Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 13


font
LA SACRA BIBBIAGREEK BIBLE
1 Saul aveva trent'anni, quando diventò re e regnò quarant'anni su Israele.1 Ο Σαουλ ητο βασιλευς ενος ετους? αφου δε εβασιλευσε δυο ετη επι τον Ισραηλ,
2 Saul si scelse tremila uomini da Israele: duemila erano con Saul a Micmas e sul monte di Betel, mille erano con Gionata a Gàbaa di Beniamino; rimandò invece il resto del popolo, ognuno alla sua tenda.2 εξελεξεν ο Σαουλ εις εαυτον τρεις χιλιαδας εκ του Ισραηλ? και ησαν μετα του Σαουλ δυο χιλιαδες εν Μιχμας και εν τω ορει Βαιθηλ, και χιλιοι ησαν μετα του Ιωναθαν εν Γαβαα του Βενιαμιν? το δε υπολοιπον του λαου εξαπεστειλεν εκαστον εις την σκηνην αυτου.
3 Gionata batté il presidio dei Filistei che si trovava a Gàbaa, ma lo riseppero i Filistei. Allora Saul suonò il corno in tutto il paese dicendo: "Ascoltino gli Ebrei!".3 Και επαταξεν ο Ιωναθαν την φρουραν των Φιλισταιων την εν τω βουνω? και ηκουσαν οι Φιλισταιοι. Και εσαλπισεν ο Σαουλ δια της σαλπιγγος εν παση τη γη, λεγων, Ας ακουσωσιν οι Εβραιοι.
4 Tutto Israele udì e disse: "Saul ha battuto il presidio dei Filistei, Israele si è anche reso odioso ai Filistei". Allora il popolo fu richiamato a Gàlgala al seguito di Saul.4 Και πας ο Ισραηλ ηκουσε να λεγωσιν, Επαταξεν ο Σαουλ την φρουραν των Φιλισταιων, και μαλιστα ο Ισραηλ μισειται υπο των Φιλισταιων. Και συνηχθη ο λαος κατοπιν του Σαουλ εν Γαλγαλοις.
5 I Filistei intanto si erano radunati per far guerra contro Israele: trentamila carri, seimila cavalieri e una truppa numerosa come la rena che è in riva al mare. Salirono e si accamparono a Micmas ad oriente di Bet-Aven.5 Οι δε Φιλισταιοι συνηθροισθησαν δια να πολεμησωσι μετα του Ισραηλ, τριακοντα χιλιαδες αμαξων και εξ χιλιαδες ιππεων και λαος ως η αμμος η επι του χειλους της θαλασσης κατα το πληθος? και ανεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν Μιχμας, προς ανατολας της Βαιθ-αυεν.
6 Quando gl'Israeliti si accorsero di trovarsi in angustia e la gente era incalzata, si nascosero nelle caverne, nelle boscaglie, tra le balze, nei sotterranei e nelle cisterne.6 Οτε οι ανδρες του Ισραηλ ειδον οτι ησαν εν αμηχανια, διοτι ο λαος εμικροψυχει, τοτε εκρυπτετο ο λαος εις τα σπηλαια και εις τα πυκνοφυτα και εις τους βραχους και εις τα οχυρα μερη και εις τους λακκους.
7 Alcuni Ebrei passarono il Giordano verso la terra di Gad e il Gàlaad. Mentre Saul era a Gàlgala, tutto il popolo che lo seguiva tremava dalla paura.7 Και τινες εκ των Εβραιων διεβησαν τον Ιορδανην προς την γην Γαδ και Γαλααδ. Ο δε Σαουλ αυτος ητο ακομη εν Γαλγαλοις? και πας ο λαος τρεμων κατοπιν αυτου.
8 Attese sette giorni secondo il tempo fissato da Samuele, ma Samuele non arrivò a Gàlgala; cosicché il popolo si allontanava da lui.8 Και περιεμεινεν επτα ημερας, κατα τον διωρισμενον καιρον υπο του Σαμουηλ? αλλ' ο Σαμουηλ δεν ηρχετο εις Γαλγαλα? και ο λαος διεσκορπιζετο απο πλησιον αυτου.
9 Disse allora Saul: "Portatemi l'olocausto e i sacrifici di comunione". Ed offrì l'olocausto.9 Και ειπεν ο Σαουλ, Φερετε εδω προς εμε το ολοκαυτωμα, και τας ειρηνικας προσφορας. Και προσεφερε το ολοκαυτωμα.
10 Appena finito di offrire l'olocausto, ecco arrivare Samuele; Saul gli uscì incontro per salutarlo.10 Και ως ετελειωσε προσφερων το ολοκαυτωμα, ιδου, ηλθεν ο Σαμουηλ? και εξηλθεν ο Σαουλ εις συναντησιν αυτου, δια να χαιρετηση αυτον.
11 Samuele domandò: "Che cosa hai fatto?". Saul rispose: "Ho veduto che il popolo si allontanava da me e tu non eri venuto al giorno stabilito, mentre i Filistei si trovano adunati a Micmas.11 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Τι εκαμες; Και απεκριθη ο Σαουλ, Επειδη ειδον οτι ο λαος διεσκορπιζετο απ' εμου, και συ δεν ηλθες την διωρισμενην ημεραν, οι δε Φιλισταιοι συνηθροιζοντο εις Μιχμας,
12 Allora ho detto: Ora scenderanno i Filistei verso di me a Gàlgala, mentre io non ho propiziato il Signore! Così mi sono fatto forza e ho offerto l'olocausto".12 δια τουτο ειπα, Τωρα θελουσι καταβη οι Φιλισταιοι εναντιον μου εις Γαλγαλα, και εγω δεν εκαμα δεησιν προς τον Κυριον? ετολμησα λοιπον, και προσεφερα το ολοκαυτωμα.
13 Samuele rispose a Saul: "Hai agito stoltamente non osservando il comando che ti ha dato il Signore tuo Dio, perché ora il Signore avrebbe stabilito per sempre la tua regalità su Israele.13 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Συ επραξας αφρονως? δεν εφυλαξας το προσταγμα Κυριου του Θεου σου, το οποιον προσεταξεν εις σε? διοτι τωρα ο Κυριος ηθελε στερεωσει την βασιλειαν σου επι τον Ισραηλ εως του αιωνος?
14 Ora invece la tua regalità non permarrà! Il Signore si è cercato un uomo secondo il suo cuore, lo ha designato principe sul suo popolo, poiché tu non hai osservato quello che il Signore ti aveva comandato".14 αλλα τωρα η βασιλεια σου δεν θελει στηριχθη? ο Κυριος εζητησεν εις εαυτον ανθρωπον κατα την καρδιαν αυτου, και διωρισεν ο Κυριος αυτον να ηναι αρχων επι τον λαον αυτου, επειδη δεν εφυλαξας εκεινο το οποιον προσεταξεν εις σε ο Κυριος.
15 Samuele si alzò, risalì da Gàlgala e se ne andò per la sua via. Il resto del popolo salì ad incontrare i guerrieri al seguito di Saul e giunse da Gàlgala a Gàbaa di Beniamino. Saul passò in rassegna la truppa che si trovava con lui: erano circa seicento uomini.15 Και εσηκωθη ο Σαμουηλ και ανεβη απο Γαλγαλων εις Γαβαα του Βενιαμιν. Ο δε Σαουλ ηριθμησε τον λαον τον ευρεθεντα μετ' αυτου, περιπου εξακοσιους ανδρας.
16 Mentre Saul, suo figlio Gionata e la truppa che si trovava con loro erano stazionati a Gàbaa di Beniamino, i Filistei erano accampati a Micmas.16 Και ο Σαουλ και Ιωναθαν ο υιος αυτου και ο λαος ο ευρεθεις μετ' αυτων, εκαθηντο εν Γαβαα του Βενιαμιν? οι δε Φιλισταιοι ησαν εστρατοπεδευμενοι εν Μιχμας.
17 Dal campo dei Filistei fece irruzione il gruppo guastatori diviso in tre pattuglie: una pattuglia si diresse sulla via di Ofra verso la terra di Suàl;17 Και εξηλθον λεηλαται εκ του στρατοπεδου των Φιλισταιων εις τρια σωματα? το εν σωμα εστραφη εις την οδον Οφρα, προς την γην Σωγαλ?
18 un'altra pattuglia si diresse sulla via di Bet-Coron; la terza pattuglia si diresse sulla via del confine che dà sulla valle di Zeboìm verso il deserto.18 και το αλλο σωμα εστραφη εις την οδον Βαιθ-ωρων? και το αλλο σωμα εστραφη εις την οδον του οριου, το οποιον βλεπει προς την κοιλαδα Σεβωειμ, κατα την ερημον.
19 Allora non si trovava un fabbro in tutto il paese di Israele, perché i Filistei dicevano: "Che gli Ebrei non facciano spade né lance!".19 Και σιδηρουργος δεν ευρισκετο εν παση τη γη Ισραηλ? διοτι οι Φιλισταιοι ειπον, Μηποτε οι Εβραιοι κατασκευασωσι ρομφαιας η λογχας?
20 Così ogni Israelita scendeva dai Filistei per affilare il proprio vomere, lama, scure o lama del vomere.20 αλλα κατεβαινον παντες οι Ισραηλιται προς τους Φιλισταιους, δια να ακονωσιν εκαστος το υνιον αυτου και την δικελλαν αυτου και την αξινην αυτου, και την σκαπανην αυτου,
21 L'affilatura costava due terzi di siclo per il vomere, le lame, e un terzo l'affilatura delle scuri e del pungolo.21 οσακις ηθελον αμβλυνθη αι σκαπαναι και αι δικελλαι και τα τρικρανα και αι αξιναι αυτων? και δια να οξυνωσι τα βουκεντρα αυτων.
22 E così, nel giorno della battaglia, non si trovava una spada né una lancia in mano a tutto il popolo che era con Saul e con Gionata. Ne fu trovata solo una per Saul e per suo figlio Gionata.22 Δια τουτο εν τη ημερα της μαχης, δεν ευρισκετο ουτε μαχαιρα ουτε λογχη εις την χειρα τινος εκ του λαου του οντος μετα του Σαουλ και Ιωναθαν? εις τον Σαουλ ομως και εις τον Ιωναθαν τον υιον αυτου ευρεθησαν.
23 Intanto una postazione di Filistei uscì verso il passo di Micmas.23 Η δε φρουρα των Φιλισταιων εξηλθε προς το περασμα Μιχμας.