Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Isaiæ 38


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 In diebus illis ægrotavit Ezechias usque ad mortem ; et introivit ad eum Isaias, filius Amos, propheta, et dixit ei : Hæc dicit Dominus : Dispone domui tuæ, quia morieris tu, et non vives.1 Κατ' εκεινας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εις θανατον? και ηλθε προς αυτον Ησαιας ο προφητης ο υιος του Αμως και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος? Διαταξον περι του οικου σου? επειδη αποθνησκεις και δεν θελεις ζησει.
2 Et convertit Ezechias faciem suam ad parietem, et oravit ad Dominum,2 Τοτε εστρεψεν ο Εζεκιας το προσωπον αυτου προς τον τοιχον και προσηυχηθη εις τον Κυριον,
3 et dixit : Obsecro, Domine, memento, quæso, quomodo ambulaverim coram te in veritate et in corde perfecto, et quod bonum est in oculis tuis fecerim. Et flevit Ezechias fletu magno.3 και ειπε, Δεομαι, Κυριε, ενθυμηθητι τωρα πως περιεπατησα ενωπιον σου εν αληθεια και εν καρδια τελεια και επραξα το αρεστον ενωπιον σου. Και εκλαυσεν ο Εζεκιας κλαυθμον μεγαν.
4 Et factum est verbum Domini ad Isaiam, dicens :4 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς τον Ησαιαν λεγων,
5 Vade, et dic Ezechiæ : Hæc dicit Dominus Deus David patris tui : Audivi orationem tuam, et vidi lacrimas tuas ; ecce ego adjiciam super dies tuos quindecim annos,5 Υπαγε και ειπε προς τον Εζεκιαν, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου? Ηκουσα την προσευχην σου, ειδον τα δακρυα σου? ιδου, θελω προσθεσει εις τας ημερας σου δεκαπεντε ετη?
6 et de manu regis Assyriorum eruam te, et civitatem istam, et protegam eam.6 και θελω ελευθερωσει σε και την πολιν ταυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας και θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην?
7 Hoc autem tibi erit signum a Domino, quia faciet Dominus verbum hoc quod locutus est :7 και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον παρα Κυριου οτι θελει καμει ο Κυριος το πραγμα τουτο, το οποιον ελαλησεν?
8 ecce ego reverti faciam umbram linearum per quas descenderat in horologio Achaz in sole, retrorsum decem lineis. Et reversus est sol decem lineis per gradus quos descenderat.
8 ιδου, θελω στρεψει οπισω δεκα βαθμους την σκιαν των βαθμων, τους οποιους κατεβη εις το ηλιακον ωρολογιον του Αχαζ. Και εστραφη ο ηλιος δεκα βαθμους, δια των οποιων ειχε καταβη.
9 Scriptura Ezechiæ, regis Juda, cum ægrotasset et convaluisset de infirmitate sua.9 Ταυτα ειναι τα γραφεντα υπο Εζεκιου βασιλεως του Ιουδα, οτε ηρρωστησε και ανελαβεν εκ της αρρωστιας αυτου?
10 Ego dixi in dimidio dierum meorum :
Vadam ad portas inferi ;
quæsivi residuum annorum meorum.
10 Εγω ειπα, Εν τη μεσημβρια των ημερων μου θελω υπαγει εις τας πυλας του ταφου? εστερηθην το υπολοιπον των ετων μου.
11 Dixi : Non videbo Dominum Deum
in terra viventium ;
non aspiciam hominem ultra,
et habitatorem quietis.
11 Ειπα, δεν θελω ιδει πλεον τον Κυριον, τον Κυριον, εν γη ζωντων? δεν θελω ιδει πλεον ανθρωπον μετα των κατοικων του κοσμου.
12 Generatio mea ablata est, et convoluta est a me,
quasi tabernaculum pastorum.
Præcisa est velut a texente vita mea ;
dum adhuc ordirer, succidit me :
de mane usque ad vesperam finies me.
12 Η ζωη μου εφυγε και μετετοπισθη απ' εμου ως ποιμενος σκηνη? εκοπη η ζωη μου ως υπο υφαντου? απο του στημονιου θελει με κοψει? απο πρωιας εως εσπερας θελεις με τελειωσει.
13 Sperabam usque ad mane ;
quasi leo, sic contrivit omnia ossa mea :
de mane usque ad vesperam finies me.
13 Εστοχαζομην εως πρωιας, ως λεων θελει συντριψει παντα τα οστα μου? απο πρωιας εως εσπερας θελεις με τελειωσει.
14 Sicut pullus hirundinis, sic clamabo ;
meditabor ut columba.
Attenuati sunt oculi mei, suspicientes in excelsum.
Domine, vim patior : responde pro me.
14 Ως γερανος, ως χελιδων, ουτω εψελλιζον? ωδυρομην ως τρυγων? οι οφθαλμοι μου απεκαμον ατενιζοντες εις τα ανω. Καταθλιβομαι, Κυριε? ανακουφισον με.
15 Quid dicam, aut quid respondebit mihi,
cum ipse fecerit ?
Recogitabo tibi omnes annos meos
in amaritudine animæ meæ.
15 Τι να ειπω; αυτος και ειπε προς εμε και εξετελεσε? θελω διαγει παντα τα ετη μου εν τη πικρια της ψυχης μου.
16 Domine, si sic vivitur,
et in talibus vita spiritus mei,
corripies me, et vivificabis me.
16 Εν τουτοις, Κυριε, ζωσιν οι ανθρωποι, και εν πασι τουτοις υπαρχει ζωη του πνευματος μου? συ βεβαιως με θεραπευεις και με αναζωοποιεις.
17 Ecce in pace amaritudo mea amarissima.
Tu autem eruisti animam meam
ut non periret ;
projecisti post tergum tuum
omnia peccata mea.
17 Ιδου, αντι ειρηνης επηλθεν επ' εμε μεγαλη πικρια? αλλα συ, δι' αγαπην της ψυχης μου, ελυτρωσας αυτην απο του λακκου της φθορας? διοτι ερριψας οπισω των νωτων σου πασας τας αμαρτιας μου.
18 Quia non infernus confitebitur tibi,
neque mors laudabit te :
non exspectabunt qui descendunt in lacum
veritatem tuam.
18 Διοτι ο ταφος δεν θελει σε υμνησει? ο θανατος δεν θελει σε δοξολογησει? οι καταβαινοντες εις τον λακκον δεν θελουσιν ελπιζει επι την αληθειαν σου.
19 Vivens, vivens ipse confitebitur tibi,
sicut et ego hodie ;
pater filiis notam faciet
veritatem tuam.
19 Ο ζων, ο ζων, αυτος θελει σε υμνει, καθως εγω ταυτην την ημεραν? ο πατηρ θελει εις τα τεκνα γνωστοποιησει την αληθειαν σου.
20 Domine, salvum me fac !
et psalmos nostros cantabimus
cunctis diebus vitæ nostræ
in domo Domini.
20 Ο Κυριος ηλθε να με σωση? δια τουτο θελομεν ψαλλει το ασμα μου επι εντεταμενων οργανων πασας τας ημερας της ζωης ημων εν τω οικω του Κυριου.
21 Et jussit Isaias ut tollerent massam de ficis, et cataplasmarent super vulnus, et sanaretur.21 Διοτι ο Ησαιας ειχεν ειπει, Ας λαβωσι παλαθην συκων και ας βαλωσιν αυτην ως εμπλαστρον επι το ελκος και θελει ιατρευθη.
22 Et dixit Ezechias : Quod erit signum quia ascendam in domum Domini ?22 Και ο Εζεκιας ειχεν ειπει, Τι ειναι το σημειον οτι εγω θελω αναβη εις τον οικον του Κυριου;