Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 9


font
GREEK BIBLESAGRADA BIBLIA
1 και ηκουσεν δημητριος οτι επεσεν νικανωρ και η δυναμις αυτου εν πολεμω και προσεθετο τον βακχιδην και τον αλκιμον εκ δευτερου αποστειλαι εις γην ιουδα και το δεξιον κερας μετ' αυτων1 Soube logo Demétrio do fim de Nicanor e da aniquilação de seu exército e resolveu enviar pela segunda vez Báquides e Alcimo à terra de Judá, com a ala direita de suas tropas.
2 και επορευθησαν οδον την εις γαλγαλα και παρενεβαλον επι μαισαλωθ την εν αρβηλοις και προκατελαβοντο αυτην και απωλεσαν ψυχας ανθρωπων πολλας2 Estes tomaram o caminho que leva a Gálgala, e acamparam em frente de Mezalot, no distrito de Arbelas; apoderaram-se da cidade e mataram um grande número de habitantes.
3 και του μηνος του πρωτου ετους του δευτερου και πεντηκοστου και εκατοστου παρενεβαλον επι ιερουσαλημ3 No primeiro mês do ano cento e cinqüenta e dois colocaram cerco diante de Jerusalém,
4 και απηραν και επορευθησαν εις βερεαν εν εικοσι χιλιασιν ανδρων και δισχιλια ιππω4 depois eles se apartaram e foram a Berzet com cento e vinte mil homens e dois mil cavaleiros.
5 και ιουδας ην παρεμβεβληκως εν ελασα και τρισχιλιοι ανδρες μετ' αυτου εκλεκτοι5 Judas estava acampado em Elasa, e três mil homens de escol estavam com ele.
6 και ειδον το πληθος των δυναμεων οτι πολλοι εισιν και εφοβηθησαν σφοδρα και εξερρυησαν πολλοι απο της παρεμβολης ου κατελειφθησαν εξ αυτων αλλ' η οκτακοσιοι ανδρες6 Todavia, ante o número considerável de seus adversários, ficaram tomados de pânico; muitos se retiraram do acampamento e, por fim, ali ficaram não mais que oitocentos homens.
7 και ειδεν ιουδας οτι απερρυη η παρεμβολη αυτου και ο πολεμος εθλιβεν αυτον και συνετριβη τη καρδια οτι ουκ ειχεν καιρον συναγαγειν αυτους7 Verificando Judas a dispersão de seu exército e a iminência do combate, sentiu seu coração angustiado, porque já não tinha tempo de reunir os fugitivos.
8 και εξελυθη και ειπεν τοις καταλειφθεισιν αναστωμεν και αναβωμεν επι τους υπεναντιους ημων εαν αρα δυνωμεθα πολεμησαι προς αυτους8 Consternado, disse aos que tinham ficado: Vamos, e ataquemos o inimigo, talvez possamos combatê-lo!
9 και απεστρεφον αυτον λεγοντες ου μη δυνωμεθα αλλ' η σωζωμεν τας εαυτων ψυχας το νυν επιστρεψωμεν και οι αδελφοι ημων και πολεμησωμεν προς αυτους ημεις δε ολιγοι9 Mas eles o desviavam disso, dizendo: Nós não poderemos. Salvemos antes nossas vidas agora; voltaremos depois com nossos irmãos e travaremos a batalha; mas neste momento somos muito poucos.
10 και ειπεν ιουδας μη γενοιτο ποιησαι το πραγμα τουτο φυγειν απ' αυτων και ει ηγγικεν ο καιρος ημων και αποθανωμεν εν ανδρεια χαριν των αδελφων ημων και μη καταλιπωμεν αιτιαν τη δοξη ημων10 Livre-nos Deus, disse Judas, que proceda desse modo e que eu me salve diante deles. Se chegou a nossa hora, morramos corajosamente por nossos irmãos e não deixemos uma nódoa sequer em nossa memória.
11 και απηρεν η δυναμις απο της παρεμβολης και εστησαν εις συναντησιν αυτοις και εμερισθη η ιππος εις δυο μερη και οι σφενδονηται και οι τοξοται προεπορευοντο της δυναμεως και οι πρωταγωνισται παντες οι δυνατοι βακχιδης δε ην εν τω δεξιω κερατι11 O exército do inimigo saiu do acampamento e tomou posição diante deles: a cavalaria se dividiu em dois batalhões, os fundibulários e os flecheiros se colocaram à frente e todos os mais valentes postaram-se na primeira fileira.
12 και ηγγισεν η φαλαγξ εκ των δυο μερων και εφωνουν ταις σαλπιγξιν και εσαλπισαν οι παρα ιουδου και αυτοι ταις σαλπιγξιν12 Báquides achava-se na ala direita e, ao som das trombetas, a falange avançou dos dois lados.
13 και εσαλευθη η γη απο της φωνης των παρεμβολων και εγενετο ο πολεμος συνημμενος απο πρωιθεν εως εσπερας13 Os soldados de Judas tocaram também as trombetas e a terra foi abalada pelo tumulto das armas. O combate se prolongou desde a manhã até à tarde.
14 και ειδεν ιουδας οτι βακχιδης και το στερεωμα της παρεμβολης εν τοις δεξιοις και συνηλθον αυτω παντες οι ευψυχοι τη καρδια14 Viu Judas que Báquides se encontrava à direita com a mais forte porção de seu exército, e cercado dos mais corajosos dos seus.
15 και συνετριβη το δεξιον μερος απ' αυτων και εδιωκεν οπισω αυτων εως αζωτου ορους15 Rompeu ele essa ala direita e a perseguiu até o sopé da montanha.
16 και οι εις το αριστερον κερας ειδον οτι συνετριβη το δεξιον κερας και επεστρεψαν κατα ποδας ιουδου και των μετ' αυτου εκ των οπισθεν16 Mas a ala esquerda, vendo derrotada a direita, lançou-se atrás nas pegadas de Judas e dos seus soldados.
17 και εβαρυνθη ο πολεμος και επεσον τραυματιαι πολλοι εκ τουτων και εκ τουτων17 O combate tornou-se mais encarniçado, e, tanto de um como de outro lado, caíram muitos feridos.
18 και ιουδας επεσεν και οι λοιποι εφυγον18 Judas mesmo caiu morto, e então todos os outros fugiram.
19 και ηρεν ιωναθαν και σιμων ιουδαν τον αδελφον αυτων και εθαψαν αυτον εν τω ταφω των πατερων αυτου εν μωδειν19 Jônatas e Simão levaram Judas, seu irmão, e enterraram-no no sepulcro de seus pais em Modin.
20 και εκλαυσαν αυτον και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν και επενθουν ημερας πολλας και ειπον20 Todo o povo de Israel caiu na desolação e o chorou longamente, guardando o luto por vários dias, dizendo:
21 πως επεσεν δυνατος σωζων τον ισραηλ21 Como sucumbiu o valente salvador de Israel?
22 και τα περισσα των λογων ιουδου και των πολεμων και των ανδραγαθιων ων εποιησεν και της μεγαλωσυνης αυτου ου κατεγραφη πολλα γαρ ην σφοδρα22 O resto das façanha de Judas, de seus combates, de seus feitos heróicos e atos gloriosos não foram escritos: eles são, com efeito, por demais numerosos.
23 και εγενετο μετα την τελευτην ιουδου εξεκυψαν οι ανομοι εν πασιν τοις οριοις ισραηλ και ανετειλαν παντες οι εργαζομενοι την αδικιαν23 Ora, após a morte de Judas, aconteceu que os perversos reapareceram em todas as fronteiras de Israel e todos os que praticavam o mal deram-se a conhecer.
24 εν ταις ημεραις εκειναις εγενηθη λιμος μεγας σφοδρα και αυτομολησεν η χωρα μετ' αυτων24 Naqueles dias dominou também uma grande fome, e todo o país passou para o inimigo com eles.
25 και εξελεξεν βακχιδης τους ασεβεις ανδρας και κατεστησεν αυτους κυριους της χωρας25 Báquides escolheu homens ímpios, para colocá-los nos postos de comando.
26 και εξεζητουν και ηρευνων τους φιλους ιουδου και ηγον αυτους προς βακχιδην και εξεδικα αυτους και ενεπαιζεν αυτοις26 Estes procuravam com empenho os amigos de Judas e os conduziam a Báquides, que se vingava deles e os escarnecia.
27 και εγενετο θλιψις μεγαλη εν τω ισραηλ ητις ουκ εγενετο αφ' ης ημερας ουκ ωφθη προφητης αυτοις27 A opressão que caiu sobre Israel foi tal, que não houve igual desde o dia em que tinham desaparecido os profetas.
28 και ηθροισθησαν παντες οι φιλοι ιουδου και ειπον τω ιωναθαν28 Reuniram-se todos os amigos de Judas e disseram a Jônatas:
29 αφ' ου ο αδελφος σου ιουδας τετελευτηκεν και ανηρ ομοιος αυτω ουκ εστιν εξελθειν και εισελθειν προς τους εχθρους και βακχιδην και εν τοις εχθραινουσιν του εθνους ημων29 Após a morte de Judas, teu irmão, não há mais ninguém como ele, para opor-se a nossos inimigos, a Báquides e aos que odeiam nossa raça.
30 νυν ουν σε ηρετισαμεθα σημερον του ειναι αντ' αυτου ημιν εις αρχοντα και ηγουμενον του πολεμησαι τον πολεμον ημων30 Por isso, nós te escolhemos hoje por chefe, para nos conduzires ao combate.
31 και επεδεξατο ιωναθαν εν τω καιρω εκεινω την ηγησιν και ανεστη αντι ιουδου του αδελφου αυτου31 A partir dessa hora, Jônatas tomou o comando e assumiu o lugar de seu irmão Judas.
32 και εγνω βακχιδης και εζητει αυτον αποκτειναι32 Tendo Báquides conhecimento disso, procurava matá-lo,
33 και εγνω ιωναθαν και σιμων ο αδελφος αυτου και παντες οι μετ' αυτου και εφυγον εις την ερημον θεκωε και παρενεβαλον επι το υδωρ λακκου ασφαρ33 mas, advertidos, Jônatas, seu irmão Simão e todos os seus companheiros fugiram ao deserto de Técua, onde acamparam junto às águas da cisterna de Asfar.
34 και εγνω βακχιδης τη ημερα των σαββατων και ηλθεν αυτος και παν το στρατευμα αυτου περαν του ιορδανου34 Soube-o Báquides no dia de sábado e atravessou o Jordão com todo o seu exército.
35 και απεστειλεν τον αδελφον αυτου ηγουμενον του οχλου και παρεκαλεσεν τους ναβαταιους φιλους αυτου του παραθεσθαι αυτοις την αποσκευην αυτων την πολλην35 Nesse ínterim, Jônatas havia enviado seu irmão, chefe do povo, aos nabateus, seus amigos, rogando-lhes se podiam guardar as suas bagagens, que eram numerosas.
36 και εξηλθον οι υιοι ιαμβρι οι εκ μηδαβα και συνελαβον ιωαννην και παντα οσα ειχεν και απηλθον εχοντες36 Mas os filhos de Jambri saíram de Medaba, apoderaram-se de João e de tudo o que ele tinha e o levaram.
37 μετα τους λογους τουτους απηγγειλαν ιωναθαν και σιμωνι τω αδελφω αυτου οτι υιοι ιαμβρι ποιουσιν γαμον μεγαν και αγουσιν την νυμφην απο ναδαβαθ θυγατερα ενος των μεγαλων μεγιστανων χανααν μετα παραπομπης μεγαλης37 Logo em seguida disseram a Jônatas e a seu irmão Simão que os filhos de Jambri celebravam um grande casamento, e traziam de Nadabá, com grande pompa, a jovem esposa, filha de um dos maiores príncipes de Canaã.
38 και εμνησθησαν του αιματος ιωαννου του αδελφου αυτων και ανεβησαν και εκρυβησαν υπο την σκεπην του ορους38 Lembraram-se do sangue de seu irmão João, e retiraram-se para a montanha, onde se ocultaram.
39 και ηραν τους οφθαλμους αυτων και ειδον και ιδου θρους και αποσκευη πολλη και ο νυμφιος εξηλθεν και οι φιλοι αυτου και οι αδελφοι αυτου εις συναντησιν αυτων μετα τυμπανων και μουσικων και οπλων πολλων39 Erguendo os olhos, eles se puseram de espreita, e eis que em grande tumulto e com grande aparato, o esposo saía com seus amigos e seus irmãos na direção dessa, com tambores, instrumentos de música e uma considerável equipagem.
40 και εξανεστησαν επ' αυτους απο του ενεδρου και απεκτειναν αυτους και επεσον τραυματιαι πολλοι και οι επιλοιποι εφυγον εις το ορος και ελαβον παντα τα σκυλα αυτων40 Os companheiros de Jônatas saíram então de seu esconderijo, e lançaram-se sobre eles, para massacrá-los. Muitos caíram aos seus golpes e os restantes fugiram para a montanha, enquanto os agressores apoderavam-se de seus despojos.
41 και μετεστραφη ο γαμος εις πενθος και φωνη μουσικων αυτων εις θρηνον41 Assim a boda transformou-se em luto e os sons de música, em lamentações.
42 και εξεδικησαν την εκδικησιν αιματος αδελφου αυτων και απεστρεψαν εις το ελος του ιορδανου42 Dessa maneira os judeus vingaram-se do sangue de seu irmão, e voltaram à margem do Jordão.
43 και ηκουσεν βακχιδης και ηλθεν τη ημερα των σαββατων εως των κρηπιδων του ιορδανου εν δυναμει πολλη43 Soube-o Báquides e, no dia de sábado, avançou com um poderoso exército até a margem do Jordão.
44 και ειπεν ιωναθαν τοις παρ' αυτου αναστωμεν δη και πολεμησωμεν περι των ψυχων ημων ου γαρ εστιν σημερον ως εχθες και τριτην ημεραν44 Dirigindo-se então a seus companheiros, disse-lhes Jônatas: Vamos, pelejemos agora por nossa vida, porque hoje não é como ontem e anteontem.
45 ιδου γαρ ο πολεμος εξ εναντιας και εξοπισθεν ημων το δε υδωρ του ιορδανου ενθεν και ενθεν και ελος και δρυμος ουκ εστιν τοπος του εκκλιναι45 Eis a batalha diante e atrás de nós; de um lado e de outro do rio Jordão, um pântano, um bosque: não há meio de escapar.
46 νυν ουν κεκραξατε εις τον ουρανον οπως διασωθητε εκ χειρος των εχθρων ημων46 Clamai, pois, agora ao céu, para nos livrar de nossos inimigos. E travou-se o combate.
47 και συνηψεν ο πολεμος και εξετεινεν ιωναθαν την χειρα αυτου παταξαι τον βακχιδην και εξεκλινεν απ' αυτου εις τα οπισω47 Jônatas estendeu a mão para ferir Báquides, mas este se afastou e o evitou.
48 και ενεπηδησεν ιωναθαν και οι μετ' αυτου εις τον ιορδανην και διεκολυμβησαν εις το περαν και ου διεβησαν επ' αυτους τον ιορδανην48 Então Jônatas e seus companheiros atiraram-se ao Jordão e passaram, a nado, para a outra margem, sem que o inimigo atravessasse atrás dele.
49 επεσον δε παρα βακχιδου τη ημερα εκεινη εις χιλιους ανδρας49 Naquele dia caíram cerca de mil homens da parte de Báquides. Este voltou a Jerusalém;
50 και επεστρεψεν εις ιερουσαλημ και ωκοδομησαν πολεις οχυρας εν τη ιουδαια το οχυρωμα το εν ιεριχω και την αμμαους και την βαιθωρων και την βαιθηλ και την θαμναθα φαραθων και την τεφων εν τειχεσιν υψηλοις και πυλαις και μοχλοις50 edificou fortalezas na Judéia, e consolidou com densos muros, portas e fechaduras, as fortificações de Jericó, Emaús, Betoron, Betel, Tanata, Faraton, e de Tefon.
51 και εθετο φρουραν εν αυτοις του εχθραινειν τω ισραηλ51 E colocou nelas guarnições para importunar Israel.
52 και ωχυρωσεν την πολιν την βαιθσουραν και γαζαρα και την ακραν και εθετο εν αυταις δυναμεις και παραθεσεις βρωματων52 Fortificou igualmente Betsur, Gasara e a cidadela, onde ele deixou tropas e depósitos de víveres.
53 και ελαβεν τους υιους των ηγουμενων της χωρας ομηρα και εθετο αυτους εν τη ακρα εν ιερουσαλημ εν φυλακη53 Tomou como reféns os filhos dos importantes do país, e os mandou guardar na cidadela de Jerusalém.
54 και εν ετει τριτω και πεντηκοστω και εκατοστω τω μηνι τω δευτερω επεταξεν αλκιμος καθαιρειν το τειχος της αυλης των αγιων της εσωτερας και καθειλεν τα εργα των προφητων και ενηρξατο του καθαιρειν54 No segundo mês do ano cento e cinqüenta e três, ordenou Alcimo a destruição do muro do pátio interior do santuário e, deitando a mão sobre a obra dos profetas, começou por destruí-la.
55 εν τω καιρω εκεινω επληγη αλκιμος και ενεποδισθη τα εργα αυτου και απεφραγη το στομα αυτου και παρελυθη και ουκ ηδυνατο ετι λαλησαι λογον και εντειλασθαι περι του οικου αυτου55 Neste instante, porém, Alcimo foi ferido por Deus e seu plano foi suspenso. Ficou ele com a boca fechada pela paralisia e não pôde mais dizer uma palavra, nem dar ordens relativamente à sua casa;
56 και απεθανεν αλκιμος εν τω καιρω εκεινω μετα βασανου μεγαλης56 morreu depois atormentado por grandes sofrimentos.
57 και ειδεν βακχιδης οτι απεθανεν αλκιμος και επεστρεψεν προς τον βασιλεα και ησυχασεν η γη ιουδα ετη δυο57 Vendo Báquides essa morte, retirou-se para perto do rei, e a terra de Judá permaneceu em paz durante dois anos.
58 και εβουλευσαντο παντες οι ανομοι λεγοντες ιδου ιωναθαν και οι παρ' αυτου εν ησυχια κατοικουσιν πεποιθοτες νυν ουν αναξομεν τον βακχιδην και συλλημψεται αυτους παντας εν νυκτι μια58 Mas, entre os judeus, os maus conspiravam, dizendo: Eis que Jônatas e os seus vivem em paz e descuidados aproveitemos para chamar Báquides, que os exterminará numa só noite.
59 και πορευθεντες συνεβουλευσαντο αυτω59 Foram eles, pois, aconselhá-lo
60 και απηρεν του ελθειν μετα δυναμεως πολλης και απεστειλεν λαθρα επιστολας πασιν τοις συμμαχοις αυτου τοις εν τη ιουδαια οπως συλλαβωσιν τον ιωναθαν και τους μετ' αυτου και ουκ ηδυναντο οτι εγνωσθη η βουλη αυτων60 e ele se pôs a caminho com um grande exército. Secretamente enviou mensageiros aos partidários que ele possuía junto aos judeus, para que eles lançassem mão sobre Jônatas e seus companheiros; mas eles não conseguiram, porque seu plano tinha sido descoberto.
61 και συνελαβον απο των ανδρων της χωρας των αρχηγων της κακιας εις πεντηκοντα ανδρας και απεκτειναν αυτους61 Pelo contrário, cinqüenta dos principais cabeças da conjuração foram presos e mortos.
62 και εξεχωρησεν ιωναθαν και σιμων και οι μετ' αυτου εις βαιθβασι την εν τη ερημω και ωκοδομησεν τα καθηρημενα αυτης και εστερεωσαν αυτην62 Quanto a Jônatas, fugiu com Simão e seus partidários até Betbasi, no deserto, ergueram as suas ruínas, e fortificaram-se nelas.
63 και εγνω βακχιδης και συνηγαγεν παν το πληθος αυτου και τοις εκ της ιουδαιας παρηγγειλεν63 Logo que Báquides o soube, reuniu todo o seu exército e foi avisar seus amigos da Judéia.
64 και ελθων παρενεβαλεν επι βαιθβασι και επολεμησεν αυτην ημερας πολλας και εποιησεν μηχανας64 Veio acampar defronte a Betbasi, que ele sitiou por muito tempo, construindo máquinas.
65 και απελιπεν ιωναθαν σιμωνα τον αδελφον αυτου εν τη πολει και εξηλθεν εις την χωραν και ηλθεν εν αριθμω65 Jônatas, deixando na cidade seu irmão Simão, ganhou o campo com um pequeno número de homens.
66 και επαταξεν οδομηρα και τους αδελφους αυτου και τους υιους φασιρων εν τω σκηνωματι αυτων και ηρξαντο τυπτειν και ανεβαινον εν ταις δυναμεσιν66 Matou Odomera e seus irmãos na sua própria tenda, bem como os filhos de Fasiron, e começou a dar combates e aumentar em número.
67 και σιμων και οι μετ' αυτου εξηλθον εκ της πολεως και ενεπυρισαν τας μηχανας67 Do outro lado, Si
68 και επολεμησαν προς τον βακχιδην και συνετριβη υπ' αυτων και εθλιβον αυτον σφοδρα οτι ην η βουλη αυτου και η εφοδος αυτου κενη68 Travaram combate com Báquides que foi derrotado por eles e ficou muito entristecido pela presunção e insucesso de sua tentativa.
69 και ωργισθη εν θυμω τοις ανδρασιν τοις ανομοις τοις συμβουλευσασιν αυτω ελθειν εις την χωραν και απεκτεινεν εξ αυτων πολλους και εβουλευσατο του απελθειν εις την γην αυτου69 Por isso mostrou-se irritadíssimo contra os maus judeus que o haviam aconselhado a vir à sua terra; mandou matar a muitos e decidiu voltar a seu país.
70 και επεγνω ιωναθαν και απεστειλεν προς αυτον πρεσβεις του συνθεσθαι προς αυτον ειρηνην και αποδουναι αυτοις την αιχμαλωσιαν70 Sabendo disso, enviou-lhe Jônatas mensageiros para propor-lhe a paz e a devolução dos prisioneiros.
71 και επεδεξατο και εποιησεν κατα τους λογους αυτου και ωμοσεν αυτω μη εκζητησαι αυτω κακον πασας τας ημερας της ζωης αυτου71 Ele os recebeu, aceitou a proposta e jurou nunca mais tentar nada de mal contra eles, por todos os dias de sua vida.
72 και απεδωκεν αυτω την αιχμαλωσιαν ην ηχμαλωτευσεν το προτερον εκ γης ιουδα και αποστρεψας απηλθεν εις την γην αυτου και ου προσεθετο ετι ελθειν εις τα ορια αυτων72 Restituiu os prisioneiros que havia feito anteriormente na Judéia e voltou a seu país, para nunca mais tentar reaparecer junto aos judeus.
73 και κατεπαυσεν ρομφαια εξ ισραηλ και ωκησεν ιωναθαν εν μαχμας και ηρξατο ιωναθαν κρινειν τον λαον και ηφανισεν τους ασεβεις εξ ισραηλ73 A espada repousou em Israel e Jônatas fixou residência em Macmas; ali começou a julgar o povo e exterminou os ímpios de Israel.