Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Ecclesiastes 5


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Ne temere quid loquaris,
neque cor tuum sit velox ad proferendum sermonem coram Deo.
Deus enim in cælo, et tu super terram ;
idcirco sint pauci sermones tui.
1 Φυλαττε τον ποδα σου, οταν υπαγης εις τον οικον του Θεου? και προθυμου μαλλον να ακουης, παρα να προσφερης θυσιαν αφρονων, οιτινες δεν αισθανονται οτι πραττουσι κακως.
2 Multas curas sequuntur somnia,
et in multis sermonibus invenietur stultitia.
2 Μη σπευδε δια του στοματος σου, και η καρδια σου ας μη επιταχυνη να προφερη λογον ενωπιον του Θεου? διοτι ο Θεος ειναι εν τω ουρανω, συ δε επι της γης? οθεν οι λογοι σου ας ηναι ολιγοι.
3 Si quid vovisti Deo,
ne moreris reddere :
displicet enim ei infidelis et stulta promissio,
sed quodcumque voveris redde :
3 Επειδη το μεν ονειρον ερχεται εν τω πληθει των περισπασμων? η δε φωνη του αφρονος εν τω πληθει των λογων.
4 multoque melius est non vovere,
quam post votum promissa non reddere.
4 Οταν ευχηθης ευχην εις τον Θεον, μη βραδυνης να αποδωσης αυτην? διοτι δεν ευαρεστειται εις τους αφρονας? αποδος ο, τι ηυχηθης.
5 Ne dederis os tuum ut peccare facias carnem tuam,
neque dicas coram angelo :
Non est providentia :
ne forte iratus Deus contra sermones tuos
dissipet cuncta opera manuum tuarum.
5 Καλλιον να μη ευχηθης, παρα ευχηθεις να μη αποδωσης.
6 Ubi multa sunt somnia,
plurimæ sunt vanitates, et sermones innumeri ;
tu vero Deum time.
6 Μη συγχωρησης εις το στομα σου να φερη επι σε αμαρτιαν? μηδε ειπης ενωπιον του αγγελου, οτι ητο εξ αγνοιας? δια τι να οργισθη ο Θεος εις την φωνην σου και να αφανιση τα εργα των χειρων σου;
7 Si videris calumnias egenorum, et violenta judicia,
et subverti justitiam in provincia,
non mireris super hoc negotio :
quia excelso excelsior est alius,
et super hos quoque eminentiores sunt alii ;
7 Διοτι εν τω πληθει των ονειρων και εν τω πληθει των λογων ειναι ματαιοτητες? συ δε φοβου τον Θεον.
8 et insuper universæ terræ rex imperat servienti.
8 Εαν ιδης καταθλιψιν πενητος και παραβιασιν κρισεως και δικαιοσυνης εν τη χωρα, μη θαυμασης δια τουτο? διοτι ο επι τον υψηλον υψηλοτερος επιτηρει? και επι τουτους υψηλοτεροι.
9 Avarus non implebitur pecunia,
et qui amat divitias fructum non capiet ex eis ;
et hoc ergo vanitas.
9 Η γη ωφελει υπερ παντα? και αυτος ο βασιλευς υπο των αγρων υπηρετειται.
10 Ubi multæ sunt opes,
multi et qui comedunt eas.
Et quid prodest possessori,
nisi quod cernit divitias oculis suis ?
10 Ο αγαπων το αργυριον δεν θελει χορτασθη αργυριου? ουδε εισοδηματων ο αγαπων την αφθονιαν? ματαιοτης και τουτο.
11 Dulcis est somnus operanti,
sive parum sive multum comedat ;
saturitas autem divitis non sinit eum dormire.
11 Πληθυνομενων των αγαθων πληθυνονται και οι τρωγοντες αυτα? και τις η ωφελεια εις τους κυριους αυτων, ειμη το να θεωρωσιν αυτα δια των οφθαλμων αυτων;
12 Est et alia infirmitas pessima quam vidi sub sole :
divitiæ conservatæ in malum domini sui.
12 Ο υπνος του εργαζομενου ειναι γλυκυς, ειτε ολιγον φαγη, ειτε πολυ? ο δε του πλουσιου χορτασμος δεν αφινει αυτον να κοιμαται.
13 Pereunt enim in afflictione pessima :
generavit filium qui in summa egestate erit.
13 Υπαρχει κακον θλιβερον, το οποιον ειδον υπο τον ηλιον? πλουτος φυλαττομενος υπο του εχοντος αυτον προς βλαβην αυτου.
14 Sicut egressus est nudus de utero matris suæ, sic revertetur,
et nihil auferet secum de labore suo.
14 Και ο πλουτος εκεινος χανεται υπο συμφορας κακης? αυτος δε γεννα υιον και δεν εχει ουδεν εν τη χειρι αυτου.
15 Miserabilis prorsus infirmitas :
quomodo venit, sic revertetur.
Quid ergo prodest ei quod laboravit in ventum ?
15 Καθως εξηλθεν εκ της κοιλιας της μητρος αυτου, γυμνος θελει επιστρεψει, υπαγων καθως ηλθε? και δεν θελει βασταζει ουδεν εκ του κοπου αυτου, δια να εχη εν τη χειρι αυτου.
16 cunctis diebus vitæ suæ comedit in tenebris,
et in curis multis, et in ærumna atque tristitia.
16 Και τουτο ετι κακον θλιβερον, καθως ηλθεν, ουτω να υπαγη? και τις ωφελεια εις αυτον οτι εκοπιασε δια τον ανεμον;
17 Hoc itaque visum est mihi bonum,
ut comedat quis et bibat,
et fruatur lætitia ex labore suo
quo laboravit ipse sub sole,
numero dierum vitæ suæ
quos dedit ei Deus ;
et hæc est pars illius.
17 Θελει προσετι τρωγει κατα πασας αυτου τας ημερας εν σκοτει και εν πολλη λυπη και αρρωστια και βασανω.
18 Et omni homini cui dedit Deus divitias atque substantiam,
potestatemque ei tribuit ut comedat ex eis,
et fruatur parte sua, et lætetur de labore suo :
hoc est donum Dei.
18 Ιδου, τι ειδον εγω αγαθον? ειναι καλον να τρωγη τις και να πινη και να απολαμβανη τα αγαθα ολου του κοπου αυτου, τον οποιον κοπιαζει υπο τον ηλιον, κατα τον αριθμον των ημερων της ζωης αυτου, οσας εδωκεν ο Θεος εις αυτον? διοτι τουτο ειναι η μερις αυτου.
19 Non enim satis recordabitur dierum vitæ suæ,
eo quod Deus occupet deliciis cor ejus.
19 Και εις οντινα ανθρωπον ο Θεος δοσας πλουτη και υπαρχοντα, εδωκεν εις αυτον και εξουσιαν να τρωγη απ' αυτων και να λαμβανη το μεριδιον αυτου και να ευφραινεται εις τον κοπον αυτου, τουτο ειναι δωρον Θεου?
20 διοτι δεν θελει ενθυμεισθαι πολυ τας ημερας της ζωης αυτου? επειδη ο Θεος αποκρινεται εις την καρδιαν αυτου δι' ευφροσυνης.