ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 107
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 1974 |
---|---|
1 Δοξολογειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος, διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα. | 1 Alleluia. Celebrate il Signore perché è buono, perché eterna è la sua misericordia. |
2 Ας λεγωσιν ουτως οι λελυτρωμενοι του Κυριου, τους οποιους ελυτρωσεν εκ χειρος του εχθρου? | 2 Lo dicano i riscattati del Signore, che egli liberò dalla mano del nemico |
3 και συνηγαγεν αυτους εκ των χωρων, απο ανατολης και δυσεως απο βορρα και απο νοτου. | 3 e radunò da tutti i paesi, dall'oriente e dall'occidente, dal settentrione e dal mezzogiorno. |
4 Περιεπλανωντο εν τη ερημω, εν οδω ανυδρω? ουδε ευρισκον πολιν δια κατοικησιν. | 4 Vagavano nel deserto, nella steppa, non trovavano il cammino per una città dove abitare. |
5 Ησαν πεινωντες και διψωντες? η ψυχη αυτων απεκαμνεν εν αυτοις. | 5 Erano affamati e assetati, veniva meno la loro vita. |
6 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων? και ηλευθερωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων. | 6 Nell'angoscia gridarono al Signore ed egli li liberò dalle loro angustie. |
7 Και ωδηγησεν αυτους δι' ευθειας οδου, δια να υπαγωσιν εις πολιν κατοικιας. | 7 Li condusse sulla via retta, perché camminassero verso una città dove abitare. |
8 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 8 Ringrazino il Signore per la sua misericordia, per i suoi prodigi a favore degli uomini; |
9 Διοτι εχορτασε ψυχην διψωσαν, και ψυχην πεινωσαν ενεπλησεν απο αγαθων. | 9 poiché saziò il desiderio dell'assetato, e l'affamato ricolmò di beni. |
10 Τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, τους δεδεμενους εν θλιψει και εν σιδηρω? | 10 Abitavano nelle tenebre e nell'ombra di morte, prigionieri della miseria e dei ceppi, |
11 διοτι ηπειθησαν εις τα λογια του Θεου και την βουλην του Υψιστου κατεφρονησαν? | 11 perché si erano ribellati alla parola di Dio e avevano disprezzato il disegno dell'Altissimo. |
12 δια τουτο εταπεινωσε την καρδιαν αυτων εν κοπω? επεσον, και δεν υπηρχεν ο βοηθων. | 12 Egli piegò il loro cuore sotto le sventure; cadevano e nessuno li aiutava. |
13 Τοτε εβοησαν προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εσωσεν αυτους απο των αναγκων αυτων? | 13 Nell'angoscia gridarono al Signore ed egli li liberò dalle loro angustie. |
14 εξηγαγεν αυτους εκ του σκοτους και εκ της σκιας του θανατου και τα δεσμα αυτων συνετριψεν. | 14 Li fece uscire dalle tenebre e dall'ombra di morte e spezzò le loro catene. |
15 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 15 Ringrazino il Signore per la sua misericordia, per i suoi prodigi a favore degli uomini; |
16 διοτι συνετριψε πυλας χαλκινας και μοχλους σιδηρους κατεκοψεν. | 16 perché ha infranto le porte di bronzo e ha spezzato le barre di ferro. |
17 Οι αφρονες βασανιζονται δια τας παραβασεις αυτων και δια τας ανομιας αυτων. | 17 Stolti per la loro iniqua condotta, soffrivano per i loro misfatti; |
18 Παν φαγητον βδελυττεται η ψυχη αυτων, και πλησιαζουσιν εως των πυλων του θανατου. | 18 rifiutavano ogni nutrimento e già toccavano le soglie della morte. |
19 Τοτε βοωσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και σωζει αυτους απο των αναγκων αυτων? | 19 Nell'angoscia gridarono al Signore ed egli li liberò dalle loro angustie. |
20 αποστελλει τον λογον αυτου και ιατρευει αυτους και ελευθερονει απο της φθορας αυτων. | 20 Mandò la sua parola e li fece guarire, li salvò dalla distruzione. |
21 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου, και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 21 Ringrazino il Signore per la sua misericordia e per i suoi prodigi a favore degli uomini. |
22 και ας θυσιαζωσι θυσιας αινεσεως και ας κηρυττωσι τα εργα αυτου εν αγαλλιασει. | 22 Offrano a lui sacrifici di lode, narrino con giubilo le sue opere. |
23 Οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν με πλοια, καμνοντες εργασιας εν υδασι πολλοις, | 23 Coloro che solcavano il mare sulle navi e commerciavano sulle grandi acque, |
24 αυτοι βλεπουσι τα εργα του Κυριου και τα θαυμασια αυτου τα γινομενα εις τα βαθη? | 24 videro le opere del Signore, i suoi prodigi nel mare profondo. |
25 Διοτι προσταζει, και εγειρεται ανεμος καταιγιδος, και υψονει τα κυματα αυτης. | 25 Egli parlò e fece levare un vento burrascoso che sollevò i suoi flutti. |
26 Αναβαινουσιν εως των ουρανων και καταβαινουσιν εως των αβυσσων? η ψυχη αυτων τηκεται υπο της συμφορας. | 26 Salivano fino al cielo, scendevano negli abissi; la loro anima languiva nell'affanno. |
27 Σειονται και κλονιζονται ως ο μεθυων, και πασα η σοφια αυτων χανεται. | 27 Ondeggiavano e barcollavano come ubriachi, tutta la loro perizia era svanita. |
28 Τοτε κραζουσι προς τον Κυριον εν τη θλιψει αυτων, και εξαγει αυτους απο των αναγκων αυτων. | 28 Nell'angoscia gridarono al Signore ed egli li liberò dalle loro angustie. |
29 Κατασιγαζει την ανεμοζαλην, και σιωπωσι τα κυματα αυτης. | 29 Ridusse la tempesta alla calma, tacquero i flutti del mare. |
30 Και ευφραινονται, διοτι ησυχασαν? και οδηγει αυτους εις τον επιθυμητον λιμενα αυτων. | 30 Si rallegrarono nel vedere la bonaccia ed egli li condusse al porto sospirato. |
31 Ας υμνολογωσιν εις τον Κυριον τα ελεη αυτου και τα θαυμασια αυτου τα προς τους υιους των ανθρωπων? | 31 Ringrazino il Signore per la sua misericordia e per i suoi prodigi a favore degli uomini. |
32 και ας υψονωσιν αυτον εν τη συναξει του λαου, και εν τω συνεδριω των πρεσβυτερων ας αινωσιν αυτον. | 32 Lo esaltino nell'assemblea del popolo, lo lodino nel consesso degli anziani. |
33 Μεταβαλλει ποταμους εις ερημον και πηγας υδατων εις ξηρασιαν? | 33 Ridusse i fiumi a deserto, a luoghi aridi le fonti d'acqua |
34 την καρποφορον γην εις αλμυραν, δια την κακιαν των κατοικουντων εν αυτη. | 34 e la terra fertile a palude per la malizia dei suoi abitanti. |
35 Μεταβαλλει την ερημον εις λιμνας υδατων και την ξηραν γην εις πηγας υδατων. | 35 Ma poi cambiò il deserto in lago, e la terra arida in sorgenti d'acqua. |
36 Και εκει κατοικιζει τους πεινωντας, και συγκροτουσι πολεις εις κατοικησιν? | 36 Là fece dimorare gli affamati ed essi fondarono una città dove abitare. |
37 και σπειρουσιν αγρους και φυτευουσιν αμπελωνας, οιτινες καμνουσι καρπους γεννηματος. | 37 Seminarono campi e piantarono vigne, e ne raccolsero frutti abbondanti. |
38 Και ευλογει αυτους, και πληθυνονται σφοδρα, και δεν ολιγοστευει τα κτηνη αυτων. | 38 Li benedisse e si moltiplicarono, non lasciò diminuire il loro bestiame. |
39 Ολιγοστευουσιν ομως επειτα και ταπεινονονται, απο της στενοχωριας, της συμφορας και του πονου. | 39 Ma poi, ridotti a pochi, furono abbattuti, perché oppressi dalle sventure e dal dolore. |
40 Επιχεει καταφρονησιν επι τους αρχοντας και καμνει αυτους να περιπλανωνται εν ερημω αβατω. | 40 Colui che getta il disprezzo sui potenti, li fece vagare in un deserto senza strade. |
41 Τον δε πενητα υψονει απο της πτωχειας και καθιστα ως ποιμνια τας οικογενειας. | 41 Ma risollevò il povero dalla miseria e rese le famiglie numerose come greggi. |
42 Οι ευθεις βλεπουσι και ευφραινονται? πασα δε ανομια θελει εμφραξει το στομα αυτης. | 42 Vedono i giusti e ne gioiscono e ogni iniquo chiude la sua bocca. |
43 Οστις ειναι σοφος ας παρατηρη ταυτα? και θελουσιν εννοησει τα ελεη του Κυριου. | 43 Chi è saggio osservi queste cose e comprenderà la bontà del Signore. |