Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΑΜΒΑΚΟΥΜ - Abacuc - Habakkuk 1


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Η ορασις, την οποιαν ειδεν Αββακουμ ο προφητης.1 A fenyegető jövendölés, melyet Habakuk próféta látott.
2 Εως ποτε, Κυριε, θελω κραζει, και δεν θελεις εισακουει; θελω βοα προς σε, Αδικια? και δεν θελεις σωζει;2 Meddig kiáltok még, Uram, és nem hallgatsz meg engem? Kiáltozom hozzád: »Erőszak!«, és te nem szabadítasz meg engem?
3 Δια τι με καμνεις να βλεπω ανομιαν και να θεωρω ταλαιπωριαν και αρπαγην και αδικιαν εμπροσθεν μου; και υπαρχουσι διεγειροντες εριδα και φιλονεικιαν.3 Miért engedsz látnom gonoszságot és nyomorúságot, miért kell fosztogatást és elnyomást látnom magam előtt? Folyik a per, és egyre nagyobb a civakodás.
4 Δια τουτο ο νομος ειναι αργος, και δεν εξερχεται κρισις τελεια? επειδη ο ασεβης καταδυναστευει τον δικαιον, δια τουτο εξερχεται κρισις διεστραμμενη.4 Ezért sértik meg a törvényt, és nem ér célhoz a jog; hiszen a gonosz az igaz fölé kerekedik, és így hamis ítélet származik.
5 Ιδετε μεταξυ των εθνων και επιβλεψατε και θαυμασατε μεγαλως, διοτι εγω θελω πραξει εργον εν ταις ημεραις σας, το οποιον δεν θελετε πιστευσει, εαν τις διηγηθη αυτο.5 »Tekintsetek a nemzetek felé, és lássatok, csodálkozzatok és bámuljatok, mert olyan dolgot viszek véghez napjaitokban, melyet senki sem hinne el, ha elbeszélnék.
6 Διοτι, ιδου, εγω εξεγειρω τους Χαλδαιους, το εθνος το πικρον και ορμητικον, το οποιον θελει διελθει το πλατος του τοπου, δια να κληρονομηση κατοικιας ουχι εαυτου.6 Mert íme, én felkeltem a káldeaiakat, a vad és gyors népet, mely széltében bejárja a földet, hogy elfoglaljon olyan hajlékokat, melyek nem az övéi.
7 Ειναι φοβεροι και τρομεροι? η κρισις αυτων και η εξουσια αυτων θελει προερχεσθαι εξ αυτων.7 Borzalmas és rettenetes nép az! Önmaga szabja meg törvényét és nagyságát.
8 Και οι ιπποι αυτων ειναι ταχυτεροι παρδαλεων και οξυτεροι λυκων της εσπερας? και οι ιππεις αυτων θελουσι διαχυθη και οι ιππεις αυτων θελουσιν ελθει απο μακροθεν? θελουσι πεταξει ως αετος σπευδων εις βρωσιν,8 Lovai gyorsabbak a párducnál, és vadabbak az esti farkasnál. Özönlenek lovasai: eljönnek ugyanis lovasai messziről, repülnek mint a zsákmányra siető saskeselyű,
9 παντες θελουσιν ελθει επι αρπαγη? η οψις των προσωπων αυτων ειναι ως ο ανατολικος ανεμος, και θελουσι συναξει τους αιχμαλωτους ως αμμον.9 zsákmányolni jön valamennyi. Arcuk olyan, mint a perzselő szél, és szedik a foglyokat, mint a fövenyt.
10 Και θελουσι περιπαιζει τους βασιλεις, και οι αρχοντες θελουσιν εισθαι παιγνιον εις αυτους? θελουσιν εμπαιζει παν οχυρωμα? διοτι θελουσιν επισωρευσει χωμα και θελουσι κυριευσει αυτο.10 Kineveti a királyokat, és a fejedelmekből gúnyt űz; minden erődítésen csak nevet, töltést emel és elfoglalja őket.
11 Τοτε το πνευμα αυτου θελει αλλοιωθη, και θελει υπερβη παν οριον και θελει ασεβει, αποδιδων την ισχυν αυτου ταυτην εις τον θεον αυτου.11 Aztán megfordul, mint a szél, és továbbmegy. Bűnös, akinek az ereje az istene.«
12 Δεν εισαι συ απ' αιωνος, Κυριε Θεε μου, ο Αγιος μου; δεν θελομεν αποθανει. Συ, Κυριε, διεταξας αυτους δια κρισιν? και συ, Ισχυρε, κατεστησας αυτους εις παιδειαν ημων.12 Nemde te vagy, Uram, kezdettől fogva az én Istenem? Én Szentem, mi meg nem halhatunk. Uram, te hívtad őt az ítéletre, erőssé tetted, hogy büntessen.
13 Οι οφθαλμοι σου ειναι καθαρωτεροι παρα ωστε να βλεπης τα πονηρα, και δεν δυνασαι να επιβλεπης εις την ανομιαν? δια τι επιβλεπεις εις τους παρανομους και σιωπας, οταν ο ασεβης καταπινη τον δικαιοτερον εαυτου,13 A te szemed tiszta, s te nem nézheted a rosszat, a gonoszságot nem szemlélheted. Miért nézed tehát e gonosztevőket, és miért hallgatsz, amikor a gonosz elnyeli a nála igazabbat?
14 και καμνεις τους ανθρωπους ως τους ιχθυας της θαλασσης, ως τα ερπετα, τα μη εχοντα αρχοντα εφ' εαυτων;14 Olyanokká tetted az embereket, mint a tenger halait, és mint a csúszómászót, melynek nincsen gazdája.
15 Ανασυρουσι παντας δια του αγκιστρου, ελκουσιν αυτους εις το δικτυον αυτων και συναγουσιν αυτους εις την σαγηνην αυτων? δια τουτο ευφραινονται και χαιρουσι.15 Valamennyit kifogja horoggal, kihúzza hálóval és varsájába gyűjti; ezen örvend és ujjong.
16 Δια τουτο θυσιαζουσιν εις το δικτυον αυτων και καιουσι θυμιαμα εις την σαγηνην αυτων? διοτι δι' αυτων η μερις αυτων ειναι παχεια και το φαγητον αυτων εκλεκτον.16 Ezért mutat be áldozatot hálójának, és áldozik varsájának, mert általuk lett kövérré osztályrésze, és válogatottá eledele.
17 Μη δια τουτο θελουσι παντοτε εκκενονει το δικτυον αυτων; και δεν θελουσι φειδεσθαι φονευοντες παντοτε τα εθνη;17 Nemde szüntelen kiveti hálóját, és nem szánja kíméletlenül öldökölni a nemzeteket?