1 De nouveau Jésus entra dans une synagogue; il y avait là un homme à la main paralysée. | 1 Και εισηλθε παλιν εις την συναγωγην? και ητο εκει ανθρωπος εχων εξηραμμενην την χειρα. |
2 Des gens l’observaient, se demandant s’il allait le guérir un jour de sabbat: ils étaient prêts à le dénoncer. | 2 Και παρετηρουν αυτον αν εν τω σαββατω θελη θεραπευσει αυτον, δια να κατηγορησωσιν αυτον. |
3 Jésus dit à l’homme qui avait la main paralysée: "Lève-toi et viens au milieu.” | 3 Και λεγει προς τον ανθρωπον τον εχοντα εξηραμμενην την χειρα? Σηκωθητι εις το μεσον. |
4 Puis il leur dit: "Qu’est-ce qui est permis le jour du sabbat, faire du bien ou faire du mal, sauver une vie ou la laisser perdre?” Eux se taisent. | 4 Και λεγει προς αυτους? Ειναι συγκεχωρημενον εν σαββατω να αγαθοποιηση τις η να κακοποιηση; να σωση ψυχην η να θανατωση; οι δε εσιωπων. |
5 Jésus les regarde l’un après l’autre avec colère, peiné de voir comme ils avaient la tête dure, puis il dit à l’homme: "Étends la main.” Celui-ci l’étend, sa main est guérie. | 5 Και περιβλεψας αυτους μετ' οργης, λυπουμενος δια την πωρωσιν της καρδιας αυτων, λεγει προς τον ανθρωπον? Εκτεινον την χειρα σου. Και εξετεινε, και αποκατεσταθη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη. |
6 Mais alors les Pharisiens sortent, et ils tiennent conseil avec les Hérodiens pour voir comment se défaire de Jésus. | 6 Και εξελθοντες οι Φαρισαιοι συνεβουλευθησαν ευθυς μετα των Ηρωδιανων κατ' αυτου, δια να απολεσωσιν αυτον. |
7 Jésus s’éloigna avec ses disciples en direction de la mer. Un nombre impressionnant de Galiléens le suivit; | 7 Και ο Ιησους ανεχωρησε μετα των μαθητων αυτου προς την θαλασσαν? και ηκολουθησαν αυτον πολυ πληθος απο της Γαλιλαιας και απο της Ιουδαιας |
8 toute une foule vint à lui également de la Judée, de Jérusalem, de l’Idumée et d’au-delà du Jourdain, des environs de Tyr et de Sidon, car ils avaient appris tout ce qu’il faisait. | 8 και απο Ιεροσολυμων και απο της Ιδουμαιας και απο περαν του Ιορδανου και οι περι Τυρον και Σιδωνα, πληθος πολυ, ακουσαντες οσα επραττεν, ηλθον προς αυτον. |
9 Jésus demanda alors à ses disciples de tenir une barque à sa disposition pour ne pas être écrasé par la foule. | 9 Και ειπε προς τους μαθητας αυτου να μενη πλησιον αυτου εν πλοιαριον εξ αιτιας του οχλου, δια να μη συνθλιβωσιν αυτον? |
10 En effet, il faisait tellement de guérisons que tous ceux qui souffraient de quelque mal se pressaient contre lui pour essayer de le toucher. | 10 διοτι εθεραπευσε πολλους, ωστε επιπτον επ' αυτον δια να εγγισωσιν αυτον οσοι ειχον αρρωστιας? |
11 Même les esprits impurs se laissaient tomber à ses pieds quand ils le voyaient; ils criaient: "Tu es le Fils de Dieu!” | 11 και τα πνευματα τα ακαθαρτα, οτε εθεωρουν αυτον, προσεπιπτον εις αυτον και εκραζον, λεγοντα οτι συ εισαι ο Υιος του Θεου. |
12 Mais il les menaçait sévèrement, car il ne voulait pas qu’ils le fassent reconnaître. | 12 Και πολλα επετιμα αυτα δια να μη φανερωσωσιν αυτον. |
13 Jésus gravit alors la montagne; il appela à lui ceux qu’il voulut et ils allèrent le rejoindre. | 13 Και αναβαινει εις το ορος και προσκαλει οσους αυτος ηθελε, και υπηγον προς αυτον. |
14 C’est ainsi qu’il créa les “Douze” (qu’il nomma aussi apôtres) pour être avec lui; il voulait les envoyer prêcher | 14 Και εξελεξε δωδεκα, δια να ηναι μετ' αυτου και δια να αποστελλη αυτους να κηρυττωσι |
15 et qu’ils aient autorité pour faire sortir les démons. | 15 και να εχωσιν εξουσιαν να θεραπευωσι τας νοσους και να εκβαλλωσι τα δαιμονια? |
16 Il établit donc les Douze: Simon, à qui il imposa le nom de Pierre; | 16 Σιμωνα, τον οποιον επωνομασε Πετρον, |
17 Jacques fils de Zébédée, et Jean, frère de Jacques - il leur imposa le nom de Boanerguès, ce qui veut dire: Fils du tonnerre -; | 17 και Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον του Ιακωβου? και επωνομασεν αυτους Βοανεργες, το οποιον σημαινει Υιοι βροντης? |
18 André, Philippe, Barthélemy, Matthieu, Thomas, Jacques fils d’Alphée, Thaddée, | 18 και Ανδρεαν και Φιλιππον και Βαρθολομαιον και Ματθαιον και Θωμαν και Ιακωβον τον του Αλφαιου και Θαδδαιον και Σιμωνα τον Κανανιτην |
19 Simon le Cananéen, et Judas Iscariote, celui-là même qui allait le livrer. | 19 και Ιουδαν τον Ισκαριωτην, οστις και παρεδωκεν αυτον. |
20 Jésus revint à la maison. De nouveau on s’y retrouva en grand nombre, si bien qu’ils ne pouvaient même plus manger. | 20 Και ερχονται εις οικον τινα? και συναθροιζεται παλιν οχλος, ωστε αυτοι δεν ηδυναντο μηδε να φαγωσιν αρτον. |
21 En apprenant cela, les siens vinrent pour le reprendre, car ils disaient: "Il a perdu la tête!” | 21 Και οτε ηκουσαν οι συγγενεις αυτου, εξηλθον δια να πιασωσιν αυτον? διοτι ελεγον οτι ειναι εξω εαυτου. |
22 Au même moment, les maîtres de la Loi qui étaient descendus de Jérusalem affirmaient: "Il est possédé par Béelzéboul; c’est le chef des démons qui lui permet de chasser les démons!” | 22 Και οι γραμματεις, οιτινες κατεβησαν απο Ιεροσολυμων, ελεγον οτι εχει Βεελζεβουλ, και οτι δια του αρχοντος των δαιμονιων εκβαλλει τα δαιμονια. |
23 Il les fit donc approcher et commença à raisonner avec des comparaisons: "Comment Satan peut-il faire sortir Satan? | 23 Και προσκαλεσας αυτους, ελεγε προς αυτους δια παραβολων? Πως δυναται Σατανας να εκβαλλη Σαταναν; |
24 Si l’on est divisé à l’intérieur d’un royaume, ce royaume ne peut tenir. | 24 και εαν βασιλεια διαιρεθη καθ' εαυτης, η βασιλεια εκεινη δεν δυναται να σταθη? |
25 Si l’on est divisé à l’intérieur d’une maison, cette maison ne tiendra pas. | 25 και εαν οικια διαιρεθη καθ' εαυτης, η οικια εκεινη δεν δυναται να σταθη. |
26 Et si Satan s’en prend à lui-même, s’il est divisé, il ne tiendra pas, il est fini. | 26 Και αν ο Σατανας εσηκωθη καθ' εαυτου και διηρεθη, δεν δυναται να σταθη, αλλ' εχει τελος. |
27 “Personne ne peut entrer dans la maison du Fort pour piller ses affaires, sans avoir d’abord ligoté le Fort. Alors seulement on pillera sa maison. | 27 Ουδεις δυναται να αρπαση τα σκευη του δυνατου, εισελθων εις την οικιαν αυτου, εαν πρωτον δεν δεση τον δυνατον, και τοτε θελει διαρπασει την οικιαν αυτου. |
28 En vérité, je vous dis, tout peut être pardonné aux hommes, quel que soit le nombre de leurs péchés et de leurs blasphèmes; | 28 Αληθως σας λεγω οτι παντα τα αμαρτηματα θελουσι συγχωρηθη εις τους υιους των ανθρωπων και αι βλασφημιαι, οσας βλασφημησωσιν? |
29 mais pour qui blasphème contre l’Esprit Saint, il n’y aura jamais de pardon: car il est coupable d’une faute qui ne s’en ira jamais.” | 29 οστις ομως βλασφημηση εις το Πνευμα το Αγιον, δεν εχει συγχωρησιν εις τον αιωνα, αλλ' ειναι ενοχος αιωνιου καταδικης? |
30 C’était leur cas quand ils disaient: "Il a un esprit impur.” | 30 διοτι ελεγον, Πνευμα ακαθαρτον εχει. |
31 Sur ce, arrivent sa mère et ses frères; ils restent dehors et envoient quelqu’un pour l’appeler. | 31 Ερχονται λοιπον οι αδελφοι και η μητηρ αυτου, και σταθεντες εξω απεστειλαν προς αυτον και εκραζον αυτον. |
32 On dit à Jésus, alors que tout le monde est assis autour de lui: "Ta mère et tes frères sont là dehors, qui te cherchent.” | 32 Και εκαθητο οχλος περι αυτον? ειπον δε προς αυτον? Ιδου, η μητηρ σου και οι αδελφοι σου εξω σε ζητουσι. |
33 Mais Jésus leur répond: "Qui est ma mère et qui sont mes frères?” | 33 Και απεκριθη προς αυτους, λεγων? Τις ειναι η μητηρ μου η οι αδελφοι μου; |
34 Et promenant son regard sur ceux qui sont assis autour de lui, il déclare: "Vous voyez là ma mère et mes frères; | 34 Και περιβλεψας κυκλω προς τους καθημενους περι αυτον, λεγει? Ιδου η μητηρ μου και οι αδελφοι μου? |
35 celui qui fait la volonté de Dieu, c’est lui qui m’est un frère, une sœur ou une mère.” | 35 διοτι οστις καμη το θελημα του Θεου, ουτος ειναι αδελφος μου και αδελφη μου και μητηρ. |