Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 25


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Samuel mourut. Tout Israël s'assembla et fit son deuil; on l'ensevelit chez lui à Rama. Davidpartit et descendit au désert de Maôn.1 Απεθανε δε ο Σαμουηλ? και συνηχθησαν πας ο Ισραηλ και εκλαυσαν αυτον, και ενεταφιασαν αυτον εν τω οικω αυτου εν Ραμα. Και εσηκωθη ο Δαβιδ και κατεβη εις την ερημον Φαραν.
2 Il y avait à Maôn un homme, qui avait ses affaires à Karmel; c'était un homme très riche, il avaitmille moutons et mille chèvres, et il était alors à Karmel pour la tonte de son troupeau.2 Ητο δε ανθρωπος τις εν Μαων, του οποιου τα κτηματα ησαν εν τω Καρμηλω, και ο ανθρωπος ητο μεγας σφοδρα και ειχε τρισχιλια προβατα και χιλιας αιγας? και εκουρευε τα προβατα αυτου εν τω Καρμηλω.
3 L'homme se nommait Nabal et sa femme, Abigayil; mais alors que la femme était pleine de bonsens et belle à voir, l'homme était brutal et malfaisant; il était Calébite.3 Το δε ονομα του ανθρωπου ητο Ναβαλ? και το ονομα της γυναικος αυτου Αβιγαια? και η μεν γυνη ητο καλη εις την συνεσιν και ωραια την οψιν? ο ανθρωπος ομως σκληρος, και κακος εις τας πραξεις αυτου? ητο δε εκ της γενεας του Χαλεβ.
4 David, ayant appris au désert que Nabal tondait son troupeau,4 Και ηκουσεν ο Δαβιδ εν τη ερημω, οτι ο Ναβαλ εκουρευε τα προβατα αυτου.
5 envoya dix garçons auxquels il dit: "Montez à Karmel, rendez-vous chez Nabal et saluez-le dema part.5 Και απεστειλεν ο Δαβιδ δεκα νεους, και ειπεν ο Δαβιδ προς τους νεους, Αναβητε εις τον Καρμηλον και υπαγετε προς τον Ναβαλ και χαιρετησατε αυτον εξ ονοματος μου.
6 Vous parlerez ainsi à mon frère: Salut à toi, salut à ta maison, salut à tout ce qui t'appartient!6 και θελετε ειπει, Να ησαι πολυχρονιος? ειρηνη και εις σε, ειρηνη και εις τον οικον σου, ειρηνη και εις παντα οσα εχεις?
7 Maintenant, j'apprends que tu as les tondeurs. Or tes bergers ont été avec nous, nous ne les avonspas molestés et rien de ce qui leur appartenait n'a disparu, tout le temps qu'ils furent à Karmel.7 και τωρα ηκουσα οτι εχεις κουρευτας? ιδου, τους ποιμενας σου, οιτινες ησαν μεθ' ημων, δεν εβλαψαμεν αυτους, ουδε εχαθη τι εις αυτους, καθ' ολον τον καιρον καθ' ον ησαν εν τω Καρμηλω?
8 Interroge tes serviteurs et ils te renseigneront. Puissent les garçons trouver bon accueil auprès detoi, car nous sommes venus un jour de fête. Donne, je te prie, ce que tu as sous la main à tes serviteurs et à tonfils David."8 ερωτησον τους νεους σου, και θελουσι σοι ειπει? ας ευρωσι λοιπον οι νεοι ουτοι χαριν εις τους οφθαλμους σου? διοτι εις ημεραν καλην ηλθομεν? δος, παρακαλουμεν, ο, τι ελθη εις την χειρα σου προς τους δουλους σου και προς τον υιον σου τον Δαβιδ.
9 Les garçons de David, étant arrivés, redirent toutes ces paroles à Nabal de la part de David etattendirent.9 Και ελθοντες οι νεοι του Δαβιδ ελαλησαν προς τον Ναβαλ κατα παντας τους λογους τουτους εν ονοματι του Δαβιδ, και επαυσαν.
10 Mais Nabal, s'adressant aux serviteurs de David, leur dit: "Qui est David, qui est le fils deJessé? Il y a aujourd'hui trop de serviteurs qui se sauvent de chez leurs maîtres.10 Αλλ' ο Ναβαλ απεκριθη προς τους δουλους του Δαβιδ και ειπε, Τις ειναι ο Δαβιδ; και τις ο υιος του Ιεσσαι; πολλοι ειναι την σημερον οι δουλοι, οιτινες αποσκιρτωσιν εκαστος απο του κυριου αυτου?
11 Je vais peut-être prendre mon pain, mon vin, ma viande que j'ai abattue pour mes tondeurs et enfaire cadeau à des gens qui viennent je ne sais d'où!"11 θελω λαβει λοιπον τον αρτον μου και το υδωρ μου και το σφακτον μου, το οποιον εσφαξα δια τους κουρευτας μου, και δωσει εις ανθρωπους τους οποιους δεν γνωριζω ποθεν ειναι;
12 Les garçons de David rebroussèrent chemin et s'en retournèrent. A leur arrivée, ils répétèrenttoutes ces paroles à David.12 Και εστραφησαν οι νεοι του Δαβιδ εις την οδον αυτων και ανεχωρησαν και ελθοντες απηγγειλαν προς αυτον παντας τους λογους τουτους.
13 Alors David dit à ses hommes: "Que chacun ceigne son épée!" Ils ceignirent chacun son épée,David aussi ceignit la sienne, et 400 hommes environ partirent à la suite de David, tandis que 200 restaient prèsdes bagages.13 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας αυτου, Ζωσθητε εκαστος την ρομφαιαν αυτου. Και εζωσθησαν εκαστος την ρομφαιαν αυτου? και ο Δαβιδ ομοιως εζωσθη την ρομφαιαν αυτου? και ανεβησαν κατοπιν του Δαβιδ εως τετρακοσιοι ανδρες? διακοσιοι δε εμειναν πλησιον της αποσκευης.
14 Or Abigayil, la femme de Nabal, avait été avertie par l'un des serviteurs, qui lui dit: "David aenvoyé, du désert, des messagers pour saluer notre maître, mais celui-ci s'est jeté sur eux.14 Εις δε εκ των νεων απηγγειλε προς την Αβιγαιαν, την γυναικα του Ναβαλ, λεγων, Ιδου, ο Δαβιδ απεστειλε μηνυτας εκ της ερημου δια να χαιρετηση τον κυριον ημων, και εκεινος απεδιωξεν αυτους?
15 Pourtant ces gens ont été très bons pour nous, ils ne nous ont pas molestés et nous n'avons rienperdu, tout le temps que nous avons circulé près d'eux, quand nous étions dans la campagne.15 οι ανδρες ομως εσταθησαν πολυ καλοι προς ημας και δεν εβλαφθημεν ουδε εχασαμεν ουδεν, οσον καιρον συνανεστραφημεν μετ' αυτων, οτε ημεθα εν τοις αγροις?
16 Nuit et jour, ils ont été comme un rempart autour de nous, tout le temps que nous fûmes aveceux à paître le troupeau.16 ησαν ως τειχος περιξ ημων και νυκτα και ημεραν, καθ' ολον τον καιρον καθ' ον ημεθα μετ' αυτων βοσκοντες τα προβατα?
17 Reconnais maintenant et vois ce que tu dois faire, car la perte de notre maître et de toute samaison est une affaire réglée, et c'est un vaurien à qui on ne peut rien dire."17 τωρα λοιπον, γνωρισον και ιδε τι θελεις καμει συ? διοτι κακον απεφασισθη κατα του κυριου ημων, και κατα παντος του οικου αυτου? επειδη ειναι ανθρωπος δυστροπος, ωστε ουδεις δυναται να ομιληση προς αυτον.
18 Vite Abigayil prit 200 pains, deux outres de vin, cinq moutons apprêtés, cinq boisseaux de grainrôti, cent grappes de raisin sec, 200 gâteaux de figues, qu'elle chargea sur des ânes.18 Τοτε εσπευσεν η Αβιγαια, και ελαβε διακοσιους αρτους, και δυο αγγεια οινου, και πεντε προβατα ητοιμασμενα, και πεντε μετρα σιτου πεφρυγανισμενου, και εκατον δεσμας σταφιδος, και διακοσιας πηττας συκων, και εθεσεν αυτα επι ονων.
19 Elle dit à ses serviteurs: "Passez devant, et moi je vous suis", mais elle ne prévint pas Nabal, sonmari.19 Και ειπε προς τους νεους αυτης, Προπορευεσθε εμπροσθεν μου? ιδου, εγω ερχομαι κατοπιν σας? προς τον Ναβαλ ομως τον ανδρα αυτης δεν εφανερωσε τουτο.
20 Tandis que, montée sur un âne, elle descendait derrière un repli de la montagne, David et seshommes descendaient vis-à-vis d'elle et elle les rencontra.20 Και καθως αυτη, καθημενη επι του ονου, κατεβαινεν υπο την σκεπην του ορους, ιδου, ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου κατεβαινον προς αυτην? και συνηντησεν αυτους.
21 Or David s'était dit: "C'est donc en vain que j'ai protégé dans le désert tout ce qui était à cebonhomme et que rien de ce qui lui appartenait n'a disparu! Il me rend le mal pour le bien!21 ειχε δε ειπει ο Δαβιδ, Ματαιως τωοντι εφυλαξα παντα οσα ειχεν ουτος εν τη ερημω, και δεν εχαθη ουδεν εκ παντων των κτηματων αυτου? και ανταπεδωκεν εις εμε κακον αντι καλου?
22 Que Dieu fasse à David ce mal et qu'il ajoute cet autre si, d'ici à demain matin, je laisse de tousles siens subsister un seul mâle."22 ουτω να καμη ο Θεος εις τους εχθρους του Δαβιδ και ουτω να προσθεση, εαν εως το πρωι αφησω εκ παντων των πραγματων αυτου ουρουντα εις τοιχον.
23 Dès qu'Abigayil aperçut David, elle se hâta de descendre de l'âne et, tombant sur la face devantDavid, elle se prosterna jusqu'à terre.23 Και καθως ειδεν η Αβιγαια τον Δαβιδ, εσπευσε και κατεβη απο του ονου και επεσεν ενωπιον του Δαβιδ κατα προσωπον και προσεκυνησεν εως εδαφους.
24 Se jetant à ses pieds, elle dit: "Que la faute soit sur moi, Monseigneur! Puisse ta servante parlerà tes oreilles et daigne écouter les paroles de ta servante!24 Και προσεπεσεν εις τους ποδας αυτου και ειπεν, Επ' εμε, επ' εμε, κυριε μου, ας ηναι αυτη η αδικια? και ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου εις τα ωτα σου, και ακουσον τους λογους της δουλης σου.
25 Que Monseigneur ne fasse pas attention à ce vaurien, à ce Nabal, car il porte bien son nom: ils'appelle La Brute et vraiment il est abruti. Mais moi, ta servante, je n'avais pas vu les garçons que Monseigneuravait envoyés.25 Ας μη δωση ο κυριος μου, παρακαλω, ουδεμιαν προσοχην εις τουτον τον δυστροπον ανθρωπον, τον Ναβαλ? διοτι κατα το ονομα αυτου, τοιουτος ειναι? Ναβαλ το ονομα αυτου, και αφροσυνη μετ' αυτου? εγω δε η δουλη σου δεν ειδον τους νεους του κυριου μου, τους οποιους απεστειλας.
26 Maintenant, Monseigneur, par la vie de Yahvé et ta propre vie, par Yahvé qui t'a empêché d'envenir au sang et de te faire justice de ta propre main, que deviennent comme Nabal tes ennemis et ceux quicherchent du mal à Monseigneur!26 Τωρα λοιπον, κυριε μου, ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, ο Κυριος βεβαιως σε εκρατησεν απο του να εμβης εις αιμα και να εκδικηθης δια της χειρος σου? τωρα δε οι εχθροι σου και οι ζητουντες κακον εις τον κυριον μου, ας ηναι ως ο Ναβαλ.
27 Quant à ce présent que ta servante apporte à Monseigneur, qu'il soit remis aux garçons quimarchent sur les pas de Monseigneur.27 Και τωρα αυτη η προσφορα, την οποιαν η δουλη σου εφερε προς τον κυριον μου, ας δοθη εις τους νεους τους ακολουθουντας τον κυριον μου.
28 Pardonne, je t'en prie, l'offense de ta servante! Aussi bien, Yahvé assurera à Monseigneur unemaison durable, car Monseigneur combat les guerres de Yahvé et, au long de ta vie, on ne trouve pas de mal entoi.28 Συγχωρησον, παρακαλω, το αμαρτημα της δουλης σου? διοτι ο Κυριος θελει βεβαιως καμει εις τον κυριον μου οικον ασφαλη, επειδη μαχεται ο κυριος μου τας μαχας του Κυριου, και κακια δεν ευρεθη εν σοι πωποτε.
29 Et si un homme se lève pour te poursuivre et attenter à ta vie, l'âme de Monseigneur seraensachée dans le sachet de vie auprès de Yahvé ton Dieu, tandis que l'âme de tes ennemis, il la lancera au creuxde la fronde.29 Αν και εσηκωθη ανθρωπος καταδιωκων σε και ζητων την ψυχην σου, η ψυχη ομως του κυριου μου θελει εισθαι δεδεμενη εις τον δεσμον της ζωης πλησιον Κυριου του Θεου σου? τας δε ψυχας των εχθρων σου, ταυτας θελει εκσφενδονισει εκ μεσου της σφενδονης.
30 Lors donc que Yahvé aura accompli pour Monseigneur tout le bien qu'il a dit à ton propos etlorsqu'il t'aura établi chef sur Israël,30 Και οταν καμη ο Κυριος εις τον κυριον μου κατα παντα τα αγαθα τα οποια ελαλησε περι σου, και σε καταστηση κυβερνητην επι τον Ισραηλ,
31 que ce ne soit pas pour toi un trouble et un remords pour Monseigneur d'avoir versé en vain lesang et de s'être fait justice de sa main. Quand Yahvé aura fait du bien à Monseigneur, souviens-toi de taservante."31 δεν θελει εισθαι τουτο σκανδαλον εις σε ουδε προσκομμα καρδιας εις τον κυριον μου, η οτι εχυσας αιμα αναιτιον, η οτι ο κυριος μου εξεδικησεν αυτος εαυτον? πλην οταν ο Κυριος αγαθοποιηση τον κυριον μου, τοτε ενθυμηθητι την δουλην σου.
32 David répondit à Abigayil: "Béni soit Yahvé, Dieu d'Israël, qui t'a envoyée aujourd'hui à marencontre.32 Και ειπεν ο Δαβιδ προς την Αβιγαιαν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις σε απεστειλε την ημεραν ταυτην εις συναντησιν μου?
33 Bénie soit ta sagesse et bénie sois-tu, pour m'avoir retenu aujourd'hui d'en venir au sang et deme faire justice de ma propre main!33 και ευλογημενη η βουλη σου και ευλογημενη συ, ητις με εφυλαξας την ημεραν ταυτην απο του να εμβω εις αιματα και να εκδικηθω δια της χειρος μου?
34 Mais, par la vie de Yahvé, Dieu d'Israël, qui m'a empêché de te faire du mal, si tu n'étais pasvenue aussi vite au-devant de moi, je jure que, d'ici au lever du matin, il ne serait pas resté à Nabal un seulmâle."34 διοτι αληθως, ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις με εμποδισεν απο του να σε κακοποιησω, εαν δεν ηθελες σπευσει να ελθης εις συναντησιν μου, δεν ηθελε μεινει εις τον Ναβαλ εως της αυγης ουρων εις τοιχον.
35 David reçut ce qu'elle lui avait apporté et il lui dit: "Remonte en paix chez toi. Vois: je t'aiexaucée et je t'ai fait grâce."35 Και ελαβεν ο Δαβιδ εκ της χειρος αυτης τα οσα εφερε προς αυτον? και ειπε προς αυτην, Αναβα προς τον οικον σου εν ειρηνη? βλεπε, εισηκουσα της φωνης σου και ετιμησα το προσωπον σου.
36 Quand Abigayil arriva chez Nabal, il festoyait dans sa maison. Un festin de roi: Nabal était enjoie et complètement ivre; aussi, jusqu'au lever du jour, elle ne lui révéla rien.36 Και ηλθεν η Αβιγαια προς τον Ναβαλ? και ιδου, ειχε συμποσιον εν τω οικω αυτου, ως συμποσιον βασιλεως? και η καρδια του Ναβαλ ητο ευθυμος εν αυτω, και ητο εις ακρον μεθυσμενος? οθεν δεν απηγγειλε προς αυτον ουδεν, μικρον μεγα, εως της αυγης.
37 Le matin, quand Nabal eut cuvé son vin, sa femme lui raconta cette affaire: alors son coeurmourut dans sa poitrine et il devint comme une pierre.37 Το πρωι ομως, αφου ο Ναβαλ εξεμεθυσεν, εφανερωσε προς αυτον η γυνη αυτου τα πραγματα ταυτα? και ενεκρωθη η καρδια αυτου εντος αυτου και εγεινεν ως λιθος.
38 Une dizaine de jours plus tard, Yahvé frappa Nabal et il mourut.38 Και μετα δεκα ημερας περιπου επαταξεν ο Κυριος τον Ναβαλ, και απεθανε.
39 Ayant appris que Nabal était mort, David dit: "Béni soit Yahvé qui m'a rendu justice pourl'injure que j'avais reçue de Nabal et qui a retenu son serviteur de commettre le mal. Yahvé a fait retomber laméchanceté de Nabal sur sa propre tête." David envoya demander Abigayil en mariage.39 Και οτε ηκουσεν ο Δαβιδ οτι απεθανεν ο Ναβαλ, ειπεν, Ευλογητος Κυριος, οστις εκρινε την κρισιν μο περι του ονειδισμου μου του γενομενου παρα του Ναβαλ, και ημποδισε τον δουλον αυτου απο κακου? και την κακιαν του Ναβαλ εστρεψεν ο Κυριος κατα της κεφαλης αυτου. Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ελαλησε προς την Αβιγαιαν, δια να λαβη αυτην γυναικα εις εαυτον.
40 Les serviteurs de David vinrent donc trouver Abigayil à Karmel et lui dirent: "David nous aenvoyés vers toi pour te prendre comme sa femme."40 Και ελθοντες οι δουλοι του Δαβιδ προς την Αβιγαιαν εις τον Καρμηλον, ελαλησαν προς αυτην, λεγοντες, Ο Δαβιδ απεστειλεν ημας προς σε, δια να σε λαβη γυναικα εις εαυτον.
41 D'un mouvement, elle se prosterna la face contre terre et dit: "Ta servante est comme uneesclave, pour laver les pieds des serviteurs de Monseigneur."41 Και εσηκωθη και προσεκυνησε κατα προσωπον εως εδαφους και ειπεν, Ιδου, ας ηναι η δουλη σου θεραπαινα δια να πλυνη τους ποδας των δουλων του κυριου μου.
42 Vite, Abigayil se releva et monta sur un âne; suivie par cinq de ses servantes, elle partit derrièreles messagers de David et elle devint sa femme.42 Και εσπευσεν η Αβιγαια και εσηκωθη και ανεβη επι του ονου, μετα πεντε κορασιων αυτης ακολουθουντων οπισω αυτης? και υπηγε κατοπιν των απεσταλμενων του Δαβιδ και εγεινε γυνη αυτου.
43 David avait aussi épousé Ahinoam de Yizréel, et il les eut toutes deux pour femmes.43 Ελαβεν ο Δαβιδ και την Αχινοαμ απο Ιεζραελ? και ησαν αμφοτεραι γυναικες αυτου.
44 Saül avait donné sa fille Mikal, femme de David, à Palti, fils de Layish, de Gallim.44 Ο δε Σαουλ ειχε δωσει Μιχαλ, την θυγατερα αυτου, την γυναικα του Δαβιδ, εις τον Φαλτι τον υιον του Λαεις, τον απο Γαλλειμ.