Księga Psalmów 40
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Biblia Tysiąclecia | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Kierownikowi chóru. Dawidowy. Psalm. | 1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Περιεμεινα εν υπομονη τον Κυριον, και εκλινε προς εμε και ηκουσε της κραυγης μου? |
2 Złożyłem w Panu całą nadzieję; On schylił się nade mną i wysłuchał mego wołania. | 2 και με ανεβιβασεν εκ λακκου ταλαιπωριας, εκ βορβορωδους πηλου, και εστησεν επι πετραν τους ποδας μου, εστερεωσε τα βηματα μου? |
3 Wydobył mnie z dołu zagłady i z kałuży błota, a stopy moje postawił na skale i umocnił moje kroki. | 3 και εβαλεν εν τω στοματι μου ασμα νεον, υμνον εις τον Θεον ημων? θελουσιν ιδει πολλοι και θελουσι φοβηθη και θελουσιν ελπισει επι Κυριον. |
4 I włożył w moje usta śpiew nowy, pieśń dla naszego Boga. Wielu zobaczy i przejmie ich trwoga, i położą swą ufność w Panu. | 4 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εθεσε τον Κυριον ελπιδα αυτου και δεν αποβλεπει εις τους υπερηφανους και εις τους κλινοντας επι ψευδη. |
5 Szczęśliwy mąż, który złożył swą nadzieję w Panu, a nie idzie za pyszałkami i za zwolennikami kłamstwa. | 5 Πολλα εκαμες συ, Κυριε ο Θεος μου, τα θαυμασια σου? και τους περι ημων διαλογισμους σου δεν ειναι δυνατον να εκθεση τις εις σε? εαν ηθελον να απαγγελλω και να ομιλω περι αυτων, υπερβαινουσι παντα αριθμον. |
6 Wiele Ty uczyniłeś swych cudów, Panie, Boże mój, a w zamiarach Twoich wobec nas nikt Ci nie dorówna. I gdybym chciał je wyrazić i opowiedzieć, będzie ich więcej niżby można zliczyć. | 6 Θυσιαν και προσφοραν δεν ηθελησας? διηνοιξας εν εμοι ωτα? ολοκαυτωμα και προσφοραν περι αμαρτιας δεν εζητησας. |
7 Nie chciałeś ofiary krwawej ani obiaty, lecz otwarłeś mi uszy; całopalenia i żertwy za grzech nie żądałeś. | 7 Τοτε ειπα, Ιδου, ερχομαι? εν τω τομω του βιβλιου ειναι γεγραμμενον περι εμου? |
8 Wtedy powiedziałem: Oto przychodzę; w zwoju księgi o mnie napisano: | 8 χαιρω, Θεε μου, να εκτελω το θελημα σου? και ο νομος σου ειναι εν τω μεσω της καρδιας μου. |
9 Jest moją radością, mój Boże, czynić Twoją wolę, a Prawo Twoje mieszka w moim wnętrzu. | 9 Εκηρυξα δικαιοσυνην εν συναξει μεγαλη? ιδου, δεν εμποδισα τα χειλη μου, Κυριε, συ εξευρεις. |
10 Głosiłem Twoją sprawiedliwość w wielkim zgromadzeniu; oto nie powściągałem warg moich - Ty wiesz, o Panie. | 10 Την δικαιοσυνην σου δεν εκρυψα εντος της καρδιας μου? την αληθειαν σου και την σωτηριαν σου ανηγγειλα? δεν εκρυψα το ελεος σου και την αληθειαν σου απο συναξεως μεγαλης. |
11 Sprawiedliwości Twojej nie kryłem w głębi serca. Głosiłem Twoją wierność i pomoc. Nie taiłem Twej łaski ani Twej wierności przed wielkim zgromadzeniem. | 11 Συ, Κυριε, μη απομακρυνης τους οικτιρμους σου απ' εμου? το ελεος σου και η αληθεια σου ας με περιφρουρωσι διαπαντος. |
12 A Ty, o Panie, nie wstrzymuj wobec mnie Twego miłosierdzia; łaska Twa i wierność niech mnie zawsze strzegą! | 12 Διοτι με περιεκυκλωσαν αναριθμητα κακα? με κατεφθασαν αι ανομιαι μου, και δεν δυναμαι να θεωρω αυτας? επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου? και η καρδια μου με εγκαταλειπει. |
13 Otoczyły mnie bowiem nieszczęścia, których nie ma liczby, winy moje mnie ogarnęły, a gdybym mógł je widzieć, byłyby liczniejsze niż włosy na mej głowie, więc we mnie serce ustaje. | 13 Ευδοκησον, Κυριε, να με ελευθερωσης Κυριε, ταχυνον εις βοηθειαν μου. |
14 Panie, racz mnie wybawić; Panie, pospiesz mi na pomoc! | 14 Ας αισχυνθωσι και ας εκτραπωσιν ομου οι ζητουντες την ψυχην μου, δια να απολεσωσιν αυτην? ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου. |
15 Niech się zmieszają i razem okryją rumieńcem ci, co na życie me czyhają, aby je odebrać. Niech się cofną zawstydzeni ci, którzy z niedoli mojej się weselą. | 15 Ας εξολοθρευθωσι δια μισθον της αισχυνης αυτων οι λεγοντες προς εμε, ευγε, ευγε. |
16 Niech osłupieją hańbą okryci, którzy mi mówią: Ha, ha! | 16 Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε? οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Κυριος. |
17 Niech się radują i weselą w Tobie wszyscy, co Ciebie szukają i niech zawsze mówią: Pan jest wielki ci, którzy pragną Twojej pomocy. | 17 Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης? αλλ' ο Κυριος φροντιζει περι εμου? η βοηθεια μου και ο ελευθερωτης μου συ εισαι? Θεε μου, μη βραδυνης. |
18 Ja zaś jestem ubogi i nędzny, ale Pan troszczy się o mnie. Ty jesteś wspomożycielem moim i wybawcą; Boże mój, nie zwlekaj! |