1 Słowa Lemuela, króla Massa, których nauczyła go matka. | 1 κρεισσων ανηρ ελεγχων ανδρος σκληροτραχηλου εξαπινης γαρ φλεγομενου αυτου ουκ εστιν ιασις |
2 Cóż, synu? Cóż, synu mojego łona? Cóż, synu mych ślubów? | 2 εγκωμιαζομενων δικαιων ευφρανθησονται λαοι αρχοντων δε ασεβων στενουσιν ανδρες |
3 Nie oddawaj kobietom swojej mocy ni rządów twych tym, które gubią królów. | 3 ανδρος φιλουντος σοφιαν ευφραινεται πατηρ αυτου ος δε ποιμαινει πορνας απολει πλουτον |
4 Nie dla królów, Lemuelu, nie dla królów picie wina ani dla władców pożądanie sycery, | 4 βασιλευς δικαιος ανιστησιν χωραν ανηρ δε παρανομος κατασκαπτει |
5 by pijąc, praw nie zapomnieli, nie zaniedbali prawa ubogich. | 5 ος παρασκευαζεται επι προσωπον του εαυτου φιλου δικτυον περιβαλλει αυτο τοις εαυτου ποσιν |
6 Daj sycerę skazańcom, a wino zgorzkniałym na duchu: | 6 αμαρτανοντι ανδρι μεγαλη παγις δικαιος δε εν χαρα και εν ευφροσυνη εσται |
7 niech piją, niech nędzy zapomną, na trud już niepomni. | 7 επισταται δικαιος κρινειν πενιχροις ο δε ασεβης ου συνησει γνωσιν και πτωχω ουχ υπαρχει νους επιγνωμων |
8 Ty usta otwórz dla niemych, na sąd dla godnych litości, | 8 ανδρες λοιμοι εξεκαυσαν πολιν σοφοι δε απεστρεψαν οργην |
9 rządź uczciwie i usta swe otwórz, obroń uciemiężonych i biednych! | 9 ανηρ σοφος κρινει εθνη ανηρ δε φαυλος οργιζομενος καταγελαται και ου καταπτησσει |
10 Niewiastę dzielną któż znajdzie? Jej wartość przewyższa perły. | 10 ανδρες αιματων μετοχοι μισησουσιν οσιον οι δε ευθεις εκζητησουσιν ψυχην αυτου |
11 Serce małżonka jej ufa, na zyskach mu nie zbywa; | 11 ολον τον θυμον αυτου εκφερει αφρων σοφος δε ταμιευεται κατα μερος |
12 nie czyni mu źle, ale dobrze przez wszystkie dni jego życia. | 12 βασιλεως υπακουοντος λογον αδικον παντες οι υπ' αυτον παρανομοι |
13 O len się stara i wełnę, pracuje starannie rękami. | 13 δανιστου και χρεοφειλετου αλληλοις συνελθοντων επισκοπην ποιειται αμφοτερων ο κυριος |
14 Podobnie jak okręt kupiecki żywność sprowadza z daleka. | 14 βασιλεως εν αληθεια κρινοντος πτωχους ο θρονος αυτου εις μαρτυριον κατασταθησεται |
15 Wstaje, gdy jeszcze jest noc, i żywność rozdziela domowi, a obowiązki - swym dziewczętom. | 15 πληγαι και ελεγχοι διδοασιν σοφιαν παις δε πλανωμενος αισχυνει γονεις αυτου |
16 Myśli o roli - kupuje ją: z zarobku swych rąk zasadza winnicę. | 16 πολλων οντων ασεβων πολλαι γινονται αμαρτιαι οι δε δικαιοι εκεινων πιπτοντων καταφοβοι γινονται |
17 Przepasuje mocą swe biodra, umacnia swoje ramiona. | 17 παιδευε υιον σου και αναπαυσει σε και δωσει κοσμον τη ψυχη σου |
18 Już widzi pożytek z swej pracy: jej lampa wśród nocy nie gaśnie. | 18 ου μη υπαρξη εξηγητης εθνει παρανομω ο δε φυλασσων τον νομον μακαριστος |
19 Wyciąga ręce po kądziel, jej palce chwytają wrzeciono. | 19 λογοις ου παιδευθησεται οικετης σκληρος εαν γαρ και νοηση αλλ' ουχ υπακουσεται |
20 Otwiera dłoń ubogiemu, do nędzarza wyciąga swe ręce. | 20 εαν ιδης ανδρα ταχυν εν λογοις γινωσκε οτι ελπιδα εχει μαλλον αφρων αυτου |
21 Dla domu nie boi się śniegu, bo cały dom odziany na lata, | 21 ος κατασπαταλα εκ παιδος οικετης εσται εσχατον δε οδυνηθησεται εφ' εαυτω |
22 sporządza sobie okrycia, jej szaty z bisioru i z purpury. | 22 ανηρ θυμωδης ορυσσει νεικος ανηρ δε οργιλος εξωρυξεν αμαρτιας |
23 W bramie jej mąż szanowany, gdy wśród starszyzny kraju zasiądzie. | 23 υβρις ανδρα ταπεινοι τους δε ταπεινοφρονας ερειδει δοξη κυριος |
24 Płótno wyrabia, sprzedaje, pasy dostarcza kupcowi. | 24 ος μεριζεται κλεπτη μισει την εαυτου ψυχην εαν δε ορκου προτεθεντος ακουσαντες μη αναγγειλωσιν |
25 Strojem jej siła i godność, do dnia przyszłego się śmieje. | 25 φοβηθεντες και αισχυνθεντες ανθρωπους υπεσκελισθησαν ο δε πεποιθως επι κυριον ευφρανθησεται ασεβεια ανδρι διδωσιν σφαλμα ος δε πεποιθεν επι τω δεσποτη σωθησεται |
26 Otwiera usta z mądrością, na języku jej miłe nauki. | 26 πολλοι θεραπευουσιν προσωπα ηγουμενων παρα δε κυριου γινεται το δικαιον ανδρι |
27 Bada bieg spraw domowych, nie jada chleba lenistwa. | 27 βδελυγμα δικαιοις ανηρ αδικος βδελυγμα δε ανομω κατευθυνουσα οδος |
28 Powstają synowie, by szczęście jej uznać, i mąż, ażeby ją sławić: | |
29 Wiele niewiast pilnie pracuje, lecz ty przewyższasz je wszystkie. | |
30 Kłamliwy wdzięk i marne jest piękno: chwalić należy niewiastę, co boi się Pana. | |
31 Z owocu jej rąk jej dajcie, niech w bramie chwalą jej czyny. | |