Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 14


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπεν προς αυτους ιουδιθ ακουσατε δη μου αδελφοι και λαβοντες την κεφαλην ταυτην κρεμασατε αυτην επι της επαλξεως του τειχους υμων1 Judit így szólt hozzájuk: »Hallgassatok meg testvérek, fogjátok ezt a fejet és függesszétek ki a fal oromzatára.
2 και εσται ηνικα εαν διαφαυση ο ορθρος και εξελθη ο ηλιος επι την γην αναλημψεσθε εκαστος τα σκευη τα πολεμικα υμων και εξελευσεσθε πας ανηρ ισχυων εξω της πολεως και δωσετε αρχηγον εις αυτους ως καταβαινοντες επι το πεδιον εις την προφυλακην υιων ασσουρ και ου καταβησεσθε2 Amikor pedig megvirrad és fölkel a nap a föld fölött, ragadja meg mindegyiktek fegyverét, vonuljon ki a városból minden harcra termett férfi és tegyetek úgy, mintha harcba indulnátok az asszírok fiainak előőrsei ellen, de ne menjetek le.
3 και αναλαβοντες ουτοι τας πανοπλιας αυτων πορευσονται εις την παρεμβολην αυτων και εγερουσι τους στρατηγους της δυναμεως ασσουρ και συνδραμουνται επι την σκηνην ολοφερνου και ουχ ευρησουσιν αυτον και επιπεσειται επ' αυτους φοβος και φευξονται απο προσωπου υμων3 Azok majd megragadják fegyvereiket, a táborba mennek és felébresztik az asszír sereg vezéreit. Azok Holofernész sátorához futnak, de nem találják ott, mire erőt vesz rajtuk a rémület és megfutamodnak előletek.
4 και επακολουθησαντες υμεις και παντες οι κατοικουντες παν οριον ισραηλ καταστρωσατε αυτους εν ταις οδοις αυτων4 Ti pedig, és mindazok, akik Izrael földjén laknak, üldözzétek őket és terítsétek le őket menekülés közben.
5 προ δε του ποιησαι ταυτα καλεσατε μοι αχιωρ τον αμμανιτην ινα ιδων επιγνοι τον εκφαυλισαντα τον οικον του ισραηλ και αυτον ως εις θανατον αποστειλαντα εις ημας5 Mielőtt azonban mindezt megtennétek, hívjátok ide az ammonita Áhiort, hogy lássa és emlékezzék arra, aki gyalázta Izrael házát, s őt ide küldte, hogy halálát lelje köztünk.«
6 και εκαλεσαν τον αχιωρ εκ του οικου οζια ως δε ηλθεν και ειδεν την κεφαλην ολοφερνου εν χειρι ανδρος ενος εν τη εκκλησια του λαου επεσεν επι προσωπον και εξελυθη το πνευμα αυτου6 Elhívták Áhiort Ozija házából, aki amint meglátta Holofernész fejét az egybegyűlt nép között egy férfi kezében, arcra borult és elájult.
7 ως δε ανελαβον αυτον προσεπεσεν τοις ποσιν ιουδιθ και προσεκυνησεν τω προσωπω αυτης και ειπεν ευλογημενη συ εν παντι σκηνωματι ιουδα και εν παντι εθνει οιτινες ακουσαντες το ονομα σου ταραχθησονται7 Amikor fölemelték, Judit lábához vetette magát, leborult előtte és ezt mondta: »Légy áldott Júda minden sátrában és minden nép között, s remegjen mindenki, aki csak hallja nevedet.
8 και νυν αναγγειλον μοι οσα εποιησας εν ταις ημεραις ταυταις και απηγγειλεν αυτω ιουδιθ εν μεσω του λαου παντα οσα ην πεποιηκυια αφ' ης ημερας εξηλθεν εως ου ελαλει αυτοις8 Most pedig beszéld el nekem, mit tettél ezekben a napokban.« Akkor Judit a nép közepette elbeszélte mindazt, amit cselekedett attól a naptól kezdve, amikor kiment tőlük egészen addig, hogy most beszél velük.
9 ως δε επαυσατο λαλουσα ηλαλαξεν ο λαος φωνη μεγαλη και εδωκεν φωνην ευφροσυνον εν τη πολει αυτων9 Amikor befejezte beszédét az egész nép hangos szóval fölkiáltott és az örvendezés hangja betöltötte az egész várost.
10 ιδων δε αχιωρ παντα οσα εποιησεν ο θεος του ισραηλ επιστευσεν τω θεω σφοδρα και περιετεμετο την σαρκα της ακροβυστιας αυτου και προσετεθη εις τον οικον ισραηλ εως της ημερας ταυτης10 Amikor Áhior látta mindazt, amit Izrael Istene cselekedett, szilárdan hitt Istenben, körülmetéltette előbőrét, és Izrael házához csatlakozott mind a mai napig.
11 ηνικα δε ο ορθρος ανεβη και εκρεμασαν την κεφαλην ολοφερνου εκ του τειχους και ανελαβεν πας ανηρ τα οπλα αυτου και εξηλθοσαν κατα σπειρας επι τας αναβασεις του ορους11 Amikor hajnalodott, kifüggesztették Holofernész fejét a falra, minden férfi megragadta fegyverét és csoportokban megindultak a hegy lejtőjén lefelé.
12 οι δε υιοι ασσουρ ως ειδον αυτους διεπεμψαν επι τους ηγουμενους αυτων οι δε ηλθον επι τους στρατηγους και χιλιαρχους και επι παντα αρχοντα αυτων12 Amikor meglátták őket Asszíria fiai, hírvivőket küldtek vezetőikhez, azok jelentették a vezéreknek és parancsnokoknak és az összes tisztnek.
13 και παρεγενοντο επι την σκηνην ολοφερνου και ειπαν τω οντι επι παντων των αυτου εγειρον δη τον κυριον ημων οτι ετολμησαν οι δουλοι καταβαινειν εφ' ημας εις πολεμον ινα εξολεθρευθωσιν εις τελος13 Elmentek Holofernész sátorához és így szóltak Bagoászhoz, aki minden vagyonára felügyelt: »Keltsd fel urunkat, mert ezek a zsidók támadást merészeltek indítani ellenünk, hogy teljesen megsemmisítsük őket.«
14 και εισηλθεν βαγωας και εκρουσε την αυλαιαν της σκηνης υπενοει γαρ καθευδειν αυτον μετα ιουδιθ14 Bagoász bement, tapsolt a függöny előtt, azt gondolta ugyanis, hogy Judittal alszik.
15 ως δ' ουθεις επηκουσεν διαστειλας εισηλθεν εις τον κοιτωνα και ευρεν αυτον επι της χελωνιδος ερριμμενον νεκρον και η κεφαλη αυτου αφηρητο απ' αυτου15 Mivel pedig senki sem válaszolt, félrehúzta a függönyt, belépett a hálószobába, s ott találta Holofernészt holtan a zsámolyon, a feje le volt vágva.
16 και εβοησεν φωνη μεγαλη μετα κλαυθμου και στεναγμου και βοης ισχυρας και διερρηξεν τα ιματια αυτου16 Hangosan felkiáltott, sírt, zokogott, jajgatott erős hangon és megszaggatta ruháját.
17 και εισηλθεν εις την σκηνην ου ην ιουδιθ καταλυουσα και ουχ ευρεν αυτην και εξεπηδησεν εις τον λαον και εβοησεν17 Majd bement abba a sátorba, ahol Judit lakott, de nem találta őt. A nép közé futott és ezt kiáltotta:
18 ηθετησαν οι δουλοι εποιησεν αισχυνην μια γυνη των εβραιων εις τον οικον του βασιλεως ναβουχοδονοσορ οτι ιδου ολοφερνης χαμαι και η κεφαλη ουκ εστιν επ' αυτω18 »Gonoszul cselekedtek a szolgák! A héberek közül egyetlen asszony szégyent hozott Nebukadnezár házára, Holofernész a földön hever, feje nincs rajta.«
19 ως δε ηκουσαν ταυτα τα ρηματα οι αρχοντες της δυναμεως ασσουρ τους χιτωνας αυτων διερρηξαν και εταραχθη αυτων η ψυχη σφοδρα και εγενετο αυτων κραυγη και βοη μεγαλη σφοδρα εν μεσω της παρεμβολης19 Amikor ezt a hírt meghallották, az asszír sereg vezérei megszaggatták ruhájukat, megrendült a lelkük, nagy kiabálás és jajgatás töltötte be az egész tábort.