergerissen hat.31 Και ειπεν ο Ιωας προς παντας τους εξανισταμενους εναντιον αυτου, Μηπως σεις θελετε διεκδικησει υπερ του Βααλ; η σεις θελετε σωσει αυτον; οστις διεκδικηση υπερ αυτου θελει θανατωθη εως πρωιας? εαν ουτος ηναι Θεος, ας διεκδικηση υπερ εαυτου, διοτι εκρημνισαν τον βωμον αυτου.
32 Darum nannte man Gideon seit jenem Tag Jerubbaal - das heißt: Baal möge gegen ihn streiten -; denn er hat seinen Altar niedergerissen.32 Δια τουτο ωνομασεν αυτον εν τη ημερα εκεινη Ιεροβααλ, λεγων, Ας εκδικηση κατ' αυτου ο Βααλ, διοτι εκρημνισε τον βωμον αυτου.
33 Ganz Midian, Amalek und die Leute aus dem Osten taten sich zusammen, zogen herüber und schlugen in der Ebene Jesreel ihr Lager auf.33 Τοτε συνηχθησαν ομου παντες οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και διεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ιεζραελ.
34 Da kam der Geist des Herrn über Gideon. Gideon blies ins Widderhorn und rief die Abiësriter, ihm (in den Kampf) zu folgen.34 Και το Πνευμα του Κυριου περιεχυθη επι τον Γεδεων, και εσαλπισεν εν σαλπιγγι και συνηχθησαν οι Αβι-εζεριται οπισω αυτου.
35 Auch schickte er Boten in ganz Manasse umher und rief Manasse, ihm (in den Kampf) zu folgen. Außerdem schickte er Boten in Ascher, Sebulon und Naftali umher und auch diese stießen zu ihnen.35 Και εξαπεστειλε μηνυτας προς παντα τον Μανασση, και συνηχθη και αυτος οπισω αυτου? εξαπεστειλεν ετι μηνυτας προς τον Ασηρ και προς τον Ζαβουλων και προς τον Νεφθαλι? και ανεβησαν εις συναντησιν αυτων.
36 Da sagte Gideon zu Gott: Wenn du Israel wirklich durch meine Hand retten willst, wie du gesagt hast -36 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Εαν μελλης να σωσης δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας,
37 sieh her, ich lege frisch geschorene Wolle auf die Tenne; wenn der Tau allein auf die Wolle fällt und es auf dem ganzen (übrigen) Boden trocken bleibt, dann weiß ich, dass du durch meine Hand Israel retten willst, wie du gesagt hast.37 ιδου, εγω θελω βαλει τον ποκον του μαλλιου εις το αλωνιον? εαν γεινη δροσος μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ξηρασια, τοτε θελω γνωρισει οτι θελεις σωσει δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας.
38 Und so geschah es. Als er früh am Morgen hinkam und die Wolle ausdrückte, konnte er den Tau - eine Schale voll Wasser - aus der Wolle herauspressen.38 Και εγεινεν ουτω? διοτι σηκωθεις την επαυριον το πρωι, επιεσε τον ποκον και εξεθλιψε δροσον εκ του ποκου, λεκανην πληρη υδατος.
39 Darauf sagte Gideon zu Gott: Dein Zorn möge nicht gegen mich entbrennen, wenn ich noch einmal rede. Ich möchte es nur noch dieses eine Mal mit der Wolle versuchen: Die Wolle allein soll dieses Mal trocken bleiben und auf dem ganzen (übrigen) Boden soll Tau liegen.39 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Ας μη εξαφθη ο θυμος σου εναντιον μου, και θελω λαλησει μονον ταυτην την φοραν? ας δοκιμασω, δεομαι, ταυτην μονην την φοραν εν τω ποκω? ας γεινη τωρα ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ας ηναι δροσος.
40 Und Gott machte es in der folgenden Nacht so: Die Wolle allein blieb trocken und auf dem ganzen übrigen Boden lag Tau.40 Και εκαμεν ο Θεος ουτω την νυκτα εκεινην? και εγεινε ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ητο δροσος.