Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Regum II 19


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Quæ cum audisset Ezechias rex, scidit vestimenta sua, et opertus est sacco, ingressusque est domum Domini.1 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.
2 Et misit Eliacim præpositum domus, et Sobnam scribam, et senes de sacerdotibus, opertos saccis, ad Isaiam prophetam filium Amos.2 Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων, εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως.
3 Qui dixerunt : Hæc dicit Ezechias : Dies tribulationis, et increpationis, et blasphemiæ dies iste : venerunt filii usque ad partum, et vires non habet parturiens.3 Και ειπον προς αυτον, Ουτω λεγει ο Εζεκιας? Ημερα θλιψεως και ονειδισμου και βλασφημιας η ημερα αυτη? διοτι τα τεκνα ηλθον εις την ακμην της γεννας, πλην δυναμις δεν ειναι εις την τικτουσαν?
4 Si forte audiat Dominus Deus tuus universa verba Rabsacis, quem misit rex Assyriorum dominus suus ut exprobraret Deum viventem et argueret verbis, quæ audivit Dominus Deus tuus : et fac orationem pro reliquiis quæ repertæ sunt.4 ειθε να ηκουσε Κυριος ο Θεος σου παντας τους λογους του Ραβ-σακη, τον οποιον ο βασιλευς της Ασσυριας ο κυριος αυτου απεστειλε δια να ονειδιση τον ζωντα θεον, και να υβριση δια των λογων, τους οποιους ηκουσε Κυριος ο Θεος σου? δια τουτο υψωσον δεησιν υπερ του υπολοιπου του σωζομενου.
5 Venerunt ergo servi regis Ezechiæ ad Isaiam.5 Και ηλθον προς τον Ησαιαν οι δουλοι του βασιλεως Εζεκιου.
6 Dixitque eis Isaias : Hæc dicetis domino vestro : Hæc dicit Dominus : Noli timere a facie sermonum quos audisti, quibus blasphemaverunt pueri regis Assyriorum me.6 Και ειπε προς αυτους ο Ησαιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον σας? Ουτω λεγει Κυριος? Μη φοβου απο των λογων τους οποιους ηκουσας, δια των οποιων οι δουλοι του βασιλεως της Ασσυριας με ωνειδισαν?
7 Ecce ego immittam ei spiritum, et audiet nuntium, et revertetur in terram suam, et dejiciam eum gladio in terra sua.
7 ιδου, εγω θελω βαλει εις αυτον τοιουτον πνευμα, ωστε, ακουσας θορυβον, θελει επιστρεψει εις την γην αυτου? και θελω καμει αυτον να πεση δια μαχαιρας εν τη γη αυτου.
8 Reversus est ergo Rabsaces, et invenit regem Assyriorum expugnantem Lobnam : audierat enim quod recessisset de Lachis.8 Ο Ραβ-σακης λοιπον επεστρεψε και ευρηκε τον βασιλεα της Ασσυριας πολεμουντα εναντιον της Λιβνα? διοτι ηκουσεν οτι εφυγεν απο Λαχεις.
9 Cumque audisset de Tharaca rege Æthiopiæ, dicentes : Ecce egressus est ut pugnet adversum te : et iret contra eum, misit nuntios ad Ezechiam, dicens :9 Και ο βασιλευς, οτε ηκουσε να λεγωσι περι Θιρακα του βασιλεως της Αιθιοπιας, Ιδου, εξηλθε να σε πολεμηση, απεστειλε παλιν πρεσβεις προς τον Εζεκιαν, λεγων,
10 Hæc dicite Ezechiæ regi Juda : Non te seducat Deus tuus in quo habes fiduciam, neque dicas : Non tradetur Jerusalem in manus regis Assyriorum.10 Ουτω θελετε ειπει προς Εζεκιαν, τον βασιλεα του Ιουδα, λεγοντες, Ο Θεος σου, επι τον οποιον θαρρεις, ας μη σε απατα, λεγων, Η Ιερουσαλημ δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας?
11 Tu enim ipse audisti quæ fecerunt reges Assyriorum universis terris, quomodo vastaverunt eas : num ergo solus poteris liberari ?11 ιδου, συ ηκουσας τι εκαμον οι βασιλεις της Ασσυριας εις παντας τους τοπους, καταστρεφοντες αυτους? και συ θελεις λυτρωθη;
12 Numquid liberaverunt dii gentium singulos quos vastaverunt patres mei, Gozan videlicet, et Haran, et Reseph, et filios Eden qui erant in Thelassar ?12 μηπως οι θεοι των εθνων ελυτρωσαν εκεινους, τους οποιους οι πατερες μου κατεστρεψαν, την Γωζαν και την Χαρραν και Ρεσεφ και τους υιους του Εδεν τους εν Τελασσαρ;
13 ubi est rex Emath, et rex Arphad, et rex civitatis Sepharvaim, Ana, et Ava ?13 που ο βασιλευς της Αιμαθ, και ο βασιλευς της Αρφαδ, και ο βασιλευς της πολεως Σεφαρουιμ, Ενα και Αυα;
14 Itaque cum accepisset Ezechias litteras de manu nuntiorum, et legisset eas, ascendit in domum Domini, et expandit eas coram Domino,14 Και λαβων ο Εζεκιας την επιστολην εκ της χειρος των πρεσβεων, ανεγνωσεν αυτην? και ανεβη ο Εζεκιας εις τον οικον του Κυριου και εξετυλιξεν αυτην ενωπιον του Κυριου.
15 et oravit in conspectu ejus, dicens : Domine Deus Israël, qui sedes super cherubim, tu es Deus solus regum omnium terræ : tu fecisti cælum et terram.15 Και προσηυχηθη ενωπιον του Κυριου ο Εζεκιας, λεγων, Κυριε Θεε του Ισραηλ, ο καθημενος επι των χερουβειμ, συ αυτος εισαι ο Θεος, ο μονος, παντων των βασιλειων της γης? συ εκαμες τον ουρανον και την γην?
16 Inclina aurem tuam, et audi : aperi, Domine, oculos tuos, et vide : audi omnia verba Sennacherib, qui misit ut exprobraret nobis Deum viventem.16 κλινον, Κυριε, το ους σου και ακουσον? ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους σου και ιδε? και ακουσον τους λογους του Σενναχειρειμ, οστις απεστειλε τουτον δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον?
17 Vere, Domine, dissipaverunt reges Assyriorum gentes, et terras omnium.17 αληθως, Κυριε, οι βασιλεις της Ασσυριας ηρημωσαν τα εθνη και τους τοπους αυτων,
18 Et miserunt deos eorum in ignem : non enim erant dii, sed opera manuum hominum, ex ligno et lapide : et perdiderunt eos.18 και ερριψαν εις το πυρ, τους θεους αυτων? διοτι δεν ησαν θεοι, αλλ' εργον χειρων ανθρωπων, ξυλα και λιθοι? δια τουτο κατεστρεψαν αυτους?
19 Nunc igitur Domine Deus noster, salvos nos fac de manu ejus, ut sciant omnia regna terræ quia tu es Dominus Deus solus.19 τωρα λοιπον, Κυριε Θεε ημων, σωσον ημας, δεομαι, εκ της χειρος αυτου? δια να γνωρισωσι παντα τα βασιλεια της γης, οτι συ εισαι Κυριος ο Θεος, ο μονος.
20 Misit autem Isaias filius Amos ad Ezechiam, dicens : Hæc dicit Dominus Deus Israël : Quæ deprecatus es me super Sennacherib rege Assyriorum, audivi.
20 Τοτε απεστειλεν Ησαιας ο υιος του Αμως προς τον Εζεκιαν, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ηκουσα οσα προσηυχηθης εις εμε κατα του Σενναχειρειμ βασιλεως της Ασσυριας.
21 Iste est sermo, quem locutus est Dominus de eo : Sprevit te, et subsannavit te, virgo filia Sion :
post tergum tuum caput movit, filia Jerusalem.
21 Ουτος ειναι ο λογος τον οποιον ο Κυριος ελαλησε περι αυτου? Σε κατεφρονησε, σε ενεπαιξεν παρθενος, η θυγατηρ της Σιων? οπισω σου εσεισε κεφαλην η θυγατηρ της Ιερουσαλημ.
22 Cui exprobrasti, et quem blasphemasti ?
contra quem exaltasti vocem tuam, et elevasti in excelsum oculos tuos ?
Contra Sanctum Israël.
22 Τινα ωνειδισας και εβλασφημησας; και κατα τινος υψωσας φωνην και εσηκωσας υψηλα τους οφθαλμους σου; Κατα του Αγιου του Ισραηλ.
23 Per manum servorum tuorum exprobrasti Domino, et dixisti :
In multitudine curruum meorum ascendi excelsa montium in summitate Libani,
et succidi sublimes cedros ejus, et electas abietes illius.
Et ingressus sum usque ad terminos ejus,
et saltum Carmeli ejus
23 Τον Κυριον ωνειδισας δια των πρεσβεων σου και ειπας, Με το πληθος των αμαξων μου ανεβην εγω εις το υψος των ορεων, εις τα πλευρα του Λιβανου? και θελω κοψει τας υψηλας κεδρους αυτου, τας εκλεκτας ελατους αυτου? και θελω εισελθει εις τα εσχατα οικηματα αυτου, εις το δασος του Καρμηλου αυτου?
24 ego succidi.
Et bibi aquas alienas, et siccavi vestigiis pedum meorum omnes aquas clausas.
24 εγω ανεσκαψα και επιον υδατα ξενα? και με το ιχνος των ποδων μου εξηρανα παντας τους ποταμους των πολιορκουμενων.
25 Numquid non audisti quid ab initio fecerim ?
ex diebus antiquis plasmavi illud, et nunc adduxi :
eruntque in ruinam collium pugnantium civitates munitæ.
25 Μη δεν ηκουσας οτι εγω εκαμον τουτο παλαιοθεν, και απο ημερων αρχαιων εβουλευθην αυτο; τωρα δε εξετελεσα τουτο, ωστε συ να ησαι δια να καταστρεφης πολεις ωχυρωμενας εις ερειπιων σωρους.
26 Et qui sedent in eis, humiles manu, contremuerunt et confusi sunt :
facti sunt velut fœnum agri, et virens herba tectorum,
quæ arefacta est antequam veniret ad maturitatem.
26 Δια τουτο οι κατοικοι αυτων ησαν μικρας δυναμεως, ετρομαξαν και κατησχυνθησαν? ησαν ως ο χορτος του αγρου και ως η χλοη, ως ο χορτος των δωματων και ως ο σιτος ο καιομενος πριν καλαμωση.
27 Habitaculum tuum, et egressum tuum, et introitum tuum, et viam tuam ego præscivi,
et furorem tuum contra me.
27 Πλην εγω εξευρω την κατοικιαν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου και την κατ' εμου λυσσαν σου.
28 Insanisti in me, et superbia tua ascendit in aures meas :
ponam itaque circulum in naribus tuis, et camum in labiis tuis,
et reducam te in viam per quam venisti.
28 Επειδη η κατ' εμου λυσσα σου και η αλαζονεια σου ανεβησαν εις τα ωτα μου, δια τουτο θελω βαλει τον κρικον μου εις τους μυκτηρας σου και τον χαλινον μου εις τα χειλη σου, και θελω σε επιστρεψει δια της οδου δι' ης ηλθες.
29 Tibi autem, Ezechia, hoc erit signum :
comede hoc anno quæ repereris :
in secundo autem anno, quæ sponte nascuntur :
porro in tertio anno seminate et metite :
plantate vineas, et comedite fructum earum.
29 Και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον? Το ετος τουτο θελετε φαγει ο, τι ειναι αυτοφυες? και το δευτερον ετος, ο, τι εκφυεται απο του αυτου? το δε τριτον ετος, σπειρατε και θερισατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγετε τον καρπον αυτων.
30 Et quodcumque reliquum fuerit de domo Juda, mittet radicem deorsum,
et faciet fructum sursum.
30 Και το υπολοιπον εκ του οικου Ιουδα, το διασωθεν, θελει ριζωσει παλιν υποκατωθεν και θελει δωσει επανω καρπους.
31 De Jerusalem quippe egredientur reliquiæ,
et quod salvetur de monte Sion :
zelus Domini exercituum faciet hoc.
31 Διοτι εξ Ιερουσαλημ θελει εξελθει το υπολοιπον και εκ του ορους Σιων το διασωθεν? ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.
32 Quam ob rem hæc dicit Dominus de rege Assyriorum :
Non ingredietur urbem hanc, nec mittet in eam sagittam,
nec occupabit eam clypeus, nec circumdabit eam munitio.
32 Οθεν ουτω λεγει Κυριος περι του βασιλεως της Ασσυριας? Δεν θελει εισελθει εις την πολιν ταυτην ουδε θελει τοξευσει εκει βελος ουδε θελει προβαλει κατ' αυτης ασπιδα ουδε θελει υψωσει εναντιον αυτης προχωμα.
33 Per viam qua venit, revertetur :
et civitatem hanc non ingredietur, dicit Dominus.
33 Δια της οδου δι' ης ηλθε, δι' αυτης θελει επιστρεψει, και εις την πολιν ταυτην δεν θελει εισελθει, λεγει Κυριος.
34 Protegamque urbem hanc, et salvabo eam propter me,
et propter David servum meum.
34 Διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
35 Factum est igitur in nocte illa, venit angelus Domini, et percussit in castris Assyriorum centum octoginta quinque millia. Cumque diluculo surrexisset, vidit omnia corpora mortuorum : et recedens abiit,35 Και την νυκτα εκεινην εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας? και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.
36 et reversus est Sennacherib rex Assyriorum, et mansit in Ninive.36 Και εσηκωθη Σενναχειρειμ, ο βασιλευς της Ασσυριας, και εφυγε και επεστρεψε και κατωκησεν εν Νινευη.
37 Cumque adoraret in templo Nesroch deum suum, Adramelech et Sarasar filii ejus percusserunt eum gladio, fugeruntque in terram Armeniorum : et regnavit Asarhaddon filius ejus pro eo.37 Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα. αυτοι δε εφυγον εις γην Αραρατ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.