Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Lamentationes 2


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 (Aleph)Quomodo obtexit caligine in furore suo
Dominus filiam Sion ;
projecit de cælo in terram
inclytam Israël,
et non est recordatus scabelli pedum suorum
in die furoris sui !
1 Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου
2 (Beth)Præcipitavit Dominus, nec pepercit
omnia speciosa Jacob :
destruxit in furore suo
munitiones virginis Juda,
et dejecit in terram ;
polluit regnum et principes ejus.
2 Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη? κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα? κατηδαφισεν αυτα? εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.
3 (Ghimel)Confregit in ira furoris sui
omne cornu Israël ;
avertit retrorsum dexteram suam
a facie inimici,
et succendit in Jacob quasi ignem
flammæ devorantis in gyro.
3 Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ? εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ' εμπροσθεν του εχθρου? και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.
4 (Daleth)Tetendit arcum suum quasi inimicus,
firmavit dexteram suam quasi hostis,
et occidit omne quod pulchrum erat visu
in tabernaculo filiæ Sion ;
effudit quasi ignem
indignationem suam.
4 Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων? εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.
5 (He)Factus est Dominus velut inimicus,
præcipitavit Israël :
præcipitavit omnia mœnia ejus,
dissipavit munitiones ejus,
et replevit in filia Juda
humiliatum et humiliatam.
5 Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ? κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου? ηφανισε τα οχυρωματα αυτου? και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.
6 (Vau)Et dissipavit quasi hortum tentorium suum ;
demolitus est tabernaculum suum.
Oblivioni tradidit Dominus in Sion
festivitatem et sabbatum ;
et in opprobrium, et in indignationem furoris sui,
regem et sacerdotem.
6 Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου? κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου? ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.
7 (Zain)Repulit Dominus altare suum ;
maledixit sanctificationi suæ :
tradidit in manu inimici
muros turrium ejus.
Vocem dederunt in domo Domini
sicut in die solemni.
7 Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου? συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης? ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.
8 (Heth)Cogitavit Dominus dissipare
murum filiæ Sion ;
tetendit funiculum suum,
et non avertit manum suam a perditione :
luxitque antemurale,
et murus pariter dissipatus est.
8 Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων? εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος? τα παντα ητονησαν ομου.
9 (Teth)Defixæ sunt in terra portæ ejus,
perdidit et contrivit vectes ejus ;
regem ejus et principes ejus in gentibus :
non est lex,
et prophetæ ejus non invenerunt
visionem a Domino.
9 Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην? ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης? ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι? νομος δεν υπαρχει? ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.
10 (Jod)Sederunt in terra, conticuerunt
senes filiæ Sion ;
consperserunt cinere capita sua,
accincti sunt ciliciis :
abjecerunt in terram capita sua
virgines Jerusalem.
10 Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες? ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους? αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.
11 (Caph)Defecerunt præ lacrimis oculi mei,
conturbata sunt viscera mea ;
effusum est in terra jecur meum
super contritione filiæ populi mei,
cum deficeret parvulus et lactens
in plateis oppidi.
11 Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.
12 (Lamed)Matribus suis dixerunt :
Ubi est triticum et vinum ?
cum deficerent quasi vulnerati
in plateis civitatis,
cum exhalarent animas suas
in sinu matrum suarum.
12 Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.
13 (Mem)Cui comparabo te, vel cui assimilabo te,
filia Jerusalem ?
cui exæquabo te, et consolabor te,
virgo, filia Sion ?
magna est enim velut mare contritio tua :
quis medebitur tui ?
13 Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα? τις δυναται να σε ιατρευση;
14 (Nun)Prophetæ tui viderunt tibi
falsa et stulta ;
nec aperiebant iniquitatem tuam,
ut te ad pœnitentiam provocarent ;
viderunt autem tibi assumptiones falsas,
et ejectiones.
14 Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου? αλλ' ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.
15 (Samech)Plauserunt super te manibus
omnes transeuntes per viam ;
sibilaverunt et moverunt caput suum
super filiam Jerusalem :
Hæccine est urbs, dicentes, perfecti decoris,
gaudium universæ terræ ?
15 Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας? εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;
16 (Phe)Aperuerunt super te os suum
omnes inimici tui :
sibilaverunt, et fremuerunt dentibus,
et dixerunt : Devorabimus :
en ista est dies quam exspectabamus ;
invenimus, vidimus.
16 Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων? εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην? αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν? ευρομεν, ειδομεν.
17 (Ain)Fecit Dominus quæ cogitavit ;
complevit sermonem suum,
quem præceperat a diebus antiquis :
destruxit, et non pepercit,
et lætificavit super te inimicum,
et exaltavit cornu hostium tuorum.
17 Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη? εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων? Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον? υψωσε το κερας των εναντιων σου.
18 (Sade)Clamavit cor eorum ad Dominum
super muros filiæ Sion :
Deduc quasi torrentem lacrimas
per diem et noctem ;
non des requiem tibi,
neque taceat pupilla oculi tui.
18 Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα? μη δωσης παυσιν εις σεαυτον? ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.
19 (Coph)Consurge, lauda in nocte,
in principio vigiliarum ;
effunde sicut aquam cor tuum
ante conspectum Domini :
leva ad eum manus tuas
pro anima parvulorum tuorum,
qui defecerunt in fame
in capite omnium compitorum.
19 Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι? εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου? υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.
20 (Res)Vide, Domine, et considera
quem vindemiaveris ita.
Ergone comedent mulieres fructum suum,
parvulos ad mensuram palmæ ?
si occiditur in sanctuario Domini
sacerdos et propheta ?
20 Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;
21 (Sin)Jacuerunt in terra foris
puer et senex ;
virgines meæ et juvenes mei
ceciderunt in gladio :
interfecisti in die furoris tui,
percussisti, nec misertus es.
21 Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα? εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.
22 (Thau)Vocasti quasi ad diem solemnem,
qui terrerent me de circuitu ;
et non fuit in die furoris Domini qui effugeret,
et relinqueretur :
quos educavi et enutrivi,
inimicus meus consumpsit eos.
22 Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου? εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.