Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Lamentationes 1


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 (Prologus)Et factum est, postquam in captivitatem redactus est Israël, et Jerusalem deserta est, sedit Jeremias propheta flens, et planxit lamentatione hac in Jerusalem : et amaro animo suspirans et ejulans, dixit : (Aleph)Quomodo sedet sola
civitas plena populo !
Facta est quasi vidua
domina gentium ;
princeps provinciarum
facta est sub tributo.
1 Πως εκαθησε μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων. Κατεστη ως χηρα η πεπληθυμμενη εν εθνεσιν, η αρχουσα εν ταις επαρχιαις? εγεινεν υποτελης.
2 (Beth)Plorans ploravit in nocte,
et lacrimæ ejus in maxillis ejus :
non est qui consoletur eam
ex omnibus caris ejus ;
omnes amici ejus spreverunt eam,
et facti sunt ei inimici.
2 Ακαταπαυστως κλαιει την νυκτα και τα δακρυα αυτης καταρρεουσιν επι τας σιαγονας αυτης? εκ παντων των αγαπωντων αυτην δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? παντες οι φιλοι αυτης εφερθησαν προς αυτην απιστως? εχθροι εγειναν εις αυτην.
3 (Ghimel)Migravit Judas propter afflictionem,
et multitudinem servitutis ;
habitavit inter gentes,
nec invenit requiem :
omnes persecutores ejus apprehenderunt eam
inter angustias.
3 Ηχμαλωτισθη ο Ιουδας υπο θλιψεως και υπο βαρειας δουλειας? καθηται εν τοις εθνεσι? δεν ευρισκει αναπαυσιν? παντες οι διωκται αυτου κατελαβον αυτον εν μεσω των στενων.
4 (Daleth)Viæ Sion lugent, eo quod non sint
qui veniant ad solemnitatem :
omnes portæ ejus destructæ,
sacerdotes ejus gementes ;
virgines ejus squalidæ,
et ipsa oppressa amaritudine.
4 Αι οδοι της Σιων πενθουσι, διοτι ουδεις ερχεται εις τας εορτας? πασαι αι πυλαι αυτης ειναι ερημοι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν? αι παρθενοι αυτης ειναι περιλυποι και αυτη πληρης πικριας.
5 (He)Facti sunt hostes ejus in capite ;
inimici ejus locupletati sunt :
quia Dominus locutus est super eam
propter multitudinem iniquitatum ejus.
Parvuli ejus ducti sunt in captivitatem
ante faciem tribulantis.
5 Οι εναντιοι αυτης εγειναν κεφαλη, οι εχθροι αυτης ευημερουσι? διοτι ο Κυριος κατεθλιψεν αυτην δια το πληθος των ανομιων αυτης? τα νηπια αυτης επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν εμπροσθεν του εχθρου.
6 (Vau)Et egressus est a filia Sion
omnis decor ejus ;
facti sunt principes ejus velut arietes
non invenientes pascua,
et abierunt absque fortitudine
ante faciem subsequentis.
6 Και εφυγεν απο της θυγατρος Σιων πασα η δοξα αυτης? οι αρχοντες αυτης εγειναν ως ελαφοι μη ευρισκουσαι βοσκην, και εβαδιζον χωρις δυναμεως εμπροσθεν του διωκοντος.
7 (Zain)Recordata est Jerusalem dierum afflictionis suæ,
et prævaricationis,
omnium desiderabilium suorum,
quæ habuerat a diebus antiquis,
cum caderet populus ejus in manu hostili,
et non esset auxiliator :
viderunt eam hostes,
et deriserunt sabbata ejus.
7 Ενεθυμηθη η Ιερουσαλημ εν ταις ημεραις της θλιψεως αυτης και της εξωσεως αυτης παντα τα επιθυμητα αυτης, τα οποια ειχεν απο χρονων αρχαιων, οτε επεσεν ο λαος αυτης εις την χειρα του εχθρου και δεν υπηρχεν ο βοηθων αυτην? ειδον αυτην οι εχθροι, εγελασαν επι τη καταπαυσει αυτης.
8 (Heth)Peccatum peccavit Jerusalem,
propterea instabilis facta est ;
omnes qui glorificabant eam spreverunt illam,
quia viderunt ignominiam ejus :
ipsa autem gemens
conversa est retrorsum.
8 Αμαρτιαν ημαρτησεν η Ιερουσαλημ? δια τουτο εγεινεν ως ακαθαρτος? παντες οι δοξαζοντες αυτην κατεφρονησαν αυτην, διοτι ειδον την ασχημοσυνην αυτης? αυτη δε ανεστεναζε και απεστραφη εις τα οπισω.
9 (Teth)Sordes ejus in pedibus ejus,
nec recordata est finis sui ;
deposita est vehementer,
non habens consolatorem.
Vide, Domine, afflictionem meam,
quoniam erectus est inimicus.
9 Η ακαθαρσια αυτης ητο εις τα κρασπεδα αυτης? δεν ενεθυμηθη τα τελη αυτης? οθεν εταπεινωθη εξαισιως? δεν υπηρχεν ο παρηγορων αυτην. Ιδε, Κυριε, την θλιψιν μου, διοτι εμεγαλυνθη ο εχθρος.
10 (Jod)Manum suam misit hostis
ad omnia desiderabilia ejus,
quia vidit gentes
ingressas sanctuarium suum,
de quibus præceperas
ne intrarent in ecclesiam tuam.
10 Ο εχθρος εξηπλωσε την χειρα αυτου επι παντα τα επιθυμητα αυτης? διοτι αυτη ειδε τα εθνη εισερχομενα εις το αγιαστηριον αυτης, τα οποια προσεταξας να μη εισελθωσιν εις την συναγωγην σου.
11 (Caph)Omnis populus ejus gemens,
et quærens panem ;
dederunt pretiosa quæque pro cibo
ad refocillandam animam.
Vide, Domine, et considera
quoniam facta sum vilis !
11 Πας ο λαος αυτης καταστεναζει, ζητων αρτον? εδωκαν τα επιθυμητα αυτων αντι τροφης, δια να επανελθη η ψυχη αυτων. Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον? διοτι εγεινα εξουθενημενη.
12 (Lamed)O vos omnes qui transitis per viam,
attendite, et videte
si est dolor sicut dolor meus !
quoniam vindemiavit me,
ut locutus est Dominus,
in die iræ furoris sui.
12 Ω, προς υμας, παντες οι διαβαινοντες την οδον? επιβλεψατε και ιδετε, αν ηναι πονος κατα τον πονον μου, οστις εγεινεν εις εμε, με τον οποιον με εθλιψεν ο Κυριος εν τη ημερα της οργης του θυμου αυτου.
13 (Mem)De excelso misit ignem in ossibus meis,
et erudivit me :
expandit rete pedibus meis,
convertit me retrorsum ;
posuit me desolatam,
tota die mœrore confectam.
13 Εξαπεστειλεν εξ υψους πυρ επι τα οστα μου και κατεκρατησεν αυτα? ηπλωσε δικτυον εις τους ποδας μου? με εστρεψεν εις τα οπισω? με κατεστησεν ηφανισμενην, ολην την ημεραν οδυνωμενην.
14 (Nun)Vigilavit jugum iniquitatum mearum ;
in manu ejus convolutæ sunt,
et impositæ collo meo.
Infirmata est virtus mea :
dedit me Dominus in manu
de qua non potero surgere.
14 Ο ζυγος των ασεβηματων μου συνεσφιγχθη δια της χειρος αυτου? περιεπλεχθησαν, ανεβησαν επι τον τραχηλον μου, κατελυσε την δυναμιν μου? ο Κυριος με παρεδωκεν εις χειρας, εξ ων δεν δυναμαι να εγερθω.
15 (Samech)Abstulit omnes magnificos meos Dominus
de medio mei ;
vocavit adversum me tempus
ut contereret electos meos.
Torcular calcavit Dominus
virgini filiæ Juda.
15 Ο Κυριος κατεστρωσε παντας τους δυνατους μου εν τω μεσω μου? εκαλεσεν επ' εμε ωρισμενον καιρον δια να συντριψη τους εκλεκτους μου? ο Κυριος επατησεν εν ληνω την παρθενον, την θυγατερα Ιουδα.
16 (Ain)Idcirco ego plorans,
et oculus meus deducens aquas,
quia longe factus est a me consolator,
convertens animam meam.
Facti sunt filii mei perditi,
quoniam invaluit inimicus.
16 Δια ταυτα εγω θρηνω? οι οφθαλμοι μου, οι οφθαλμοι μου καταρρεουσιν υδατα? διοτι απεμακρυνθη απ' εμου ο παρηγορητης ο αναζωοποιων την ψυχην μου? οι υιοι μου ηφανισθησαν, διοτι υπερισχυσεν ο εχθρος.
17 (Phe)Expandit Sion manus suas ;
non est qui consoletur eam.
Mandavit Dominus adversum Jacob
in circuitu ejus hostes ejus ;
facta est Jerusalem
quasi polluta menstruis inter eos.
17 Η Σιων εκτεινει τας χειρας αυτης, δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? ο Κυριος προσεταξε περι του Ιακωβ? οι εχθροι αυτου περιεκυκλωσαν αυτον? η Ιερουσαλημ εγεινε μεταξυ αυτων ως ακαθαρτος.
18 (Sade)Justus est Dominus,
quia os ejus ad iracundiam provocavi.
Audite, obsecro, universi populi,
et videte dolorem meum :
virgines meæ et juvenes mei abierunt
in captivitatem.
18 Δικαιος ειναι ο Κυριος διοτι απεστατησα απο του λογου αυτου. Ακουσατε, παρακαλω, παντες οι λαοι, και ιδετε τον πονον μου? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν.
19 (Coph)Vocavi amicos meos,
et ipsi deceperunt me ;
sacerdotes mei et senes mei
in urbe consumpti sunt,
quia quæsierunt cibum sibi
ut refocillarent animam suam.
19 Εκαλεσα τους αγαπωντας με, αλλ' αυτοι με ηπατησαν? οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εξεπνευσαν εν τη πολει, διοτι εζητησαν τροφην υπερ εαυτων δια να επανελθη η ψυχη αυτων.
20 (Res)Vide, Domine, quoniam tribulor :
conturbatus est venter meus,
subversum est cor meum in memetipsa,
quoniam amaritudine plena sum.
Foris interfecit gladius,
et domi mors similis est.
20 Ιδε, Κυριε, διοτι θλιβομαι? τα εντοσθια μου ταραττονται, η καρδια μου αναστρεφεται εντος μου, διοτι μεγαλως απεστατησα? εξωθεν ητεκνωσεν η μαχαιρα? εν τω οικω ο θανατος.
21 (Sin)Audierunt quia ingemisco ego,
et non est qui consoletur me ;
omnes inimici mei audierunt malum meum,
lætati sunt quoniam tu fecisti :
adduxisti diem consolationis,
et fient similes mei.
21 Ηκουσαν, διοτι στεναζω? δεν υπαρχει ο παρηγορων με? παντες οι εχθροι μου ηκουσαν την συμφοραν μου? εχαρησαν οτι συ εκαμες τουτο ? οταν φερης την ημεραν, την οποιαν εκαλεσας, αυτοι θελουσι γεινει ως εγω.
22 (Thau)Ingrediatur omne malum eorum coram te :
et vindemia eos, sicut vindemiasti me
propter omnes iniquitates meas :
multi enim gemitus mei,
et cor meum mœrens.
22 Ας ελθη ενωπιον σου πασα η κακια αυτων? και καμε εις αυτους ως εκαμες εις εμε δια παντα τα αμαρτηματα μου? διοτι πολλοι ειναι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου εξελιπε.