ΙΩΒ - Giobbe - Job 39
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 2008 |
---|---|
1 Γνωριζεις τον καιρον του τοκετου των αγριων αιγων του βραχου; δυνασαι να σημειωσης ποτε γεννωσιν αι ελαφοι; | 1 Sai tu quando figliano i camosci o assisti alle doglie delle cerve? |
2 Δυνασαι να αριθμησης τους μηνας τους οποιους πληρουσιν; η γνωριζεις τον καιρον του τοκετου αυτων; | 2 Conti tu i mesi della loro gravidanza e sai tu quando devono partorire? |
3 Αυται συγκαμπτονται, γεννωσι τα παιδια αυτων, ελευθερονονται απο των ωδινων αυτων. | 3 Si curvano e si sgravano dei loro parti, espellono i loro feti. |
4 Τα τεκνα αυτων ενδυναμουνται, αυξανουσιν εν τη πεδιαδι? εξερχονται και δεν επιστρεφουσι πλεον εις αυτας. | 4 Robusti sono i loro figli, crescono all’aperto, se ne vanno e non tornano più da esse. |
5 Τις εξαπεστειλεν ελευθερον τον αγριον ονον; η τις ελυσε τους δεσμους αυτου; | 5 Chi lascia libero l’asino selvatico e chi ne scioglie i legami? |
6 του οποιου οικιαν εκαμον την ερημον, και την αλμυριδα κατοικιαν αυτου. | 6 Io gli ho dato come casa il deserto e per dimora la terra salmastra. |
7 Καταγελα του θορυβου της πολεως? δεν ακουει την κραυγην του εργοδιωκτου. | 7 Dei rumori della città se ne ride e non ode le urla dei guardiani. |
8 Κατασκοπευει τα ορη δια βοσκην αυτου, και υπαγει ζητων κατοπιν παντος ειδους χλοης. | 8 Gira per le montagne, sua pastura, e va in cerca di quanto è verde. |
9 Θελει ευχαριστηθη ο μονοκερως να σε δουλευη, η θελει διανυκτερευσει εν τη φατνη σου; | 9 Forse il bufalo acconsente a servirti o a passare la notte presso la tua greppia? |
10 Δυνασαι να δεσης τον μονοκερων με τον δεσμον αυτου προς αροτριασιν; η θελει ομαλιζει τας πεδιαδας οπισω σου; | 10 Puoi forse legare il bufalo al solco con le corde, o fargli arare le valli dietro a te? |
11 Θελεις βαλει το θαρρος σου εις αυτον, διοτι η δυναμις αυτου ειναι μεγαλη; η θελεις αφησει την εργασιαν σου επ' αυτον; | 11 Ti puoi fidare di lui, perché la sua forza è grande, e puoi scaricare su di lui le tue fatiche? |
12 Θελεις εμπιστευθη εις αυτον να σοι φερη τον σπορον σου και να συναξη αυτον εν τω αλωνιω σου; | 12 Conteresti su di lui, perché torni e raduni la tua messe sull’aia? |
13 Εδωκας συ τας ωραιας πτερυγας εις τους ταωνας; η πτερυγας και πτερα εις την στρουθοκαμηλον; | 13 Lo struzzo batte festosamente le ali, come se fossero penne di cicogna e di falco. |
14 ητις αφινει τα ωα αυτης εις την γην και θαλπει αυτα επι του χωματος, | 14 Depone infatti sulla terra le uova e nella sabbia le lascia riscaldare. |
15 και λησμονει οτι ο πους ενδεχεται να συντριψη αυτα, η το θηριον του αγρου να καταπατηση αυτα? | 15 Non pensa che un piede può schiacciarle, una bestia selvatica calpestarle. |
16 σκληρυνεται κατα των τεκνων αυτης, ως να μη ησαν αυτης? ματαιως εκοπιασε, μη φοβουμενη? | 16 Tratta duramente i figli, come se non fossero suoi, della sua inutile fatica non si preoccupa, |
17 διοτι ο Θεος εστερησεν αυτην απο σοφιας και δεν εμοιρασεν εις αυτην συνεσιν? | 17 perché Dio gli ha negato la saggezza e non gli ha dato in sorte l’intelligenza. |
18 οσακις σηκονεται ορθιος, καταγελα του ιππου και του αναβατου αυτου. | 18 Ma quando balza in alto, si beffa del cavallo e del suo cavaliere. |
19 Συ εδωκας δυναμιν εις τον ιππον; περιενεδυσας τον τραχηλον αυτου με βροντην; | 19 Puoi dare la forza al cavallo e rivestire di criniera il suo collo? |
20 συ καμνεις αυτον να πηδα ως ακρις; το γαυριαμα των μυκτηρων αυτου ειναι τρομερον? | 20 Puoi farlo saltare come una cavalletta, con il suo nitrito maestoso e terrificante? |
21 ανασκαπτει εν τη κοιλαδι και αγαλλεται εις την δυναμιν αυτου? εξερχεται εις απαντησιν των οπλων? | 21 Scalpita nella valle baldanzoso e con impeto va incontro alle armi. |
22 καταγελα του φοβου και δεν τρομαζει? ουδε στρεφει απο προσωπου ρομφαιας? | 22 Sprezza la paura, non teme, né retrocede davanti alla spada. |
23 η φαρετρα κροταλιζει κατ' αυτου, η εξαστραπτουσα λογχη και το δορυ. | 23 Su di lui tintinna la faretra, luccica la lancia e il giavellotto. |
24 Καταπινει την γην εν αγριοτητι και μανια? και δεν πιστευει οτι ηχει σαλπιγξ? | 24 Con eccitazione e furore divora lo spazio e al suono del corno più non si tiene. |
25 αμα δε τη φωνη της σαλπιγγος, λεγει, Α, α και μακροθεν οσφραινεται την μαχην, την κραυγην των στρατηγων και τον αλαλαγμον. | 25 Al primo suono nitrisce: “Ah!” e da lontano fiuta la battaglia, gli urli dei capi e il grido di guerra. |
26 Δια της σοφιας σου πετα ο ιεραξ και απλονει τας πτερυγας αυτου προς νοτον; | 26 È forse per il tuo ingegno che spicca il volo lo sparviero e distende le ali verso il meridione? |
27 Εις την προσταγην σου ανυψουται ο αετος και καμνει την φωλεαν αυτου εν τοις υψηλοις; | 27 O al tuo comando l’aquila s’innalza e costruisce il suo nido sulle alture? |
28 Κατοικει επι βραχου και διατριβει, επι αποτομου βραχου και επι αβατων τοπων? | 28 Vive e passa la notte fra le rocce, sugli spuntoni delle rocce o sui picchi. |
29 εκειθεν αναζητει τροφην? οι οφθαλμοι αυτου σκοπευουσι μακροθεν? | 29 Di lassù spia la preda e da lontano la scorgono i suoi occhi. |
30 και οι νεοσσοι αυτου αιμα πινουσι? και οπου πτωματα, εκει και αυτος. | 30 I suoi piccoli succhiano il sangue e dove sono cadaveri, là essa si trova». |