Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaiæ 50


font
VULGATALXX
1 Hæc dicit Dominus :
Quis est hic liber repudii matris vestræ,
quo dimisi eam ?
aut quis est creditor meus,
cui vendidi vos ?
Ecce in iniquitatibus vestris venditi estis,
et in sceleribus vestris dimisi matrem vestram.
1 ουτως λεγει κυριος ποιον το βιβλιον του αποστασιου της μητρος υμων ω εξαπεστειλα αυτην η τινι υποχρεω πεπρακα υμας ιδου ταις αμαρτιαις υμων επραθητε και ταις ανομιαις υμων εξαπεστειλα την μητερα υμων
2 Quia veni, et non erat vir ;
vocavi, et non erat qui audiret.
Numquid abbreviata et parvula facta est manus mea,
ut non possim redimere ?
aut non est in me virtus ad liberandum ?
Ecce in increpatione mea desertum faciam mare,
ponam flumina in siccum ;
computrescent pisces sine aqua,
et morientur in siti.
2 τι οτι ηλθον και ουκ ην ανθρωπος εκαλεσα και ουκ ην ο υπακουων μη ουκ ισχυει η χειρ μου του ρυσασθαι η ουκ ισχυω του εξελεσθαι ιδου τη απειλη μου εξερημωσω την θαλασσαν και θησω ποταμους ερημους και ξηρανθησονται οι ιχθυες αυτων απο του μη ειναι υδωρ και αποθανουνται εν διψει
3 Induam cælos tenebris,
et saccum ponam operimentum eorum.
3 και ενδυσω τον ουρανον σκοτος και θησω ως σακκον το περιβολαιον αυτου
4 Dominus dedit mihi
linguam eruditam,
ut sciam sustentare eum qui lassus est verbo.
Erigit mane,
mane erigit mihi aurem,
ut audiam quasi magistrum.
4 κυριος διδωσιν μοι γλωσσαν παιδειας του γνωναι εν καιρω ηνικα δει ειπειν λογον εθηκεν μοι πρωι προσεθηκεν μοι ωτιον ακουειν
5 Dominus Deus aperuit mihi aurem,
ego autem non contradico :
retrorsum non abii.
5 και η παιδεια κυριου ανοιγει μου τα ωτα εγω δε ουκ απειθω ουδε αντιλεγω
6 Corpus meum dedi percutientibus,
et genas meas vellentibus ;
faciem meam non averti ab increpantibus
et conspuentibus in me.
6 τον νωτον μου δεδωκα εις μαστιγας τας δε σιαγονας μου εις ραπισματα το δε προσωπον μου ουκ απεστρεψα απο αισχυνης εμπτυσματων
7 Dominus Deus auxiliator meus,
ideo non sum confusus ;
ideo posui faciem meam ut petram durissimam,
et scio quoniam non confundar.
7 και κυριος βοηθος μου εγενηθη δια τουτο ουκ ενετραπην αλλα εθηκα το προσωπον μου ως στερεαν πετραν και εγνων οτι ου μη αισχυνθω
8 Juxta est qui justificat me ; quis contradicet mihi ?
Stemus simul ;
quis est adversarius meus ? accedat ad me.
8 οτι εγγιζει ο δικαιωσας με τις ο κρινομενος μοι αντιστητω μοι αμα και τις ο κρινομενος μοι εγγισατω μοι
9 Ecce Dominus Deus auxiliator meus ;
quis est qui condemnet me ?
Ecce omnes quasi vestimentum conterentur ;
tinea comedet eos.
9 ιδου κυριος βοηθει μοι τις κακωσει με ιδου παντες υμεις ως ιματιον παλαιωθησεσθε και ως σης καταφαγεται υμας
10 Quis ex vobis timens Dominum,
audiens vocem servi sui ?
Qui ambulavit in tenebris,
et non est lumen ei,
speret in nomine Domini,
et innitatur super Deum suum.
10 τις εν υμιν ο φοβουμενος τον κυριον ακουσατω της φωνης του παιδος αυτου οι πορευομενοι εν σκοτει ουκ εστιν αυτοις φως πεποιθατε επι τω ονοματι κυριου και αντιστηρισασθε επι τω θεω
11 Ecce vos omnes accendentes ignem,
accincti flammis :
ambulate in lumine ignis vestri,
et in flammis quas succendistis ;
de manu mea factum est hoc vobis :
in doloribus dormietis.
11 ιδου παντες υμεις πυρ καιετε και κατισχυετε φλογα πορευεσθε τω φωτι του πυρος υμων και τη φλογι η εξεκαυσατε δι' εμε εγενετο ταυτα υμιν εν λυπη κοιμηθησεσθε