Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Secondo libro delle Cronache 32


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Dopo queste, e simili opere di giustizia, Sennacherib re degli Assiri si mosse, ed entrato sulle terre di Giuda, assediò le città forti per espugnarle.1 Μετα τα πραγματα ταυτα και την αληθειαν ταυτην, ηλθε Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας, και εισηλθεν εις τον Ιουδαν και εστρατοπεδευσεν εναντιον των οχυρων πολεων και ειπε να υποταξη αυτας εις εαυτον.
2 Lo che vedendo Ezechia, viene a dire, che Sennacherib si avvicinavo e che tutto l'impeto della guerra si rivolgeva contro Gerusalemme.2 Και ιδων ο Εζεκιας, οτι ο Σενναχειρειμ ηλθε και ο σκοπος αυτου ητο να πολεμηση εναντιον της Ιερουσαλημ,
3 Tenuto consiglio co' suoi' grandi, e cogli uomini più valorosi, ed essendo concorsi tutti nel parere di turare le sorgive della fontana, che eran fuori della città.3 συνεβουλευθη μετα των αρχοντων αυτου και μετα των δυνατων αυτου, να εμφραξη τα υδατα των πηγων των εξω της πολεως? και συνηργησαν μετ' αυτου.
4 Raunò grandissimo numero di gente, e turarono tutte le fontane e il ruscello, che scorreva per il territorio dicendo: Affinchè venendo i re degli Assiri non trovin copia di acque.4 Και συνηχθη λαος πολυς, και ενεφραξαν πασας τας πηγας και τον ποταμον τον ρεοντα δια μεσου της γης, λεγων, Δια τι ελθοντες οι βασιλεις της Ασσυριας να ευρωσιν υδωρ πολυ;
5 Egli parimente usando ogni diligenza riparò tuttala muraglia, che era rovinata, e vi fabbricò sopra delle torri, e un altro muro al di fuori; e restaurò Mello nella città di David, e fece armi di ogni sorta, e scudi:5 Ενδυναμωθεις ετι ανωκοδομησεν ολον το τειχος το κεχαλασμενον και υψωσεν εως των πυργων, και αλλο τειχος εξω και επεσκευασε την Μιλλω της πολεως Δαβιδ, και εκαμεν οπλα πολλα και θυρεους.
6 E nominò i comandanti dell'esercito, e gli adunò tutti quanti sulla piazza della porta della città, e parlò al loro cuore, dicendo:6 Και εβαλε πολεμαρχους επι τον λαον, και συνηθροισεν αυτους προς εαυτον εις την πλατειαν της πυλης της πολεως και ελαλησε κατα την καρδιαν αυτων, λεγων,
7 Operate da forti, e fatevi animo: non temete, e non abbiate paura del re degli Assiri, né di tutta quella moltitudine, che vien con lui: perocché molti più sono dalla parte nostra, che dalla sua.7 Ενδυναμουσθε και ανδριζεσθε, μη φοβηθητε μηδε πτοηθητε απο προσωπου του βασιλεως της Ασσυριας, και απο προσωπου παντος του πληθους του μετ' αυτου? διοτι πλειοτεροι ειναι μεθ' ημων παρα μετ' αυτου?
8 Egli ha seco un braccio di carne: con noi sta il Signore Dio nostro, che è nostro aiuto, e combatte per noi. E il popolo a queste parole di Ezechia re di Giuda prese coraggio.8 μετ' αυτου ειναι βραχιονες σαρκινοι μεθ' ημων δε ειναι Κυριος ο Θεος ημων, δια να βοηθη ημας και να μαχηται τας μαχας ημων. Και ενεθαρρυνθη ο λαος εις τους λογους Εζεκιου του βασιλεως του Ιουδα.
9 Dopo che tali cose furon fatte, Sennacherib re degli Assiri (il quale con tutto il suo esercito assediava Lachis) spedì suoi messi ad Ezechia re di Giuda, e a tutto il popolo, che era nella città, i quali dissero:9 Μετα ταυτα απεστειλεν ο Σενναχειρειμ βασιλευς της Ασσυριας τους δουλους αυτου εις Ιερουσαλημ, αυτος δε, εχων μεθ' εαυτου πασαν την δυναμιν αυτου, επολιορκει την Λαχεις, προς Εζεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα, και προς παντα τον Ιουδαν τον εν Ιερουσαλημ, λεγων,
10 Queste cose dice Sennacherib re degli Assiri: su quale speranza ve ne state voi chiusi in Gerusalemme?10 Ουτω λεγει Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας? Εις τι πεποιθοτες καθησθε, πολιορκουμενοι εν Ιερουσαλημ;
11 V'inganna forse Ezechia per farvi morire di fame, e di sete, assicurandovi, che il Signore Dio vostri vi libererà dalle mani del re degli Assiri?11 Δεν σας απατα ο Εζεκιας δια να σας παραδωση εις θανατον απο πεινης και απο διψης, λεγων, Κυριος ο Θεος ημων θελει ελευθερωσει ημας εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας;
12 Non è egli queir Ezechia, che distrusse i suoi luoghi eccelsi, e gli altari, e intimò, e disse a quelli di Giuda, e di Gerusalemme: Dinanzi ad un solo altare adorerete, e sopra di questo brucerete l'incenso?12 Αυτος ουτος ο Εζεκιας δεν εσηκωσε τους υψηλους αυτου τοπους και τα θυσιαστηρια αυτου και ειπε προς τον Ιουδαν και προς τον Ιερουσαλημ, λεγων, Εμπροσθεν ενος μονον θυσιαστηριου θελετε προσκυνει και επ' αυτο θελετε θυμιαζει;
13 Non sapete forse voi quello, che io, e i padri miei abbiam fatto a tutti i popoli della terra? Furon eglino da tanto gli dei delle genti, e di tutti i paesi, che potesser liberare dalle mie mani il loro paese?13 Δεν εξευρετε τι επραξα εγω και οι πατερες μου εις παντας τους λαους της γης; ηδυνηθησαν οι θεοι των εθνων της γης να λυτρωσωσι τους τοπους αυτων εκ της χειρος μου;
14 Qual è tragli dei tutti delle nazioni sterminate da' padri miei, che abbia potuto liberare il suo popolo dalle mie mani, onde possa anche sottrarvi a questa mia mano il Dio vostro?14 Τις εκ παντων των θεων των εθνων εκεινων, τα οποια οι πατερες μου εξωλοθρευσαν, ηδυνηθη να λυτρωση τον λαον αυτου εκ της χειρος μου, ωστε να δυνηθη ο Θεος υμων να λυτρωση υμας εκ της χειρος μου;
15 Badate adunque, che Ezechia non vi seduca, o con vane lusinghe vi gabbi, e non gli credete. Perocché se verun dio di tutte le genti, e reami non potè salvare il suo popolo dalla mia mano, e dalle mani de' padri miei, per conseguenza nemmeno il Dio vostro dalla mia mano potrà salvarvi.15 Τωρα λοιπον ας μη σας πλανα ο Εζεκιας, και ας μη σας απατα ουτως, και μη πιστευετε αυτον? διοτι ουδεις θεος ουδενος εθνους η βασιλειας ηδυνηθη να λυτρωση τον λαον αυτου εκ της χειρος μου και εκ της χειρος των πατερων μου? πολυ ολιγωτερον ο Θεος σας θελει σας λυτρωσει εκ της χειρος μου.
16 E molte altre cose dissero i servi di Sennacherib contro il Signore Dio,e in biasimo di Ezechia suo servo.16 Και περισσοτερα ετι ελαλησαν οι δουλοι αυτου εναντιον Κυριου του Θεου και εναντιον του δουλου αυτου Εζεκιου.
17 Ed egli scrisse eziandio lettere piene di bestemmie contro il Signore Dio d'Israele, e disse di lui: Siccome gli dei delle altre genti non poteron liberare i popoli loro dalle mie mani; così il Dio di Ezechia non potrà salvare il suo popolo da questa mano.17 Και επιστολας εγραψε δια να ονειδιση Κυριον τον Θεον του Ισραηλ και να λαληση κατ' αυτου, λεγων, Καθως οι θεοι των εθνων της γης δεν ελυτρωσαν τον λαον αυτων εκ της χειρος μου, ουτω και ο Θεος του Εζεκιου δεν θελει λυτρωσει τον λαον αυτου εκ της χειρος μου.
18 É oltre a ciò ad altissima voce in lingua Ebrea sgridava il popolo, che stava sulle mura di Gerusalemme, per isbigottirlo, e così prendere la città.18 Τοτε εβοησαν Ιουδαιστι, μετα φωνης μεγαλης, προς τον λαον της Ιερουσαλημ τον επι του τειχους, δια να φοβισωσιν αυτους και να ταραξωσιν αυτους, οπως κυριευσωσι την πολιν?
19 E parlava del Dio di Gerusalemme, come degli dei delle nazioni della terra, lavori di mano d'uomo.19 και ελαλησαν κατα του Θεου της Ιερουσαλημ, καθως κατα των θεων των λαων της γης, οιτινες ειναι εργα χειρων ανθρωπων.
20 Fecer pertanto orazione Ezechia re, e Isaia figliuolo di Amos profeta contro questo bestemmiatore, e alzarono al cielo le loro voci.20 Και προσευχηθη περι τουτων Εζεκιας ο βασιλευς και Ησαιας ο προφητης, ο υιος του Αμως, και εβοησαν προς τον ουρανον.
21 E il Signore mandò un Angelo, il quale uccise tutti gli uomini forti, e valorosi, e il capo dell'esercito del re degli Assiri, il quale se ne tornò svergognato al suo paese. Ed essendo entrato nella casa del suo dio, i suoi proprj figliuoli lo ucciser di spada.21 Και απεστειλε Κυριος αγγελον, οστις ηφανισε παντας τους δυνατους εν ισχυι και τους αρχοντας και τους στρατηγους εν τω στρατοπεδω του βασιλεως της Ασσυριας. Και επεστρεψε με κατησχυμμενον προσωπον εις την γην αυτου. Και οτε εισηλθεν εις τον οικον του θεου αυτου, οι εξελθοντες εκ των σπλαγχνων αυτου εθανατωσαν αυτον εκει εν μαχαιρα.
22 Così il Signore salvò Ezechia, egli abitanti di Gerusalemme dalle mani di Sennacherib re degli Assiri, e dalle mani di tutti gli altri, e diede loro la pace da tutte parti.22 Και εσωσεν ο Κυριος τον Εζεκιαν και τους κατοικους της Ιερουσαλημ εκ της χειρος Σενναχειρειμ του βασιλεως της Ασσυριας και εκ της χειρος παντων, και ησφαλισεν αυτους κυκλοθεν.
23 E molti eziandio portavan vittime,e offerivano sagrifizj al Signore in Gerusalemme, e doni ad Ezechia re di Giuda, il quale da indi in poi divenne famoso presso tutte le genti.23 Και εφεραν πολλοι δωρα προς τον Κυριον εις Ιερουσαλημ και πολυτιμα πραγματα προς Εζεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα? και εμεγαλυνθη εκτοτε ενωπιον παντων των εθνων.
24 In quel tempo Ezechia si ammalò mortalmente, e fece orazione al Signore, il quale lo esaudì, e gliene diede un segno.24 Κατ' εκεινας τας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εως θανατου? και προσευχηθη εις τον Κυριον? και επηκουσεν αυτου και εδωκεν εις αυτον σημειον.
25 Ma egli non corrispose ai benefizj, che avea ricevuti, perchè il suo cuore si inalberò: e si accese l'ira contro di lui, e contro Giuda, e Gerusalemme.25 Πλην δεν ανταπεδωκεν ο Εζεκιας κατα την εις αυτον ευεργεσιαν? διοτι επηρθη η καρδια αυτου? οθεν επηλθεν οργη επ' αυτον και επι τον Ιουδαν και την Ιερουσαλημ.
26 Ma dipoi si umiliò dell'essersi insuperbito in cuor suo tanto egli, come gli abitatori di Gerusalemme: e per questo l'ira del Signore non piombò sopra di loro, fino che visse Ezechia.26 Και εταπεινωθη ο Εζεκιας δια την επαρσιν της καρδιας αυτου, αυτος και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ, και δεν ηλθεν επ' αυτους η οργη του Κυριου εν ταις ημεραις του Εζεκιου.
27 Ed Ezechia fu ricco, e di gran nome, e si adunò girandi tesori di argento, e di oro, e di pietre preziose, e di aromi, e d'armi d'ogni genere, a di vasi di gran pregio:27 Απεκτησε δε ο Εζεκιας πλουτον και δοξαν πολλην σφοδρα? και εκαμεν εις εαυτον θησαυρους αργυριου και χρυσιου και λιθων πολυτιμων και αρωματων και ασπιδων και παντος ειδους σκευων επιθυμητων?
28 E de' maggazzini di grano, e di vino, e di olio, e delle stalle di ogni specie giumenti, e ovili di pecore.28 και αποθηκας δια το εισοδημα του σιτου και του οινου και του ελαιου? και σταυλους δια παν ειδος κτηνων και μανδρας δια ποιμνια.
29 Ed egli edificò delle città: perocché aveva innumerabili greggi di pecore, perchè il Signore gli avea date stragrandi ricchezze.29 Και εκαμεν εις εαυτον πολεις και απεκτησε προβατα και βοας εις πληθος? διοτι ο Θεος εδωκεν εις αυτον περιουσιαν πολλην σφοδρα.
30 Questi è quell'Ezechia, che turò la fontana superiore delle acque di Gihon, e le fece correre sotto terra verso ponente nella città di David. Egli riuscì felicemente in tutto quello, che intraprese.30 Εφραξεν ετι αυτος ο Εζεκιας την ανω εξοδον των υδατων του Γιων, και διηυθυνεν αυτα κατω προς δυσμας της πολεως Δαβιδ. Και ευωδωθη ο Εζεκιας εις παντα τα εργα αυτου.
31 Con tutto ciò Dio per far prova di lui, e per far conoscere tutto quello, ch'egli aveva nel cuore, lo abbandonò alllorchè gli furon mandati quegli ambasciadori principi di Babilonia ad informarsi da lui del prodigio, che era avvenuto sopra la terra.31 Επι των πρεσβεων ομως των αρχοντων της Βαβυλωνος, οιτινες εστειλαν προς αυτον δια να ερευνησωσι περι του θαυματος του γενομενου εν τη γη, ο Θεος εγκατελιπεν αυτον, δια να δοκιμαση αυτον, ωστε να γνωριση παντα τα εν τη καρδια αυτου.
32 Il rimanente poi delle geste di Ezechia, e le sue buone opere sono scritte nella visione d'Isaia figliuolo di Amos profeta, e nel libro dei re di Giuda, e d'Israele,32 Αι δε λοιπαι πραξεις του Εζεκιου και τα ελεη αυτου, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τη ορασει Ησαιου του προφητου, υιου του Αμως, εν τω βιβλιω των βασιλεων Ιουδα και Ισραηλ.
33 Ed Ezechia si addormentò co' padri suoi, e fu sepolto sopra i sepolcri de' figliuoli di David: e tutto Giuda celebrò i suoi funerali con tutti gli abitanti di Gerusalemme: e Manasse suo figliuolo gli succedette nel regno.33 Και εκοιμηθη ο Εζεκιας μετα των πατερων αυτου, και εθαψαν αυτον εν τω υψηλοτερω των ταφων των υιων Δαβιδ? και πας ο Ιουδας και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ εκαμον εις αυτον τιμας εν τω θανατω αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Μανασσης ο υιος αυτου.