Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 9


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 και ηκουσεν δημητριος οτι επεσεν νικανωρ και η δυναμις αυτου εν πολεμω και προσεθετο τον βακχιδην και τον αλκιμον εκ δευτερου αποστειλαι εις γην ιουδα και το δεξιον κερας μετ' αυτων1 Quando Demetrio seppe che era morto Nicànore ed era stato distrutto il suo esercito in combattimento, decise di mandare di nuovo Bàcchide e Àlcimo in Giudea e l’ala destra dell’esercito con loro.
2 και επορευθησαν οδον την εις γαλγαλα και παρενεβαλον επι μαισαλωθ την εν αρβηλοις και προκατελαβοντο αυτην και απωλεσαν ψυχας ανθρωπων πολλας2 Seguirono la via di Gàlgala e si accamparono sopra Mesalòt in Arbela; la occuparono e vi fecero morire molti uomini.
3 και του μηνος του πρωτου ετους του δευτερου και πεντηκοστου και εκατοστου παρενεβαλον επι ιερουσαλημ3 Nel primo mese dell’anno centocinquantadue posero il campo contro Gerusalemme.
4 και απηραν και επορευθησαν εις βερεαν εν εικοσι χιλιασιν ανδρων και δισχιλια ιππω4 Poi lo tolsero e si portarono a Berea con ventimila fanti e duemila cavalieri.
5 και ιουδας ην παρεμβεβληκως εν ελασα και τρισχιλιοι ανδρες μετ' αυτου εκλεκτοι5 Giuda era accampato a Elasà con tremila uomini scelti.
6 και ειδον το πληθος των δυναμεων οτι πολλοι εισιν και εφοβηθησαν σφοδρα και εξερρυησαν πολλοι απο της παρεμβολης ου κατελειφθησαν εξ αυτων αλλ' η οκτακοσιοι ανδρες6 Quando videro la massa di un esercito così numeroso, ne rimasero sgomenti e molti si dileguarono dal campo e non restarono che ottocento uomini.
7 και ειδεν ιουδας οτι απερρυη η παρεμβολη αυτου και ο πολεμος εθλιβεν αυτον και συνετριβη τη καρδια οτι ουκ ειχεν καιρον συναγαγειν αυτους7 Giuda vide che il suo esercito si disgregava mentre la battaglia incalzava; si sentì venire meno il cuore, perché non aveva possibilità di radunare i suoi,
8 και εξελυθη και ειπεν τοις καταλειφθεισιν αναστωμεν και αναβωμεν επι τους υπεναντιους ημων εαν αρα δυνωμεθα πολεμησαι προς αυτους8 e tutto affranto disse ai superstiti: «Alziamoci e andiamo contro i nostri avversari, nella speranza di poterli debellare».
9 και απεστρεφον αυτον λεγοντες ου μη δυνωμεθα αλλ' η σωζωμεν τας εαυτων ψυχας το νυν επιστρεψωμεν και οι αδελφοι ημων και πολεμησωμεν προς αυτους ημεις δε ολιγοι9 Ma lo dissuadevano dicendo: «Per il momento non riusciremo a fare altro che metterci in salvo, ma torneremo poi con i nostri fratelli e combatteremo contro di loro; da soli siamo troppo pochi».
10 και ειπεν ιουδας μη γενοιτο ποιησαι το πραγμα τουτο φυγειν απ' αυτων και ει ηγγικεν ο καιρος ημων και αποθανωμεν εν ανδρεια χαριν των αδελφων ημων και μη καταλιπωμεν αιτιαν τη δοξη ημων10 Giuda disse: «Non faremo mai una cosa simile: fuggire da loro! Se è giunta la nostra ora, moriamo da eroi per i nostri fratelli e non lasciamo ombra alla nostra gloria».
11 και απηρεν η δυναμις απο της παρεμβολης και εστησαν εις συναντησιν αυτοις και εμερισθη η ιππος εις δυο μερη και οι σφενδονηται και οι τοξοται προεπορευοντο της δυναμεως και οι πρωταγωνισται παντες οι δυνατοι βακχιδης δε ην εν τω δεξιω κερατι11 L’esercito nemico uscì dal campo, schierandosi contro i Giudei: la cavalleria si divise in due ali e i frombolieri e gli arcieri precedevano lo schieramento; i più validi erano tutti in prima fila e Bàcchide stava all’ala destra.
12 και ηγγισεν η φαλαγξ εκ των δυο μερων και εφωνουν ταις σαλπιγξιν και εσαλπισαν οι παρα ιουδου και αυτοι ταις σαλπιγξιν12 La falange si mosse avanzando ai due lati, al suono delle trombe; anche dalla parte di Giuda si diede fiato alle trombe.
13 και εσαλευθη η γη απο της φωνης των παρεμβολων και εγενετο ο πολεμος συνημμενος απο πρωιθεν εως εσπερας13 La terra fu scossa dal fragore degli eserciti. Si scatenò la battaglia che durò dal mattino fino a sera.
14 και ειδεν ιουδας οτι βακχιδης και το στερεωμα της παρεμβολης εν τοις δεξιοις και συνηλθον αυτω παντες οι ευψυχοι τη καρδια14 Giuda notò che Bàcchide e la parte più forte dell’esercito erano a destra: allora si unirono a lui tutti i più coraggiosi
15 και συνετριβη το δεξιον μερος απ' αυτων και εδιωκεν οπισω αυτων εως αζωτου ορους15 e fu travolta l’ala destra dal loro urto ed egli la inseguì fino al monte di Azoto.
16 και οι εις το αριστερον κερας ειδον οτι συνετριβη το δεξιον κερας και επεστρεψαν κατα ποδας ιουδου και των μετ' αυτου εκ των οπισθεν16 Ma quelli dell’ala sinistra, vedendo che era stata sconfitta l’ala destra, si volsero sugli stessi passi di Giuda e dei suoi uomini assalendoli alle spalle.
17 και εβαρυνθη ο πολεμος και επεσον τραυματιαι πολλοι εκ τουτων και εκ τουτων17 Così si accese la battaglia e caddero molti feriti a morte, da una parte e dall’altra;
18 και ιουδας επεσεν και οι λοιποι εφυγον18 cadde anche Giuda e gli altri fuggirono.
19 και ηρεν ιωναθαν και σιμων ιουδαν τον αδελφον αυτων και εθαψαν αυτον εν τω ταφω των πατερων αυτου εν μωδειν19 Giònata e Simone raccolsero Giuda, loro fratello, e lo seppellirono nel sepolcro dei suoi padri, a Modin.
20 και εκλαυσαν αυτον και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν και επενθουν ημερας πολλας και ειπον20 Tutto Israele lo pianse: furono in gran lutto e fecero lamenti per molti giorni, esclamando:
21 πως επεσεν δυνατος σωζων τον ισραηλ21 «Come è potuto cadere l’eroe che salvava Israele?».
22 και τα περισσα των λογων ιουδου και των πολεμων και των ανδραγαθιων ων εποιησεν και της μεγαλωσυνης αυτου ου κατεγραφη πολλα γαρ ην σφοδρα22 Il resto delle imprese di Giuda e delle battaglie, degli eroismi di cui diede prova e dei suoi titoli di gloria non è stato scritto, perché troppo grande era il loro numero.
23 και εγενετο μετα την τελευτην ιουδου εξεκυψαν οι ανομοι εν πασιν τοις οριοις ισραηλ και ανετειλαν παντες οι εργαζομενοι την αδικιαν23 Dopo la morte di Giuda riapparvero gli iniqui in tutto il territorio d’Israele e risorsero tutti gli operatori d’ingiustizia.
24 εν ταις ημεραις εκειναις εγενηθη λιμος μεγας σφοδρα και αυτομολησεν η χωρα μετ' αυτων24 In quei giorni sopravvenne una terribile carestia e gli stessi abitanti della regione passarono dalla loro parte.
25 και εξελεξεν βακχιδης τους ασεβεις ανδρας και κατεστησεν αυτους κυριους της χωρας25 Bàcchide scelse uomini rinnegati e li fece padroni della regione.
26 και εξεζητουν και ηρευνων τους φιλους ιουδου και ηγον αυτους προς βακχιδην και εξεδικα αυτους και ενεπαιζεν αυτοις26 Si diedero a ricercare e braccare gli amici di Giuda e li conducevano da Bàcchide, che si vendicava di loro e li scherniva.
27 και εγενετο θλιψις μεγαλη εν τω ισραηλ ητις ουκ εγενετο αφ' ης ημερας ουκ ωφθη προφητης αυτοις27 Ci fu grande tribolazione in Israele, come non si verificava dal giorno in cui non era più apparso un profeta in mezzo a loro.
28 και ηθροισθησαν παντες οι φιλοι ιουδου και ειπον τω ιωναθαν28 Allora tutti gli amici di Giuda si radunarono e dissero a Giònata:
29 αφ' ου ο αδελφος σου ιουδας τετελευτηκεν και ανηρ ομοιος αυτω ουκ εστιν εξελθειν και εισελθειν προς τους εχθρους και βακχιδην και εν τοις εχθραινουσιν του εθνους ημων29 «Da quando è morto tuo fratello Giuda, non c’è uomo simile a lui per condurre l’azione contro i nemici e Bàcchide, e contro gli avversari della nostra nazione.
30 νυν ουν σε ηρετισαμεθα σημερον του ειναι αντ' αυτου ημιν εις αρχοντα και ηγουμενον του πολεμησαι τον πολεμον ημων30 Ora noi oggi eleggiamo te nostro capo e condottiero al suo posto, per combattere le nostre battaglie».
31 και επεδεξατο ιωναθαν εν τω καιρω εκεινω την ηγησιν και ανεστη αντι ιουδου του αδελφου αυτου31 Giònata assunse il comando in quella occasione e prese il posto di Giuda, suo fratello.
32 και εγνω βακχιδης και εζητει αυτον αποκτειναι32 Bàcchide, avutane notizia, cercava di ucciderlo.
33 και εγνω ιωναθαν και σιμων ο αδελφος αυτου και παντες οι μετ' αυτου και εφυγον εις την ερημον θεκωε και παρενεβαλον επι το υδωρ λακκου ασφαρ33 Ma Giònata e Simone, suo fratello, con tutti i loro seguaci, lo seppero e fuggirono nel deserto di Tekòa e si accamparono presso la cisterna di Asfar.
34 και εγνω βακχιδης τη ημερα των σαββατων και ηλθεν αυτος και παν το στρατευμα αυτου περαν του ιορδανου34 Bàcchide però lo venne a sapere in giorno di sabato e si portò anche lui con tutto il suo esercito al di là del Giordano.
35 και απεστειλεν τον αδελφον αυτου ηγουμενον του οχλου και παρεκαλεσεν τους ναβαταιους φιλους αυτου του παραθεσθαι αυτοις την αποσκευην αυτων την πολλην35 Giònata inviò suo fratello, capo della turba, a chiedere ai Nabatei, suoi amici, di poter deporre presso di loro i propri equipaggiamenti, che erano abbondanti.
36 και εξηλθον οι υιοι ιαμβρι οι εκ μηδαβα και συνελαβον ιωαννην και παντα οσα ειχεν και απηλθον εχοντες36 Ma i figli di Iambrì, che abitavano a Màdaba, fecero una razzia e catturarono Giovanni con tutte le cose che aveva e portarono via tutto.
37 μετα τους λογους τουτους απηγγειλαν ιωναθαν και σιμωνι τω αδελφω αυτου οτι υιοι ιαμβρι ποιουσιν γαμον μεγαν και αγουσιν την νυμφην απο ναδαβαθ θυγατερα ενος των μεγαλων μεγιστανων χανααν μετα παραπομπης μεγαλης37 Dopo questo fatto riferirono a Giònata e a Simone, suo fratello: «I figli di Iambrì celebrano una grande festa di nozze e da Nadabàt conducono la sposa, figlia di uno dei grandi magnati di Canaan, con corteo solenne».
38 και εμνησθησαν του αιματος ιωαννου του αδελφου αυτων και ανεβησαν και εκρυβησαν υπο την σκεπην του ορους38 Si ricordarono allora del sangue del loro fratello Giovanni, perciò si mossero e si appostarono in un antro del monte.
39 και ηραν τους οφθαλμους αυτων και ειδον και ιδου θρους και αποσκευη πολλη και ο νυμφιος εξηλθεν και οι φιλοι αυτου και οι αδελφοι αυτου εις συναντησιν αυτων μετα τυμπανων και μουσικων και οπλων πολλων39 Ed ecco, alzando gli occhi, videro un corteo numeroso e festante e lo sposo con gli amici e i fratelli, che avanzava incontro al corteo, con tamburelli e strumenti musicali e grande apparato.
40 και εξανεστησαν επ' αυτους απο του ενεδρου και απεκτειναν αυτους και επεσον τραυματιαι πολλοι και οι επιλοιποι εφυγον εις το ορος και ελαβον παντα τα σκυλα αυτων40 Balzando sopra di loro dall’appostamento in cui si trovavano, li trucidarono; molti caddero colpiti a morte mentre gli altri ripararono sul monte, ed essi presero le loro spoglie.
41 και μετεστραφη ο γαμος εις πενθος και φωνη μουσικων αυτων εις θρηνον41 Le nozze furono mutate in lutto e i suoni delle loro musiche in lamento.
42 και εξεδικησαν την εκδικησιν αιματος αδελφου αυτων και απεστρεψαν εις το ελος του ιορδανου42 Così vendicarono il sangue del loro fratello e ritornarono nelle paludi del Giordano.
43 και ηκουσεν βακχιδης και ηλθεν τη ημερα των σαββατων εως των κρηπιδων του ιορδανου εν δυναμει πολλη43 Bàcchide ne ebbe notizia e venne in giorno di sabato fin sulle sponde del Giordano con un numeroso esercito.
44 και ειπεν ιωναθαν τοις παρ' αυτου αναστωμεν δη και πολεμησωμεν περι των ψυχων ημων ου γαρ εστιν σημερον ως εχθες και τριτην ημεραν44 Giònata disse ai suoi: «Alziamoci e combattiamo per la nostra vita, perché oggi non è come ieri e l’altro ieri.
45 ιδου γαρ ο πολεμος εξ εναντιας και εξοπισθεν ημων το δε υδωρ του ιορδανου ενθεν και ενθεν και ελος και δρυμος ουκ εστιν τοπος του εκκλιναι45 Ecco, abbiamo i nemici di fronte a noi e alle spalle, dall’uno e dall’altro lato abbiamo l’acqua del Giordano, la palude e la boscaglia: non c’è possibilità di scampo.
46 νυν ουν κεκραξατε εις τον ουρανον οπως διασωθητε εκ χειρος των εχθρων ημων46 Alzate perciò ora le vostre grida al Cielo, perché possiate salvarvi dalla mano dei vostri nemici».
47 και συνηψεν ο πολεμος και εξετεινεν ιωναθαν την χειρα αυτου παταξαι τον βακχιδην και εξεκλινεν απ' αυτου εις τα οπισω47 E si attaccò battaglia. Giònata stese la mano per colpire Bàcchide, ma questi lo scansò e si tirò indietro.
48 και ενεπηδησεν ιωναθαν και οι μετ' αυτου εις τον ιορδανην και διεκολυμβησαν εις το περαν και ου διεβησαν επ' αυτους τον ιορδανην48 Allora Giònata e i suoi uomini si gettarono nel Giordano e raggiunsero a nuoto l’altra sponda; ma gli altri non passarono il Giordano per inseguirli.
49 επεσον δε παρα βακχιδου τη ημερα εκεινη εις χιλιους ανδρας49 Dalla parte di Bàcchide caddero in quella giornata circa mille uomini.
50 και επεστρεψεν εις ιερουσαλημ και ωκοδομησαν πολεις οχυρας εν τη ιουδαια το οχυρωμα το εν ιεριχω και την αμμαους και την βαιθωρων και την βαιθηλ και την θαμναθα φαραθων και την τεφων εν τειχεσιν υψηλοις και πυλαις και μοχλοις50 Bàcchide poi tornò a Gerusalemme ed edificò fortezze in tutta la Giudea: le fortezze di Gerico, Èmmaus, Bet-Oron, Betel, Tamnata, Piratòn e Tefon, con mura alte, porte e sbarre, e
51 και εθετο φρουραν εν αυτοις του εχθραινειν τω ισραηλ51 vi pose un presidio per molestare Israele.
52 και ωχυρωσεν την πολιν την βαιθσουραν και γαζαρα και την ακραν και εθετο εν αυταις δυναμεις και παραθεσεις βρωματων52 Fortificò anche la città di Bet-Sur, Ghezer e la Cittadella e vi stabilì milizie e vettovaglie.
53 και ελαβεν τους υιους των ηγουμενων της χωρας ομηρα και εθετο αυτους εν τη ακρα εν ιερουσαλημ εν φυλακη53 Prese come ostaggi i figli dei capi della regione e li pose come prigionieri nella Cittadella a Gerusalemme.
54 και εν ετει τριτω και πεντηκοστω και εκατοστω τω μηνι τω δευτερω επεταξεν αλκιμος καθαιρειν το τειχος της αυλης των αγιων της εσωτερας και καθειλεν τα εργα των προφητων και ενηρξατο του καθαιρειν54 Nell’anno centocinquantatré, nel secondo mese, Àlcimo ordinò di demolire il muro del cortile interno del santuario; distrusse così l’opera dei profeti. Si incominciò dunque a demolire.
55 εν τω καιρω εκεινω επληγη αλκιμος και ενεποδισθη τα εργα αυτου και απεφραγη το στομα αυτου και παρελυθη και ουκ ηδυνατο ετι λαλησαι λογον και εντειλασθαι περι του οικου αυτου55 Ma in quel tempo Àlcimo ebbe un grave malore e la sua opera fu interrotta. La sua bocca rimase impedita e paralizzata, e non poteva più parlare né dare disposizioni per la sua casa.
56 και απεθανεν αλκιμος εν τω καιρω εκεινω μετα βασανου μεγαλης56 Àlcimo morì in quel tempo con grande tormento.
57 και ειδεν βακχιδης οτι απεθανεν αλκιμος και επεστρεψεν προς τον βασιλεα και ησυχασεν η γη ιουδα ετη δυο57 Bàcchide, vedendo che Àlcimo era morto, se ne tornò presso il re, e la Giudea rimase tranquilla per due anni.
58 και εβουλευσαντο παντες οι ανομοι λεγοντες ιδου ιωναθαν και οι παρ' αυτου εν ησυχια κατοικουσιν πεποιθοτες νυν ουν αναξομεν τον βακχιδην και συλλημψεται αυτους παντας εν νυκτι μια58 Tutti gli iniqui tennero questo consiglio: «Ecco, Giònata e i suoi vivono tranquilli e sicuri. Noi dunque faremo venire Bàcchide, che li catturerà tutti in una sola notte».
59 και πορευθεντες συνεβουλευσαντο αυτω59 Andarono e tennero consiglio da lui.
60 και απηρεν του ελθειν μετα δυναμεως πολλης και απεστειλεν λαθρα επιστολας πασιν τοις συμμαχοις αυτου τοις εν τη ιουδαια οπως συλλαβωσιν τον ιωναθαν και τους μετ' αυτου και ουκ ηδυναντο οτι εγνωσθη η βουλη αυτων60 Egli si mosse per venire con un esercito numeroso e mandò di nascosto lettere a tutti i suoi fautori nella Giudea, perché s’impadronissero di Giònata e dei suoi. Ma non vi riuscirono, perché era stata svelata la loro trama.
61 και συνελαβον απο των ανδρων της χωρας των αρχηγων της κακιας εις πεντηκοντα ανδρας και απεκτειναν αυτους61 Anzi, questi presero una cinquantina di uomini, tra i promotori di tale scelleratezza nel paese, e li misero a morte.
62 και εξεχωρησεν ιωναθαν και σιμων και οι μετ' αυτου εις βαιθβασι την εν τη ερημω και ωκοδομησεν τα καθηρημενα αυτης και εστερεωσαν αυτην62 Poi Giònata e Simone con i loro uomini si ritirarono a Bet-Basì nel deserto, ricostruirono le sue rovine e la fortificarono.
63 και εγνω βακχιδης και συνηγαγεν παν το πληθος αυτου και τοις εκ της ιουδαιας παρηγγειλεν63 Lo seppe Bàcchide; radunò la sua gente e avvisò quelli della Giudea.
64 και ελθων παρενεβαλεν επι βαιθβασι και επολεμησεν αυτην ημερας πολλας και εποιησεν μηχανας64 Quindi andò ad accamparsi presso Bet-Basì e l’attaccò per molti giorni allestendo anche macchine.
65 και απελιπεν ιωναθαν σιμωνα τον αδελφον αυτου εν τη πολει και εξηλθεν εις την χωραν και ηλθεν εν αριθμω65 Giònata lasciò Simone, suo fratello, nella città e uscì nella regione, percorrendola con un drappello di armati.
66 και επαταξεν οδομηρα και τους αδελφους αυτου και τους υιους φασιρων εν τω σκηνωματι αυτων και ηρξαντο τυπτειν και ανεβαινον εν ταις δυναμεσιν66 Batté Odomerà con i suoi fratelli e i figli di Fasiròn nel loro attendamento. Cominciarono così a battersi e aumentarono di forze.
67 και σιμων και οι μετ' αυτου εξηλθον εκ της πολεως και ενεπυρισαν τας μηχανας67 Simone, a sua volta, e i suoi fecero una sortita dalla città e incendiarono le macchine.
68 και επολεμησαν προς τον βακχιδην και συνετριβη υπ' αυτων και εθλιβον αυτον σφοδρα οτι ην η βουλη αυτου και η εφοδος αυτου κενη68 Poi attaccarono Bàcchide, che fu da loro sconfitto, e lo posero in grande angustia, perché il suo piano e la sua impresa erano andati a vuoto.
69 και ωργισθη εν θυμω τοις ανδρασιν τοις ανομοις τοις συμβουλευσασιν αυτω ελθειν εις την χωραν και απεκτεινεν εξ αυτων πολλους και εβουλευσατο του απελθειν εις την γην αυτου69 Si rivolse con rabbia contro quegli iniqui, che l’avevano consigliato di venire in quella regione, e ne mandò a morte molti; poi decise di ritornare nella sua terra.
70 και επεγνω ιωναθαν και απεστειλεν προς αυτον πρεσβεις του συνθεσθαι προς αυτον ειρηνην και αποδουναι αυτοις την αιχμαλωσιαν70 Giònata lo seppe e gli mandò messaggeri per concludere la pace e scambiare i prigionieri.
71 και επεδεξατο και εποιησεν κατα τους λογους αυτου και ωμοσεν αυτω μη εκζητησαι αυτω κακον πασας τας ημερας της ζωης αυτου71 Quegli accettò e fece secondo le sue proposte, giurandogli che non gli avrebbe recato alcun male per il resto dei suoi giorni;
72 και απεδωκεν αυτω την αιχμαλωσιαν ην ηχμαλωτευσεν το προτερον εκ γης ιουδα και αποστρεψας απηλθεν εις την γην αυτου και ου προσεθετο ετι ελθειν εις τα ορια αυτων72 gli restituì i prigionieri che prima aveva catturato nella Giudea e, messosi sulla via del ritorno, se ne andò nella sua terra e non volle più tornare nel loro territorio.
73 και κατεπαυσεν ρομφαια εξ ισραηλ και ωκησεν ιωναθαν εν μαχμας και ηρξατο ιωναθαν κρινειν τον λαον και ηφανισεν τους ασεβεις εξ ισραηλ73 Così si riposò la spada in Israele. Giònata si stabilì a Micmas. Incominciò a governare il popolo e fece sparire i rinnegati da Israele.