Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli 5


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Ma un cert'uomo, di nome Anania, d'accordo con Saffira sua moglie, anche lui vendette un campo,1 Ανθρωπος δε τις Ανανιας το ονομα μετα της γυναικος αυτου Σαπφειρης επωλησε κτημα
2 e, consapevole la moglie, si tenne per sè una parte del prezzo, portando il resto e deponendolo ai piedi degli apostoli.2 και εκρατησεν απο της τιμης, εν γνωσει και της γυναικος αυτου, και φερων μερος τι εθεσεν εις τους ποδας των αποστολων.
3 Allora Pietro disse: «Anania, come mai Satana t'ha così preso il cuore che tu cerchi di mentire allo Spirito Santo con frodare una parte del prezzo del campo?3 Ειπε δε ο Πετρος? Ανανια, δια τι εγεμισεν ο Σατανας την καρδιαν σου, ωστε να ψευσθης εις το Πνευμα το Αγιον και να κρατησης απο της τιμης του αγρου;
4 Se non lo vendevi, non restava tuo? E, venduto, non eri tu padrone? Perchè concepire un tal disegno? Tu non hai mentito agli uomini, ma a Dio».4 Ενω εμενε, δεν ητο σου; και αφου επωληθη, δεν ητο εν τη εξουσια σου; δια τι εβαλες εν τη καρδια σου το πραγμα τουτο; δεν εψευσθης εις ανθρωπους, αλλ' εις τον Θεον.
5 Anania, a udir queste parole, cadde e spirò. E gran timore entrò in tutti che udirono.5 Ενω δε ηκουεν ο Ανανιας τους λογους τουτους, επεσε και εξεψυχησε, και επεπεσε φοβος μεγας επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
6 E i giovani, levatisi, avvolsero il corpo, e lo portarono a seppellire.6 Σηκωθεντες δε οι νεωτεροι, ετυλιξαν αυτον και εκβαλοντες εθαψαν.
7 Avvenne pertanto che, dopo circa tre ore, entra la moglie di lui, che nulla sapeva di quel che era avvenuto.7 Μετα δε περιπου τρεις ωρας εισηλθεν η γυνη αυτου, μη εξευρουσα το γεγονος.
8 E Pietro le si rivolse: «Dimmi, donna, è vero che avete venduto il campo per il tal prezzo?». E quella: «Sì, per tal prezzo».8 Και απεκριθη προς αυτην ο Πετρος? Ειπε μοι, δια τοσον επωλησατε τον αγρον; Και εκεινη ειπε? Ναι, δια τοσον.
9 E Pietro a lei: «Perchè, dunque, vi siete accordati a tentar lo Spirito del Signore? Ecco stanno sulla porta i piedi di coloro che han sepolto tuo marito, e porteranno via anche te!».9 Και ο Πετρος ειπε προς αυτην? Δια τι συνεφωνησατε να πειραζητε το Πνευμα του Κυριου; ιδου, εις την θυραν οι ποδες των θαψαντων τον ανδρα σου και θελουσιν εκβαλει και σε.
10 In quell'istante ella cadde a' suoi piedi, e spirò. E que' giovani, entrati, la trovaron morta e la portarono a seppellire accanto a suo marito.10 Και επεσε παρευθυς εις τους ποδας αυτου και εξεψυχησεν? εισελθοντες δε οι νεανισκοι, ευρον αυτην νεκραν και εκβαλοντες εθαψαν πλησιον του ανδρος αυτης.
11 E gran paura ne venne a tutta la Chiesa, e a tutti quelli che udirono tali cose.11 Και επεπεσε φοβος μεγας εφ' ολην την εκκλησιαν και επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
12 E si facevano per le mani degli apostoli molti segni e prodigi tra il popolo; e tutti, di pari sollecitudine si ritrovavano sotto il portico di Salomone.12 Πολλα δε σημεια και τερατα εγινοντο εν τω λαω δια των χειρων των αποστολων? και ησαν ομοθυμαδον απαντες εν τη στοα του Σολομωντος.
13 Degli altri, poi, nessuno ardiva unirsi a loro; ma il popolo li magnificava.13 Εκ δε των λοιπων ουδεις ετολμα να προσκολληθη εις αυτους, ο λαος ομως εμεγαλυνεν αυτους?
14 E ogni giorno si vedeva crescere la moltitudine d'uomini e di donne che credevano al Signore:14 και προσετιθεντο μαλλον πιστευοντες εις τον Κυριον, πληθη ανδρων τε και γυναικων,
15 tanto che portavan fuori nelle piazze gl'infermi su lettucci e strapunti, affinchè, quando Pietro passava, almeno l'ombra sua ne coprisse qualcuno, e fossero liberati dalle loro infermità.15 ωστε εφερον εξω εις τας πλατειας τους ασθενεις και εθετον επι κλινων και κραββατων, δια να επισκιαση καν η σκια του Πετρου ερχομενου τινα εξ αυτων.
16 Accorreva pure molta gente dalle città vicine a Gerusalemme, portando de' malati e de' posseduti da spiriti immondi; e tutti eran guariti.16 Συνηρχετο δε και το πληθος των περιξ πολεων εις Ιερουσαλημ φεροντες ασθενεις και ενοχλουμενους υπο πνευματων ακαθαρτων, οιτινες εθεραπευοντο απαντες.
17 Or il sommo sacerdote e tutti i suoi partigiani (ch'erano la setta de' Sadducei), si levaron su, pieni di gelosia,17 Και σηκωθεις ο αρχιερευς και παντες οι μετ' αυτου, οιτινες ησαν αιρεσις των Σαδδουκαιων, επλησθησαν ζηλου
18 e misero le mani sopra gli apostoli, e li gettarono nella prigione pubblica.18 και επεβαλον τας χειρας αυτων επι τους αποστολους, και εβαλον αυτους εις δημοσιαν φυλακην.
19 Ma un angelo del Signore, di notte, aprì le porte della prigione, e, condottili fuori, disse loro:19 Αγγελος ομως Κυριου δια της νυκτος ηνοιξε τας θυρας της φυλακης, και εκβαλων αυτους ειπεν.
20 «Andate, presentatevi nel tempio, annunciando al popolo tutte queste parole di vita».20 Υπαγετε, και σταθεντες λαλειτε εν τω ιερω προς τον λαον παντας τους λογους της ζωης ταυτης.
21 Ed essi, ciò udito, entrarono allo spuntar dell'alba nel tempio, ponendosi a insegnare. Intanto, il sommo sacerdote e quei del suo partito, convocarono il Sinedrio e tutti gli anziani de' figli d'Israele, e mandarono alla prigione per farli condurre.21 Και ακουσαντες εισηλθον την αυγην εις το ιερον και εδιδασκον. Ελθων δε ο αρχιερευς και οι μετ' αυτου, συνεκαλεσαν το συνεδριον και ολην την γερουσιαν των υιων του Ισραηλ και εστειλαν εις το δεσμωτηριον, δια να φερωσιν αυτους.
22 Ma le guardie, entrate nella prigione, non ve li trovarono; tornarono addietro e riferirono,22 Οι δε υπηρεται ελθοντες δεν ευρον αυτους εν τη φυλακη, και επιστρεψαντες απηγγειλαν,
23 dicendo: «Abbiam trovato la prigione chiusa con tutta diligenza, e le guardie fuori, in piedi, alla porta; ma, quand'abbiamo aperto, dentro non c'era nessuno».23 λεγοντες οτι το μεν δεσμωτηριον ευρομεν κεκλεισμενον μετα πασης ασφαλειας, και τους φυλακας ισταμενους εξω εμπροσθεν των θυρων, ανοιξαντες δε ουδενα ευρομεν εσω.
24 A udir tali parole il capitano del tempio e i capi dei sacerdoti rimasero perplessi sul conto di quelli, non sapendo che fosse successo.24 Ως δε ηκουσαν τους λογους τουτους και ο ιερευς και ο στρατηγος του ιερου και οι αρχιερεις, ησαν εν απορια περι αυτων εις τι εμελλε να καταντηση τουτο.
25 Ed ecco si presenta uno che dice: «Badate, gli uomini che metteste in prigione, son già nel tempio ad ammaestrare il popolo!».25 Και ελθων τις απηγγειλε προς αυτους, λεγων οτι ιδου, οι ανθρωποι, τους οποιους εβαλετε εις την φυλακην, ιστανται εν τω ιερω και διδασκουσι τον λαον.
26 Allora il capitano del tempio corse con le sue guardie, e li menò via, senza usar violenza perchè temevano d'esser lapidati dal popolo.26 Τοτε υπηγεν ο στρατηγος μετα των υπηρετων και εφερεν αυτους, ουχι μετα βιας? διοτι εφοβουντο τον λαον, μη λιθοβοληθωσι.
27 Avutili dunque a sè, li presentarono al Sinedrio; e il sommo sacerdote li ammonì,27 Και αφου εφεραν αυτους, εστησαν εν τω συνεδριω. Και ηρωτησεν αυτους ο αρχιερευς
28 dicendo: «Noi vi abbiamo proibito rigorosamente d'insegnare in codesto nome; e, invece, voi avete riempito Gerusalemme del vostro insegnamento; voi mirate a far ricadere su noi il sangue di quell'uomo!».28 λεγων? Δεν σας παρηγγειλαμεν ρητως να μη διδασκητε εν τω ονοματι τουτω; και ιδου, εγεμισατε την Ιερουσαλημ απο της διδαχης σας, και θελετε να φερητε εφ' ημας το αιμα του ανθρωπου τουτου.
29 E subito rispose Pietro e gli altri apostoli: «Bisogna ubbidire a Dio più che agli uomini.29 Αποκριθεις δε ο Πετρος και οι αποστολοι, ειπον? Πρεπει να πειθαρχωμεν εις τον Θεον μαλλον παρα εις τους ανθρωπους.
30 Il Dio de' padri nostri, ha risuscitato Gesù che voi uccideste appendendolo a un legno.30 Ο Θεος των πατερων ημων ανεστησε τον Ιησουν, τον οποιον σεις εθανατωσατε κρεμασαντες επι ξυλου?
31 Dio l'ha esaltato con la sua destra qual principe e salvatore, per dare ad Israele ravvedimento e remission de' peccati.31 τουτον ο Θεος υψωσε δια της δεξιας αυτου Αρχηγον και Σωτηρα, δια να δωση μετανοιαν εις τον Ισραηλ και αφεσιν αμαρτιων.
32 E noi siam testimoni della verità di queste cose, noi e lo Spirito Santo che Iddio ha dato a coloro che gli ubbidiscono».32 Και ημεις ειμεθα μαρτυρες αυτου περι των λογων τουτων, και το Πνευμα δε το Αγιον, το οποιον εδωκεν ο Θεος εις τους πειθαρχουντας εις αυτον.
33 A dir tale risposta, essi fremevano dalla rabbia, e si proponevano di metterli a morte.33 Οι δε ακουσαντες ετριζον τους οδοντας και εβουλευοντο να θανατωσωσιν αυτους.
34 Ma un del consiglio, Gamaliele di nome, fariseo, dottor della legge, onorato da tutto il popolo, levatosi su, ordinò che gli apostoli fossero per un poco messi fuori.34 Σηκωθεις δε εν τω συνεδριω Φαρισαιος τις Γαμαλιηλ το ονομα, νομοδιδασκαλος τιμωμενος υπο παντος του λαου, προσεταξε να εκβαλωσι τους αποστολους δι' ολιγην ωραν,
35 Poi disse: «Uomini d'Israele, badate bene a quel che state per fare di questi uomini.35 και ειπε προς αυτους? Ανδρες Ισραηλιται, προσεχετε εις εαυτους περι των ανθρωπων τουτων τι μελλετε να πραξητε.
36 Non è molto, e venne su Teoda, che si dava per un gran personaggio, e intorno a lui si raccolsero in quattrocento uomini. Egli fu ucciso, e tutti i suoi partigiani furono sbandati e ridotti a nulla.36 Διοτι προ τουτων των ημερων εσηκωθη ο Θευδας, λεγων εαυτον οτι ειναι μεγας τις, εις τον οποιον προσεκολληθη αριθμος ανδρων εως τετρακοσιων? οστις εφονευθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διελυθησαν και κατηντησαν εις ουδεν.
37 Dopo costui, al tempo del censimento, venne fuori Giuda il Galileo, e si trascinò dietro molta gente; anch'egli perì, e furon dispersi tutti i suoi seguaci.37 Μετα τουτον εσηκωθη Ιουδας ο Γαλιλαιος εν ταις ημεραις της απογραφης και εσυρεν οπισω αυτου αρκετον λαον? και εκεινος απωλεσθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διεσκορπισθησαν.
38 E adesso vi dico: - Non vi occupate di questi uomini, e lasciateli andare; perchè se il fatto loro è opera di uomo, cadrà da sè.38 Και τωρα σας λεγω, απεχετε απο των ανθρωπων τουτων και αφησατε αυτους? διοτι εαν η βουλη αυτη η το εργον τουτο ηναι εξ ανθρωπων, θελει ματαιωθη?
39 Ma, se è da Dio, voi non potrete distruggerla; e correte il pericolo di combattere contro Dio stesso! -». Gli dettero ascolto.39 εαν ομως ηναι εκ Θεου, δεν δυνασθε να ματαιωσητε αυτο, και προσεχετε μηπως ευρεθητε και θεομαχοι. Και επεισθησαν εις αυτον,
40 Poi, chiamati gli apostoli, li fecero battere, e, intimato a essi di non parlar mai nel nome di Gesù, li lasciarono andare.40 και προσκαλεσαντες τους αποστολους, εδειραν και παρηγγειλαν να μη λαλωσιν εν τω ονοματι του Ιησου, και απελυσαν αυτους.
41 E gli apostoli se n'andarono dalla presenza del Sinedrio, lieti dell'esser fatti degni di patir contumelie per il nome di Gesù.41 Εκεινοι λοιπον ανεχωρουν απο προσωπου του συνεδριου, χαιροντες οτι υπερ του ονοματος αυτου ηξιωθησαν να ατιμασθωσι.
42 E ogni giorno, nel tempio e per le case, non cessavano d'insegnare e d'annunziare Gesù come il Cristo.42 Και πασαν ημεραν εν τω ιερω και κατ' οικον δεν επαυον διδασκοντες και ευαγγελιζομενοι τον Ιησουν Χριστον.