Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Isaiæ 63


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Quis est iste, qui venit de Edom,
tinctis vestibus de Bosra ?
iste formosus in stola sua,
gradiens in multitudine fortitudinis suæ ?
Ego qui loquor justitiam,
et propugnator sum ad salvandum.
1 Τις ουτος, ο ερχομενος εξ Εδωμ, με ιματια ερυθρα εκ Βοσορρας; ουτος ο ενδοξος εις την στολην αυτου, ο περιπατων εν τη μεγαλειοτητι της δυναμεως αυτου; Εγω, ο λαλων εν δικαιοσυνη, ο ισχυρος εις το σωζειν.
2 Quare ergo rubrum est indumentum tuum,
et vestimenta tua sicut calcantium in torculari ?
2 Δια τι ειναι ερυθρα η στολη σου και τα ιματια σου ομοια ανθρωπου πατουντος εν ληνω;
3 Torcular calcavi solus,
et de gentibus non est vir mecum ;
calcavi eos in furore meo,
et conculcavi eos in ira mea :
et aspersus est sanguis eorum super vestimenta mea,
et omnia indumenta mea inquinavi.
3 Επατησα μονος τον ληνον, και ουδεις εκ των λαων ητο μετ' εμου? και κατεπατησα αυτους εν τω θυμω μου και κατελακτισα αυτους εν τη οργη μου? και το αιμα αυτων ερραντισθη επι τα ιματια μου και εμολυνα ολην μου την στολην.
4 Dies enim ultionis in corde meo ;
annus redemptionis meæ venit.
4 Διοτι η ημερα της εκδικησεως ητο εν τη καρδια μου, και εφθασεν ο ενιαυτος των λελυτρωμενων μου.
5 Circumspexi, et non erat auxiliator ;
quæsivi, et non fuit qui adjuvaret :
et salvavit mihi brachium meum,
et indignatio mea ipsa auxiliata est mihi.
5 Και περιεβλεψα και δεν υπηρχεν ο βοηθων? και εθαυμασα οτι δεν υπηρχεν ο υποστηριζων? οθεν ο βραχιων μου ενηργησε σωτηριαν εις εμε? και ο θυμος μου, αυτος με υπεστηριξε.
6 Et conculcavi populos in furore meo,
et inebriavi eos in indignatione mea,
et detraxi in terram virtutem eorum.
6 Και κατεπατησα τους λαους εν τη οργη μου και εμεθυσα αυτους εκ του θυμου μου και κατεβιβασα εις την γην το αιμα αυτων.
7 Miserationum Domini recordabor ;
laudem Domini
super omnibus quæ reddidit nobis Dominus,
et super multitudinem bonorum domui Israël,
quæ largitus est eis secundum indulgentiam suam,
et secundum multitudinem misericordiarum suarum.
7 Θελω αναφερει τους οικτιρμους του Κυριου, τας αινεσεις του Κυριου, κατα παντα οσα ο Κυριος εκαμεν εις ημας, και την μεγαλην αγαθοτητα προς τον οικον Ισραηλ, την οποιαν εδειξε προς αυτους κατα τους οικτιρμους αυτου και κατα το πληθος του ελεους αυτου.
8 Et dixit : Verumtamen populus meus est,
filii non negantes ;
et factus est eis salvator.
8 Διοτι ειπε, Βεβαιως λαος μου ειναι αυτοι, τεκνα τα οποια δεν θελουσι ψευσθη? και υπηρξεν ο Σωτηρ αυτων.
9 In omni tribulatione eorum non est tribulatus,
et angelus faciei ejus salvavit eos :
in dilectione sua et in indulgentia sua
ipse redemit eos,
et portavit eos, et elevavit eos
cunctis diebus sæculi.
9 Κατα πασας τας θλιψεις αυτων εθλιβετο, και ο αγγελος της παρουσιας αυτου εσωσεν αυτους? εν τη αγαπη αυτου και εν τη ευσπλαγχνια αυτου αυτος ελυτρωσεν αυτους? και εσηκωσεν αυτους και εβαστασεν αυτους πασας τας ημερας του αιωνος.
10 Ipsi autem ad iracundiam provocaverunt,
et afflixerunt spiritum Sancti ejus :
et conversus est eis in inimicum,
et ipse debellavit eos.
10 Αυτοι ομως ηπειθησαν και ελυπησαν το αγιον πνευμα αυτου? δια τουτο εστραφη ωστε να γεινη εχθρος αυτων, αυτος επολεμησεν αυτους.
11 Et recordatus est dierum sæculi Moysi, et populi sui.
Ubi est qui eduxit eos de mari
cum pastoribus gregis sui ?
Ubi est qui posuit in medio ejus
spiritum Sancti sui ;
11 Τοτε ενεθυμηθη τας αρχαιας ημερας, τον Μωυσην, τον λαον αυτου, λεγων, Που ειναι ο αναβιβασας αυτους απο της θαλασσης μετα του ποιμενος του ποιμνιου αυτου; που ο θεσας το αγιον αυτου πνευμα εν τω μεσω αυτων;
12 qui eduxit ad dexteram Moysen,
brachio majestatis suæ ;
qui scidit aquas ante eos,
ut faceret sibi nomen sempiternum ;
12 Ο οδηγησας αυτους δια της δεξιας του Μωυσεως με τον ενδοξον βραχιονα αυτου, ο διασχισας τα υδατα εμπροσθεν αυτων, δια να καμη εις εαυτον ονομα αιωνιον;
13 qui eduxit eos per abyssos,
quasi equum in deserto
non impingentem ?
13 Ο οδηγησας αυτους δια της αβυσσου, ως ιππον δια της ερημου, χωρις να προσκοψωσι;
14 Quasi animal in campo descendens,
spiritus Domini ductor ejus fuit.
Sic adduxisti populum tuum,
ut faceres tibi nomen gloriæ.
14 Το πνευμα του Κυριου ανεπαυσεν αυτους ως κτηνος καταβαινον εις την κοιλαδα? ουτως ωδηγησας τον λαον σου, δια να καμης εις σεαυτον ενδοξον ονομα.
15 Attende de cælo, et vide
de habitaculo sancto tuo, et gloriæ tuæ.
Ubi est zelus tuus, et fortitudo tua,
multitudo viscerum tuorum et miserationum tuarum ?
Super me continuerunt se.
15 Επιβλεψον εξ ουρανου και ιδε εκ της κατοικιας της αγιοτητος σου και της δοξης σου? που ο ζηλος σου και η δυναμις σου, το πληθος του ελεους σου και των οικτιρμων σου; απεκλεισθησαν εις εμε;
16 Tu enim pater noster :
et Abraham nescivit nos,
et Israël ignoravit nos :
tu, Domine, pater noster,
redemptor noster, a sæculo nomen tuum.
16 Συ βεβαιως εισαι ο Πατηρ ημων, αν και ο Αβρααμ δεν εξευρη ημας και ο Ισραηλ δεν γνωριζη ημας? συ, Κυριε, εισαι ο Πατηρ ημων? Λυτρωτης ημων ειναι το ονομα σου απ' αιωνος.
17 Quare errare nos fecisti, Domine, de viis tuis ;
indurasti cor nostrum ne timeremus te ?
Convertere propter servos tuos,
tribus hæreditatis tuæ.
17 Δια τι Κυριε, αφηκας ημας να αποπλανωμεθα απο των οδων σου και να σκληρυνωμεν την καρδιαν ημων, ωστε να μη σε φοβωμεθα; επιστρεψον ενεκεν των δουλων σου, των φυλων της κληρονομιας σου.
18 Quasi nihilum possederunt populum sanctum tuum :
hostes nostri conculcaverunt sanctificationem tuam.
18 Ως πραγμα ελαχιστον κατεκυριευσαν τον αγιον σου λαον? οι εναντιοι ημων κατεπατησαν το αγιαστηριον σου.
19 Facti sumus quasi in principio, cum non dominareris nostri,
neque invocaretur nomen tuum super nos.
19 Κατεσταθημεν ως εκεινοι, επι τους οποιους δεν εδεσποσας ποτε ουδε επεκληθη το ονομα σου επ' αυτους.