Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 31


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Εκαμον συνθηκην μετα των οφθαλμων μου? και πως να εχω τον στοχασμον μου επι παρθενον;1 J’avais imposé une règle à mes yeux, que jamais ils ne s’arrêtent sur une vierge.
2 και τι το μεριδιον παρα Θεου ανωθεν; και η κληρονομια του Παντοδυναμου εκ των υψηλων;2 Car, que nous enverra Dieu, de ses hauteurs, quel est le sort que nous prépare là-haut le Puissant?
3 Ουχι αφανισμος δια τον ασεβη; και ταλαιπωρια δια τους εργατας της ανομιας;3 N’est-ce pas le malheur pour le méchant, les épreuves pour les malfaisants?
4 δεν βλεπει αυτος τας οδους μου και απαριθμει παντα τα βηματα μου;4 N’a-t-il donc pas vu ma conduite? N’a-t-il pas noté toutes mes démarches?
5 Εαν περιεπατησα με ψευδος, η ο πους μου εσπευσεν εις δολον,5 Ai-je vécu dans le mensonge, me suis-je affairé pour tromper les autres?
6 ας με ζυγιση δια της σταθμης της δικαιοσυνης και ας γνωριση ο Θεος την ακεραιοτητα μου?6 Qu’il me pèse sur la balance de la justice! Dieu, saura que je suis sans reproches.
7 αν το βημα μου εξετραπη απο της οδου και η καρδια μου επηκολουθησε τους οφθαλμους μου, και αν κηλις προσεκολληθη εις τας χειρας μου?7 Mes pas ont-ils dévié du droit chemin, me suis-je laissé mener par mes désirs, ai-je trempé dans des affaires sales?
8 να σπειρω, και αλλος να φαγη? και να εκριζωθωσιν οι εκγονοι μου.8 Alors, qu’un autre dévore ce que j’ai semé, que soient déracinés mes rejetons!
9 Αν η καρδια μου ηπατηθη υπο γυναικος, η παρεμονευσα εις την θυραν του πλησιον μου,9 Me suis-je égaré pour une femme, ai-je fait le guet à la porte de mon prochain?
10 η γυνη μου να αλεση δι' αλλον, και αλλοι να πεσωσιν επ' αυτην.10 Que ma femme, alors, tourne la meule pour d’autres, et qu’un autre couche avec elle!
11 Διοτι μιαρον ανομημα τουτο και αμαρτημα καταδικον?11 (Car c’est une chose honteuse, un crime détestable.)
12 διοτι ειναι πυρ κατατρωγον μεχρις αφανισμου, και ηθελεν εκριζωσει παντα τα γεννηματα μου.12 Car j’aurais allumé le feu qui dévore, qui consumerait mes biens jusqu’à ma perte.
13 Αν κατεφρονησα την κρισιν του δουλου μου η της δουλης μου, οτε διεφεροντο προς εμε,13 Ai-je méprisé les droits de mon serviteur ou de ma servante en conflit avec moi?
14 τι θελω καμει τοτε, οταν εγερθη ο Θεος; και οταν επισκεφθη, τι θελω αποκριθη προς αυτον;14 Que ferais-je alors au tribunal de Dieu, que lui répondrais-je quand il m’interrogera?
15 Ο ποιησας εμε εν τη κοιλια, δεν εποιησε και εκεινον; και δεν εμορφωσεν ημας ο αυτος εν τη μητρα;15 Il m’a pétri dans le sein de ma mère, eux de même, un seul Dieu nous a tous formés dans le ventre.
16 Αν ηρνηθην την επιθυμιαν των πτωχων, η εμαρανα τους οφθαλμους της χηρας,16 31:38 Si ma terre a crié vengeance contre moi, et qu’avec elle mes sillons ont pleuré,
17 η εφαγον μονος τον αρτον μου, και ο ορφανος δεν εφαγεν εξ αυτου?17 31:39 parce que j’en mangeais sans avoir rien payé, et suçais jusqu’au sang de ses travailleurs,
18 διοτι ο μεν εκ νεοτητος μου ετρεφετο μετ' εμου, ως μετα πατρος, την δε εκ κοιλιας της μητρος μου ωδηγησα?18 31:40 qu’ils donnent désormais, non du blé mais des ronces, et de la mauvaise herbe à la place de l’orge!
19 αν ειδον τινα απολλυμενον δι' ελλειψιν ενδυματος η πτωχον χωρις σκεπασματος,19 31:16 Ai-je refusé aux pauvres ce qu’ils désiraient, ai-je laissé la veuve attendre en vain?
20 αν οι νεφροι αυτου δεν με ευλογησαν και δεν εθερμανθη με το μαλλιον των προβατων μου,20 31:17 Ai-je mangé mon pain tout seul, sans que l’orphelin en ait sa part?
21 αν εσηκωσα την χειρα μου κατα του ορφανου, βλεπων οτι υπερισχυον εν τη πυλη,21 31:18 Tout jeune encore je me faisais son père, dès ma plus tendre enfance j’assistais la veuve.
22 να πεση ο βραχιων μου εκ του ωμου, και η χειρ μου να συντριφθη εκ του αγκωνος.22 31:19 À peine voyais-je un pauvre à demi nu, un miséreux sans rien pour se couvrir,
23 Διοτι ο παρα του Θεου ολεθρος ητο εις εμε φρικη και δια την μεγαλειοτητα αυτου δεν ηθελον δυνηθη να ανθεξω.23 31:20 qu’il se réchauffait sous la laine de mes bêtes, et de tout son corps il me bénissait.
24 Αν εθεσα εις το χρυσιον την ελπιδα μου, η ειπα προς το καθαρον χρυσιον, Συ εισαι το θαρρος μου,24 31:21 Si j’ai fait un jour violence à l’orphelin, fort de mes appuis auprès des notables,
25 αν ευφρανθην διοτι ο πλουτος μου ητο μεγας και διοτι η χειρ μου ευρηκεν αφθονιαν,25 31:22 que mon épaule alors se détache du tronc, que mon bras se brise au coude!
26 αν εθεωρουν τον ηλιον αναλαμποντα η την σεληνην περιπατουσαν εν τη λαμπροτητι αυτης,26 31:23 Car je redoute les punitions de Dieu, et je ne pourrais rien face à sa majesté.
27 και η καρδια μου εθελχθη κρυφιως, η με το στομα μου εφιλησα την χειρα μου,27 31:24 Ai-je mis ma confiance dans l’or, ai-je dit: “Avec toi, mon ami, je suis tranquille”?
28 και τουτο ηθελεν εισθαι ανομημα καταδικον? διοτι ηθελον αρνηθη τον Θεον τον Υψιστον.28 31:25 Était-ce mon orgueil d’avoir tant de richesses et de m’être monté une telle fortune?
29 Αν εχαρην εις τον αφανισμον του μισουντος με, η επεχαρην οτε ευρηκεν αυτον κακον?29 31:26 Quand je voyais le soleil en son éclat, la marche de la lune radieuse au firmament,
30 διοτι ουδε αφηκα το στομα μου να αμαρτηση, ευχομενος καταραν εις την ψυχην αυτου?30 31:27 me suis-je secrètement laissé séduire? ai-je baisé ma main comme on fait pour un dieu?
31 αν οι ανθρωποι της σκηνης μου δεν ειπον, τις θελει δειξει ανθρωπον μη χορτασθεντα απο των κρεατων αυτου;31 31:28 Cela encore serait un crime détestable, car j’aurais renié le Dieu Très-Haut.
32 Ο ξενος δεν διενυκτερευεν εξω? ηνοιγον την θυραν μου εις τον οδοιπορον?32 31:29 Me suis-je réjoui du malheur de mon ennemi, ai-je dansé de joie quand l’épreuve le frappait?
33 αν εσκεπασα την παραβασιν μου ως ο Αδαμ, κρυπτων την ανομιαν μου εν τω κολπω μου?33 31:30 Non, je n’ai pas permis que ma bouche faute en lui souhaitant la mort!
34 διοτι μηπως εφοβουμην μεγα πληθος, η με ετρομαζεν η καταφρονησις των οικογενειων, ωστε να σιωπησω και να μη εκβω εκ της θυρας;34 31:31 Tous disaient dans ma tente: “À qui n’a-t-il pas donné, largement, sa viande?”
35 Ω να ητο τις να με ηκουεν. Ιδου, η επιθυμια μου ειναι να απεκρινετο ο Παντοδυναμος εις εμε, και ο αντιδικος μου να εγραφε βιβλιον.35 31:32 L’étranger ne passait pas la nuit dehors, car j’ouvrais mes portes au voyageur.
36 Βεβαιως ηθελον βαστασει αυτο επι του ωμου μου, ηθελον περιδεσει αυτο στεφανον επ' εμε?36 31:33 Ou bien aurais-je, c’est humain, caché mes fautes et refusé de reconnaître mes torts?
37 ηθελον φανερωσει προς αυτον τον αριθμον των βηματων μου? ως αρχων ηθελον πλησιασει εις αυτον.37 31:34 Ai-je alors vécu craignant les rumeurs, redoutant le mépris des familles, m’enfermant chez moi dans le silence?
38 Αν ο αγρος μου καταβοα εναντιον μου και κλαιωσιν ομου οι αυλακες αυτου,38 31:35 Ah! qui me donnera d’être entendu? Je le signe: que le Puissant maintenant me réponde, que l’adversaire écrive son réquisitoire:
39 αν εφαγον τον καρπον αυτον χωρις μισθον, η εκαμον να εκβη η ψυχη των γεωργων αυτου,39 31:36 je le porterai sur ma poitrine, je m’en ferai des couronnes.
40 Ας φυτρωσωσι τριβολοι αντι σιτου και ζιζανια αντι κριθης. Ετελειωσαν οι λογοι του Ιωβ.40 31:37 Je lui rendrai compte de tous mes pas, je me présenterai chez lui comme un prince. Fin des paroles de Job.