Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 31


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Εκαμον συνθηκην μετα των οφθαλμων μου? και πως να εχω τον στοχασμον μου επι παρθενον;1 Feci io patto cogli occhi miei, acciò ch' io in verità non pensassi della vergine.
2 και τι το μεριδιον παρα Θεου ανωθεν; και η κληρονομια του Παντοδυναμου εκ των υψηλων;2 Adunque che parte avrebbe Iddio di sopra a me, e la ereditade all' Onnipotente di cose eccelse?
3 Ουχι αφανισμος δια τον ασεβη; και ταλαιπωρια δια τους εργατας της ανομιας;3 Or non è perdizione al malvagio, e alienazione a coloro che òperano la ingiustizia?
4 δεν βλεπει αυτος τας οδους μου και απαριθμει παντα τα βηματα μου;4 Or non considera elli le mie vie, e tutti li andamenti miei annumera?
5 Εαν περιεπατησα με ψευδος, η ο πους μου εσπευσεν εις δολον,5 Se io andai nella vanitade, e affrettossi lo piede mio in inganno;
6 ας με ζυγιση δια της σταθμης της δικαιοσυνης και ας γνωριση ο Θεος την ακεραιοτητα μου?6 pona me nella giusta statera, e sappia Iddio la mia simplicitade.
7 αν το βημα μου εξετραπη απο της οδου και η καρδια μου επηκολουθησε τους οφθαλμους μου, και αν κηλις προσεκολληθη εις τας χειρας μου?7 Se si partì l'andamento mio della via, se seguitò l'occhio mio il cuore, e nelle mie mani s'appiccò macchia;
8 να σπειρω, και αλλος να φαγη? και να εκριζωθωσιν οι εκγονοι μου.8 seminarò, e uno altro mangerà; e la mia schiatta sarà deradicata.
9 Αν η καρδια μου ηπατηθη υπο γυναικος, η παρεμονευσα εις την θυραν του πλησιον μου,9 Se ingannato è lo cuore mio sopra la femina, e se io assediai l'uscio dell' amico mio;
10 η γυνη μου να αλεση δι' αλλον, και αλλοι να πεσωσιν επ' αυτην.10 meretrice sia di un altro la moglie mia, e sopra quella si distendano gli. altri.
11 Διοτι μιαρον ανομημα τουτο και αμαρτημα καταδικον?11 Certo questo è fellonia, e massima iniquitade.
12 διοτι ειναι πυρ κατατρωγον μεχρις αφανισμου, και ηθελεν εκριζωσει παντα τα γεννηματα μου.12 Fuoco è, devorante insino alla perdizione, e deradicante ogni generazione (mia).
13 Αν κατεφρονησα την κρισιν του δουλου μου η της δουλης μου, οτε διεφεροντο προς εμε,13 Se disprezzai di sottoporre me allo giudicio col servo mio e l' ancilla mia, quando contendevano contro a me;
14 τι θελω καμει τοτε, οταν εγερθη ο Θεος; και οταν επισκεφθη, τι θελω αποκριθη προς αυτον;14 che adunque faroe, quando si leverae Iddio a giudicare? e quando addomanderae, che responderò a lui?
15 Ο ποιησας εμε εν τη κοιλια, δεν εποιησε και εκεινον; και δεν εμορφωσεν ημας ο αυτος εν τη μητρα;15 Or non fece me nel ventre, il quale e quello fece, e formò me uno nella vulva?
16 Αν ηρνηθην την επιθυμιαν των πτωχων, η εμαρανα τους οφθαλμους της χηρας,16 Se io negai alli poveri quello che vole ano, e feci aspettare l'occhio della vedova;
17 η εφαγον μονος τον αρτον μου, και ο ορφανος δεν εφαγεν εξ αυτου?17 se io mangiai la mia fetta solo, e non mangioe lo pupillo di quella;
18 διοτι ο μεν εκ νεοτητος μου ετρεφετο μετ' εμου, ως μετα πατρος, την δε εκ κοιλιας της μητρος μου ωδηγησα?18 perciò che dalla mia fanciullezza crescè meco la miserazione, e del ventre della madre mia venne meco;
19 αν ειδον τινα απολλυμενον δι' ελλειψιν ενδυματος η πτωχον χωρις σκεπασματος,19 se disprezzai colui che passava, per ch' elli non avea il vestire, e lo povero sanza coprimento;
20 αν οι νεφροι αυτου δεν με ευλογησαν και δεν εθερμανθη με το μαλλιον των προβατων μου,20 se non benedissero me li lati suoi, e della lana delle pecore mie s'è riscaldato;
21 αν εσηκωσα την χειρα μου κατα του ορφανου, βλεπων οτι υπερισχυον εν τη πυλη,21 s' io levai sopra lo pupillo la mia mano, eziandio quando vedeva[mi] superiore nella porta;
22 να πεση ο βραχιων μου εκ του ωμου, και η χειρ μου να συντριφθη εκ του αγκωνος.22 l'omero mio delle sue giunture caggia, e lo mio braccio colle sue ossa sieno contrite.
23 Διοτι ο παρα του Θεου ολεθρος ητο εις εμε φρικη και δια την μεγαλειοτητα αυτου δεν ηθελον δυνηθη να ανθεξω.23 Certo sempre, sì come onde di mare gonfiate sopra me, temetti Iddio, e lo suo carico non potei portare.
24 Αν εθεσα εις το χρυσιον την ελπιδα μου, η ειπα προς το καθαρον χρυσιον, Συ εισαι το θαρρος μου,24 S' io pensai che l'oro fosse mia fortezza, e all' oro ottimo e risplendente dissi: tu sei la fidanza mia;
25 αν ευφρανθην διοτι ο πλουτος μου ητο μεγας και διοτι η χειρ μου ευρηκεν αφθονιαν,25 s' io mi rallegrai sopra le molte mie ricchezze, e perciò che più cose trovò la mia mano;
26 αν εθεωρουν τον ηλιον αναλαμποντα η την σεληνην περιπατουσαν εν τη λαμπροτητι αυτης,26 s' io vidi lo sole quando risplendea, e la luna andante chiaramente;
27 και η καρδια μου εθελχθη κρυφιως, η με το στομα μου εφιλησα την χειρα μου,27 e rallegrato è in ascoso lo mio cuore, e basciai la mia mano colla mia bocca;
28 και τουτο ηθελεν εισθαι ανομημα καταδικον? διοτι ηθελον αρνηθη τον Θεον τον Υψιστον.28 la quale è massima iniquitade, e negazione contro a Dio altissimo;
29 Αν εχαρην εις τον αφανισμον του μισουντος με, η επεχαρην οτε ευρηκεν αυτον κακον?29 S' io mi rallegrai della rovina di colui che mi odiava, e rallegra'mi di colui, che li fosse venuto male;
30 διοτι ουδε αφηκα το στομα μου να αμαρτηση, ευχομενος καταραν εις την ψυχην αυτου?30 in veritade io non diedi al peccare la mia gola, acciò ch' io addomandassi maledicente l' anima sua;
31 αν οι ανθρωποι της σκηνης μου δεν ειπον, τις θελει δειξει ανθρωπον μη χορτασθεντα απο των κρεατων αυτου;31 se non dissero gli uomini del mio tabernacolo chi ci darae della carne sua acciò che noi ci saziamo?
32 Ο ξενος δεν διενυκτερευεν εξω? ηνοιγον την θυραν μου εις τον οδοιπορον?32 di fuori non stette lo peregrino; l'uscio mio si manifestò allo viandante;
33 αν εσκεπασα την παραβασιν μου ως ο Αδαμ, κρυπτων την ανομιαν μου εν τω κολπω μου?33 s'io nascosi, quasi come uomo, lo mio peccato, e celai nello seno mio la mia iniquitade;
34 διοτι μηπως εφοβουμην μεγα πληθος, η με ετρομαζεν η καταφρονησις των οικογενειων, ωστε να σιωπησω και να μη εκβω εκ της θυρας;34 se io mi spaventai alla troppo moltitudine, e lo disprezzo delli più prossimi spaurì me; e non maggiormente tacetti, e non uscii fuori dell' uscio;
35 Ω να ητο τις να με ηκουεν. Ιδου, η επιθυμια μου ειναι να απεκρινετο ο Παντοδυναμος εις εμε, και ο αντιδικος μου να εγραφε βιβλιον.35 chi darà a me auditore, acciò che l' Onnipotente oda il mio desiderio; e lo libro scriva colui che giudica;
36 Βεβαιως ηθελον βαστασει αυτο επι του ωμου μου, ηθελον περιδεσει αυτο στεφανον επ' εμε?36 acciò che collo mio omero lo porti, e poni intorno a quello, sì come corona a me?
37 ηθελον φανερωσει προς αυτον τον αριθμον των βηματων μου? ως αρχων ηθελον πλησιασει εις αυτον.37 Per tutti li miei gradi pronunzierò quello, e sì come a principe io offerirò lui.
38 Αν ο αγρος μου καταβοα εναντιον μου και κλαιωσιν ομου οι αυλακες αυτου,38 Se contro a me la mia terra grida, e con lei gli solchi suoi piangono;
39 αν εφαγον τον καρπον αυτον χωρις μισθον, η εκαμον να εκβη η ψυχη των γεωργων αυτου,39 se li frutti suoi mangiai sanza pecunia, l'anima delli lavoratori tormentai;
40 Ας φυτρωσωσι τριβολοι αντι σιτου και ζιζανια αντι κριθης. Ετελειωσαν οι λογοι του Ιωβ.40 per lo grano naschi a me lo tribolo, e per l'orzo la spina.