Ісая 57
1234567891011121314151617181920212223242526272829303233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Біблія | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Праведник гине, і ніхто на те уваги не звертає. Побожні люди з землі зникають, та ніхто не вважає, що з-за зла праведник щезає, | 1 Ο δικαιος αποθνησκει και ουδεις βαλλει τουτο εν τη καρδια αυτου? και οι ανδρες ελεους συλλεγονται, χωρις να εννοη τις, αν ο δικαιος συλλεγεται απ' εμπροσθεν της κακιας. |
2 щоб увійти у спокій. Усі, що правою дорогою ходили, спочинуть на своїх ложах. | 2 Θελει εισελθει εις ειρηνην? οι περιπατουντες εν τη ευθυτητι αυτων, θελουσιν αναπαυθη εν ταις κλιναις αυτων. |
3 Ви ж, діти чарівниці, приступіть сюди, ви кубло перелюбника й блудниці! | 3 Σεις δε οι υιοι της μαγισσης, σπερμα μοιχου και πορνης, πλησιασατε εδω. |
4 З кого ви смієтеся? На кого роззявляєте рота, висолоплюєте язик? Чи ж ви не діти непокори, не кубло ложі? | 4 Κατα τινος εντρυφατε; κατα τινος επλατυνατε το στομα, εξετεινατε την γλωσσαν; δεν εισθε τεκνα ανομιας, σπερμα ψευδους, |
5 Ви, що яруєте коло дубів, під кожним деревом зеленим, що ріжете дітей у долинах та по розщілинах у скелях! | 5 φλογιζομενοι με τα ειδωλα υπο παν δενδρον πρασινον, σφαζοντες τα τεκνα εν ταις φαραγξιν, υπο τους κρημνους των βραχων; |
6 Гладке каміння коло потоку — твоя доля, вони — вони твій жереб. Їм теж ти виливаєш ливні жертви, приносиш дари. На це б я мав дивитися спокійно? | 6 Η μερις σου ειναι μεταξυ των χαλικων των χειμαρρων? ουτοι, ουτοι ειναι η κληρονομια σου? και εις αυτους εξεχεας σπονδας, προσεφερες προσφοραν εξ αλφιτων? εις ταυτα θελω ευαρεστηθη; |
7 На високій, на стрімкій горі ти розставляєш твоє ложе; туди також сходиш приносити там жертви. | 7 Επι ορους υψηλου και μετεωρου εβαλες την κλινην σου? και εκει ανεβης δια να προσφερης θυσιαν. |
8 За дверима й за одвірками ти кладеш свій знак. Так! Віддалившись від мене, ти відкриваєш твоє ложе, сходиш на нього, його розширяєш. Зговорюєшся з тими, з якими ти любиш злягати, й оглядаючи відзнаки, множиш свої блудування. | 8 Και οπισω των θυρων και των παραστατων εστησας το μνημοσυνον σου? διοτι εξεσκεπασας σεαυτην αποστατησασα απ' εμου και ανεβης? επλατυνας την κλινην σου και συνεφωνησας μετ' εκεινων? ηγαπησας την κλινην αυτων, εξελεξας τους τοπους? |
9 Ти бігала до Молоха з пахучим миром, на пахощі ти була щедра, ще й слала послів у краї далекі, ти пускала їх аж до Шеолу. | 9 υπηγες μαλιστα προς τον βασιλεα με χρισματα και ηυξησας τα αρωματα σου και απεστειλας μακραν τους πρεσβεις σου και εταπεινωσας σεαυτην μεχρις αδου. |
10 Втомлялася премногими твоїми дорогами, одначе не казала: «Годі!» Ти завжди знаходила в руці у себе силу, тому й не знемагала. | 10 Εκοπιασας εις το μακρος της οδου σου? και δεν ειπας, εις ματην κοπιαζω? ευρηκας το ζην δια της χειρος σου? δια τουτο δεν απεκαμες. |
11 Кого злякалася, кого боїшся, що мене зреклася, так що й не згадувала більш про мене, не мала мене в серці? Невже ти не боялася мене тому, що я мовчав, заплющивши очі? | 11 Και τινα επτοηθης η εφοβηθης, ωστε να ψευσθης και να μη με ενθυμηθης μηδε να θεσης τουτο εν τη καρδια σου; δεν ειναι, διοτι εγω εσιωπησα, μαλιστα προ πολλου, δια τουτο συ δεν με εφοβηθης; |
12 Та я відкрию твою справедливість і твої вчинки, що тобі не допоможуть. | 12 Εγω θελω απαγγειλει την δικαιοσυνην σου και τα εργα σου? ομως δεν θελουσι σε ωφελησει. |
13 Як заголосиш, не врятують тебе твої кумири: усіх їх розвіє вітер, рознесе подув. Хто покладається на мене, успадкує землю, посяде мою святу гору. | 13 Οταν αναβοησης, ας σε ελευθερωσωσιν οι συνηγμενοι σου? αλλ' ο ανεμος θελει αφαρπασει παντας αυτους? η ματαιοτης θελει λαβει αυτους? ο ελπιζων ομως επ' εμε θελει κληρονομησει την γην και αποκτησει το αγιον μου ορος. |
14 І скажуть: «Прокладіть, прокладіть, стеліть дорогу, заберіть усяку перепону з дороги мого люду!» | 14 Και θελω ειπει, Υψωσατε, υψωσατε, ετοιμασατε την οδον, εκβαλετε το προσκομμα απο της οδου του λαου μου. |
15 Так бо говорить Всевишній, Вічноживий, Святий на ім’я: «Я живу високо у святині, та й із скрушеним і смиренним духом, щоб оживляти дух смиренних, щоб оживляти серце скрушених. | 15 Διοτι ουτω λεγει ο Υψιστος και ο Υπερτατος, ο κατοικων την αιωνιοτητα, του οποιου το ονομα ειναι Ο Αγιος? Εγω κατοικω εν υψηλοις και εν αγιω τοπω? και μετα του συντετριμμενου την καρδιαν και του ταπεινου το πνευμα, δια να ζωοποιω το πνευμα των ταπεινων και να ζωοποιω την καρδιαν των συντετριμμενων. |
16 Не довіку ж бо я судитись буду, ані повсякчасно гніватись; бо інакше знемігся б дух передо мною і душі, які я створив. | 16 Διοτι δεν θελω δικολογει αιωνιως ουδε θελω εισθαι παντοτε ωργισμενος? επειδη τοτε ηθελον εκλειψει απ' εμπροσθεν μου το πνευμα και αι ψυχαι τας οποιας εκαμον. |
17 За гріх зажерливости його я гнівався і, окрившися, бив його у гніві; а він, відвернувшись, пішов дорогою свого серця. | 17 Δια την ανομιαν της αισχροκερδειας αυτου ωργισθην και επαταξα αυτον? εκρυψα το προσωπον μου και ωργισθην? αλλα αυτος ηκολουθησε πεισματωδως την οδον της καρδιας αυτου. |
18 І бачив я його дороги. Я вилікую його, буду його водити, дам йому знову мою повну втіху, йому та його зажуреним. | 18 Ειδον τας οδους αυτου και θελω ιατρευσει αυτον? και θελω οδηγησει αυτον και δωσει παλιν παρηγοριας εις αυτον και εις τους τεθλιμμενους αυτου. |
19 Вчиню хвалу на їхніх устах: Мир, мир! — і тому, хто далеко й хто близько, — каже Господь: — Я його оздоровлю. | 19 Εγω δημιουργω τον καρπον των χειλεων? ειρηνην, ειρηνην, εις τον μακραν και εις τον πλησιον, λεγει Κυριος? και θελω ιατρευσει αυτον. |
20 Безбожники ж — немов розбурхане море, що втихомиритись не може, а хвилі його викидають багнюку й болото. | 20 Οι δε ασεβεις ειναι ως η τεταραγμενη θαλασσα, οταν δεν δυναται να ησυχαση? και τα κυματα αυτης εκριπτουσι καταπατημα και πηλον. |
21 Немає, каже Бог мій, для злих миру.» | 21 Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει ο Θεος μου. |